Eγώ τον κορωνοϊό πολύ τον φοβήθηκα και τον φοβάμαι ακόμα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι είναι κάτι μακρινό, είμαι από εκείνους που θέλουν διακαώς να μείνει κάτι μακρινό. Ίσως γιατί θεωρώ ότι έχω πολλά να χάσω. Ίσως γιατί αγαπώ τόσο την οικογένειά μου, τους φίλους μου αλλά και όλους εσάς τους συναθλητές που βλέπω τόσα χρόνια σε γήπεδα, δρόμους και αγώνες που δεν θέλω να χάσω κανέναν ποτέ.
Όταν, λοιπόν, κάπου εκεί που μετράγαμε τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα, ανέβασα πυρετό και είχα και πονόλαιμο, μπήκα αμέσως σε καραντίνα. Από αυτές τις αυστηρές που δεν έβγαινα από το σπίτι για κανέναν λόγο και δεν άφηνα και κανέναν να με δει. Τελικά, μάλλον τα παιδιά μού είχαν μεταφέρει κάποια από τις συνηθισμένες ιώσεις τους. Εγώ, όμως, έκανα καιρό να ξαναβγώ από το σπίτι. Εκτός βέβαια από την σχεδόν καθημερινή μου άθληση. Μόλις έφυγε ο πυρετός, περίμενα με την αγωνία μικρού παιδιού να γυρίσει ο Σπύρος από το γραφείο του για να κρατήσει τα παιδιά και να βγω να τρέξω στη γειτονιά. Έστελνα σχεδόν μηχανικά το SMS με τον κωδικό 6, φόραγα το τσαντάκι μέσης για να έχω μαζί μου την ταυτότητα και το κινητό μου και έβγαινα στον δρόμο.
Εκεί, τις πρώτες ημέρες συναντούσα ελάχιστο κόσμο. Στους δρόμους επικρατούσε μια παγωμάρα και ο κόσμος με τον οποίο διασταυρωνόμουν με κοίταζε σχεδόν με καχυποψία και άλλαζε πλευρά στο πεζοδρόμιο. Σιγά σιγά, όμως, συναντούσα όλο και περισσότερους. Κυρίως μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, ζευγάρια ή φίλους, που έβγαιναν για μία βόλτα για περπάτημα. Σύντομα ακολούθησαν οι γονείς που περπατούσαν ή έκαναν ποδήλατο με τα παιδιά τους και τελευταίοι από όλους, δειλά και προσεκτικά, άρχισαν να εμφανίζονται οι νέοι δρομείς.
Αυτοί οι νέοι δρομείς, που εισπράξανε τόση ειρωνεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμένα μου μίλησαν στην καρδιά μου και έγιναν αμέσως οι αγαπημένοι μου. Ήταν κάθε λογής και ηλικίας. Από παιδιά έως μεγάλοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αδύνατοι και παχουλοί, γυμνασμένοι και όχι. Κάποια νέα κοριτσάκια με φαρδιές φόρμες και αδιάβροχα, μου θύμισαν τον εαυτό μου όταν πρωτοξεκίναγα να τρέχω που δεν είχα ούτε μισό δρομικό ρούχο και ντυνόμουν πάντα με περισσότερα ρούχα από όσα χρειαζόμουν.
Κάποιοι νεαροί που έτρεχαν πάρα πολύ γρήγορα για να με περάσουν και τους ξαναέβλεπα σε δύο μόλις τετράγωνα αναψοκοκκινισμένους και σταματημένους, μου θύμισαν πάλι τον εαυτό μου όταν πια είχα γυμναστεί λίγο και είχα ξεθαρρέψει, δεν ήξερα όμως πώς να διαχειριστώ τις δυνάμεις μου. Και κάποιες κομψές κυρίες οι οποίες σε προχωρημένη ηλικία έτρεχαν σιγά σιγά με τις φίλες τους ή τα παιδιά τους, μου θύμισαν την μαμά μου που δεν μου έχει ακόμα αρνηθεί την παρέα σε όσες αθλητικές εξορμήσεις της έχω ζητήσει.
Σε κάθε περίπτωση, όλους αυτούς τους νέους δρομείς τους χαιρετούσα με χαμόγελο και χαιρόμουν που ήταν έξω και έτρεχαν, ακόμα και αν η αφορμή δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Με δυσκολία κρατιόμουν να μην τους δώσω συμβουλές, ενώ συγχρόνως ήξερα ότι πολλοί από αυτούς θα συνεχίσουν και μετά την πανδημία.
Σήμερα, που τα περιοριστικά μέτρα έχουν χαλαρώσει, αυτοί οι δρομείς έχουν κάπως μειωθεί. Αυτό όμως είναι λογικό και αναμενόμενο αφού έχουν ξαναξεκινήσει τα σχολεία και πολλές δουλειές, άρα και οι υποχρεώσεις έχουν αυξηθεί. Σίγουρα όμως δεν έχουν εξαφανιστεί. Οι «δρομείς του 6» είναι εδώ ακόμα, κόντρα σε κάθε αρνητικό άνθρωπο και πιστεύω ακράδαντα ότι πολλοί από αυτούς θα γίνουν οι καλύτεροι αθλητές. Γιατί αυτοί οι δρομείς, περισσότερο από κάθε άλλον, έχουν διαπιστώσει πώς το τρέξιμο μπορεί να είναι η καλύτερη διέξοδος σε δύσκολες στιγμές της ζωής μας.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτοί οι δρομείς είναι οι πιο τυχεροί γιατί έχουν ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Βγήκαν στον δρόμο να τρέξουν, μια περίοδο που ήταν το μόνο που επιτρεπόταν, μαζί με τόσους άλλους που δεν είχαν ξανατρέξει, άρα δεν είχαν ούτε ντροπές, ούτε αναστολές, ούτε την πίεση να συνεχίσουν κάτι που πιθανώς να μην τους άρεσε.
Και η σημερινή εικόνα δείχνει ότι τελικά σε πολλούς από αυτούς αυτό το μεγάλο κοινωνικό πείραμα, που όμοιό του δεν πρέπει να έχει ξαναγίνει στη χώρα μας, είχε το πιο θετικό αποτέλεσμα. Την πραγματική αύξηση των ερασιτεχνικά αθλούμενων ανθρώπων στην Ελλάδα. Άρα και την μεγάλη αύξηση των ανθρώπων που συναντάω στους δρόμους καθημερινά και αρχίζω να τους αναγνωρίζω και να νοιάζομαι για την υγεία τους. Άρα και την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του φόβου μου να μην χαθεί κανένας από αυτούς από την καθημερινότητά μου.
Ας μην αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί φοβάμαι έτσι αυτόν τον κορωνοϊό!
Δημοσίευση στο Runner 119, στη στήλη Ιστορίες του Δρόμου, από την Χριστίνα Φωτεινοπούλου