Τις προάλλες ετοίμαζα τα πράγματά μου για ένα σύντομο ταξίδι στο βορρά. Ένα διήμερο για δουλειά, με συναντήσεις σε μεγάλες πόλεις αλλά και μια επίσκεψη στα σύνορα, σ’ εκείνο το ακριτικό κομμάτι γης που τους τελευταίους μήνες για κάποιους συμβολίζει την αναζήτηση της ελευθερίας ή μιας δεύτερης ευκαιρίας, ενώ για άλλους είναι απλώς χαίνουσα πληγή.
Διάλεξα το πιο μικρό μου βαλιτσάκι κι έβαλα τα χρειώδη για το διήμερο. Λίγα πράγματα. Τόσο λίγα που μου έκανε εντύπωση, συγκρίνοντας την άδεια όψη του με το περιεχόμενο άλλων ημερών. Δεν άργησα να καταλάβω. Τα πράγματά μου δεν περιείχαν δρομικό εξοπλισμό. Ούτε κολλάν, ούτε το ελαφρύ αδιάβροχο που συχνά χρησιμεύει τα πρωινά στη Θεσσαλονίκη, ούτε βέβαια τα παπούτσια μου.
Το ξανασκέφτηκα. Μήπως έπρεπε να τα πάρω, κι ό,τι γίνει; Μήπως άξιζε να προσπαθήσω να βάλω στο πρόγραμμα μια προπόνηση, για να μην τη χάσω; Μετρώντας ώρες και υποχρεώσεις, δεν έβγαινε με τίποτα. Στην καλύτερη περίπτωση, με ζόρι, θα τα κατάφερνα να τρέξω μια ώρα στους ανήσυχους δρόμους της Θέρμης ή να προσθέσω μερικά χιλιόμετρα στον διάδρομο του ξενοδοχείου. Για να φτάσω στην παραλία και να τρέξω με θέα τον Θερμαϊκό ούτε λόγος. Έτσι το ’βγαλα γρήγορα απ’ το μυαλό μου, ετοιμάστηκα με συνοπτικές διαδικασίες και ταξίδεψα χωρίς ενοχές. Δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήμουν πάντα έτσι, για να ακριβολογώ. Παλιότερα δεν υπήρχε περίπτωση να ταξιδέψω πουθενά χωρίς τα παπούτσια μου, ούτε να βρεθώ κάπου χωρίς να τρέξω. Θα έτρεχα ακόμα και στις πιο δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, κάποτε απλώς για να το κάνω. Για να μην χάσω το προπονητικό πρόγραμμα, για να προσθέσω μερικά ακόμα χιλιόμετρα αλλά και για να διαχειριστώ τις ενοχές μου. Θα ξυπνούσα μια ώρα πριν, θα άλλαζα το πρόγραμμα της δουλειάς, θα έβαζα μερικά χιλιόμετρα σε έναν ασυντήρητο διάδρομο, αν χρειαζόταν, μα θα το έκανα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς άλλαξε αυτή η συνήθεια χρόνων Δεν υπάρχει ένα γεγονός που να πυροδότησε την αλλαγή – κι αν υπάρχει, δεν το θυμάμαι. Είναι μια ευρύτερη αλλαγή, γεννημένη πρώτιστα από τη σιγουριά των πολλών χρόνων στο δρόμο κι έπειτα από την απλή «φιλοσοφία» που άλλαξε τις δρομικές μου συνήθειες την τελευταία πενταετία.
Ας αρχίσουμε από το τέλος. Αν τρέχεις για τη χαρά, αν αυτός είναι ο βασικός λόγος που βγαίνεις στο δρόμο, δεν έχεις κίνητρο να κάνεις κάτι που δεν την υπηρετεί. Δεν έχεις λόγο να στριμώξεις άλλη μια «δουλειά» (την προπόνηση, εν προκειμένω), σε ένα ήδη βαρύ πρόγραμμα, δεν έχεις λόγο να βρεθείς σε μέρη άχαρα ή και επικίνδυνα για να τρέξεις (το λέω μετά λόγου γνώσεως, έχοντας κινδυνέψει απερίσκεπτα για το χόμπι μου όχι λίγες φορές), δεν έχεις λόγο να τρέχεις αν, κάνοντάς το, οικτίρεις την κακή σου τύχη επειδή «έπρεπε» να το κάνεις. Γιατί απλώς δεν έπρεπε.
Είναι πολλές φορές που τρέχουμε από υποχρέωση στο πρόγραμμά μας ή στον εαυτό μας, παραμερίζοντας τη χαρά. Γενναιόδωρο, καθώς είναι, το τρέξιμο έχει τη μοναδική ικανότητα να μετατρέπει γρήγορα αυτό το αρχικό «σιχτίρισμα», την αντίδραση για το δικό μας «πρέπει», σε χαρά. Λίγο ο ανοιχτός δρόμος, λίγο η αλλαγή περιβάλλοντος, λίγο οι ευλογημένες ενδορφίνες, τα καταφέρνουμε να ισιώσουμε πριν τελειώσει η διαδρομή. Και συνήθως ευχαριστιόμαστε και επαινούμε τον εαυτό μας που για άλλη μια φορά το αποτόλμησε. Το ξέρω και πάντα το υπολογίζω, εκείνες τις λίγες φορές που ενώ μπορώ και οι συνθήκες είναι καλές, κάπως το ξανασκέφτομαι. Και δεν θυμάμαι φορά που το μετάνιωσα.
Μα από την άλλη, είναι φορές που οι συνθήκες είναι αντικειμενικά δύσκολες, υπονομεύοντας την ποιότητα του τρεξίματος.
Τότε προτιμώ πια να απέχω. Προτιμώ να χουζουρέψω λίγο το πρωί αντί να βγω στο κρύο σε μια αδιάφορη αστική διαδρομή, μόνον για να το κάνω. Προτιμώ να με κεράσω ένα ποτήρι κρασί στο κλείσιμο μιας αντικειμενικά δύσκολης μέρας αντί να παλέψω με τον διάδρομο για να «γράψω» χιλιόμετρα βρίζοντας. Προτιμώ να βρω αλλού το ισοδύναμο της ανάτασης και της χαράς, αν εκείνη τη μέρα δεν μπορώ να το βρω στο τρέξιμο. Δεν είναι μόνον η έμφαση στη χαρά που δείχνει το δρόμο. Είναι, όπως είπα, και η σιγουριά των χρόνων. Παλιότερα πίστευα πως αν άφηνα το τρέξιμο για λίγο, αν έχανα έστω περιστασιακά προπονήσεις και αγώνες, δεν θα κατάφερνα να ξαναβρώ την αγάπη γι’ αυτό, το χώρο του στη ζωή μου. Ο φόβος για το κενό μιας ζωής χωρίς τρέξιμο ήταν ισχυρότερος από την κούραση. Σαν κάτι βράδια που, παρότι κατάκοπος, σέρνεσαι να ακολουθήσεις μια ανούσια πρόσκληση από το φόβο μην παρεξηγηθείς από φίλους ή μην φτάσει η στιγμή που θα μετανιώσεις για την ολιγόωρη μοναξιά σου.
Πολλά χρόνια και περισσότερα χιλιόμετρα μετά, ξέρω πως αυτή η αγωνία είναι πλασματική, γεννημένη στους δαιδάλους του εγκεφάλου μας. Η συνήθεια δεν θα πάψει, αν την εγκαταλείψεις για λίγο. Ούτε η αγάπη θα φύγει –όπως δεν φεύγει για ανθρώπους που έχουν πάντα στη ζωή μας τη θέση τους, κάποτε καθοριστική, κι ας μην βλεπόμαστε πολύ. Η ισορροπία θα βρεθεί ξανά, με τον ίδιο ή με άλλον τρόπο. Αρκεί να δεις τι είναι για σένα το τρέξιμο. Μια καθημερινή συνήθεια, μια υποχρέωση για την υγεία σου, ο οβολός στη ματαιοδοξία σου ή το άλας της ζωής; Αν είναι το άλας της ζωής, όπως ξεκάθαρα το νιώθω, αξίζει να το προστατέψεις, σαν κάτι δικό σου, πολύτιμο, που δεν αξίζει να θυσιαστεί στο βωμό ενός, ακόμα, «πρέπει».
Δημοσίευση στο Runner νο. 89, της Αγγελικής Κοσμοπούλου