Κυριακή πρωί ετοιμαζόμουν για την καθιερωμένη προπόνηση στην αγαπημένη μου διαδρομή. Για έξοδο αναμενόμενη όλη την εβδομάδα, καθώς αυτή ειδικά, η κυριακάτικη, στην άδεια πόλη, είναι μια ξεχωριστή χαρά που πατά τόσο στο τρέξιμο όσο και στην ελευθερία της μέρας. Είχα οργανώσει από το βράδυ τις λεπτομέρειες, είχα διαλέξει τα ρούχα κι είχα φορτίσει το ipod με τις μουσικές -και τελείωνα τον πρωινό καφέ για να βγω, όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας.
Χώθηκε στην αγκαλιά μου και τα είπαμε λίγο, όπως συνηθίζουμε τα πρωϊνά της μόνης δικής μας μέρας. Κι όταν κατάλαβε πως ήμουν έτοιμη να το σκάσω, άρχισε τα παράπονα. «Μην πας για τρέξιμο» και «μείνε μαζί μου», κι έπειτα «μείνε μια ολόκληρη μέρα μαζί μου», και μετά, εμφατικά, «σου απαγορεύω να πας» -όλη την γκάμα από το χάδι μέχρι την καλώς εννοούμενη προσταγή, για να κερδηθεί το «μαζί».
Προσπάθησα να τον μεταπείσω, χωρίς αποτέλεσμα. Κάτι στον τόνο του με έκανε να μην θέλω να κοντράρω την επιθυμία του, κι ας κόντραρε εκείνος τόσο έντονα τη δική μου. Δίβουλη για λίγο, αποφάσισα να αναζητήσω τη μέση οδό, της συμφωνίας. Και η πρόταση ήταν να έρθει, αν ήθελε, μαζί μου.
«Θα σου δείξω τη μυστική κυριακάτικη διαδρομή μου», του είπα, κι εκείνος ενθουσιάστηκε. «Πόσον καιρό έχουμε να τρέξουμε μαζί;», είπε, κι έπειτα «θα πάμε στο Ζάππειο;», κι άλλα, μέχρι που ξεκαθάρισα –μαμά, γαρ– πως αν ήθελε να έρθει μαζί μου, θα ακολουθούσε τη δική μου βόλτα. Στο τέλος τα βρήκαμε, κι ετοιμαστήκαμε. Σορτσάκι εκείνος, κολάν εγώ, δρομικά t-shirt, γυαλιά ηλίου, τα παπούτσια μας κι έξω από την πόρτα.
Ξεκινήσαμε μαλακά στα πρώτα μέτρα, συντονίζοντας τα βήματα και βρίσκοντας θέση ο ένας δίπλα στον άλλο, για να τρέχουμε με ασφάλεια και να μπορούμε να μιλάμε. Φτάσαμε ήσυχα ως το φανάρι του Εθνικού Κήπου, τρέξαμε στο πλάι της Βουλής κι έπειτα παράλληλα με τον Άγνωστο Στρατιώτη και κατηφορίσαμε την Αμαλίας ως τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Από εκεί, βουτιά στην παλιότερη Αθήνα, την πιο άγνωστη.
Στα πλακόστρωτα του Πικιώνη, στις σπηλιές της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο χωμάτινο δρομάκι που τέμνει την Αρχαία Αγορά. Λίγες οι κουβέντες στο δρόμο –δεν θέλει, βλέπεις, υπομνηματισμό η χαρά.
Λίγες κι απλές: «μαμά, δες τις παπαρούνες», και «κοίτα πόσο λαμπερή είναι η μέρα» και «δες κάτι σπηλιές στο βράχο». Κι έπειτα: «μαμά, τώρα θα μου δείξεις τη μυστική διαδρομή που μου υποσχέθηκες;».
Κι έτσι η ρέουσα ως τότε διαδρομή, με τις ανηφόρες και τις ευεργετικές για τα άμαθα πόδια του κατηφόρες, γέμισε στάσεις. «Τώρα τρέχουμε σε έναν αρχαίο δρόμο», είπαμε στην Δια Κοίλης Οδό, κοιτάζοντας μακριά, στην κατεύθυνση της θάλασσας. «Αυτή είναι η αρχαία Παναθηναϊκή Οδός που οδηγούσε στον Παρθενώνα, στις μέρες της γιορτής». «Βλέπεις αυτά τα παράξενα δοντάκια που σχηματίζουν τα τούβλα στον τοίχο; Είναι μια αρχιτεκτονική μόδα που μας λέει ότι αυτή η εκκλησία –οι Άγιοι Απόστολοι– χτίστηκε γύρω στο 1.100». «Αυτός εδώ ο ανοιχτός χώρος ήταν στα ρωμαϊκά χρόνια η αγορά».
Και, λίγο πιο πάνω, «Δες αυτό το κτίριο που είναι σκεπασμένο με πράσινο δίχτυ. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις κάτι γλυπτές μορφές που μοιάζουν να κινούνται. Είναι οι «Αέρηδες» και κάποτε, παλιά, έδειχναν τον καιρό και την ώρα». Τρέχαμε και σταματούσαμε, για μια φράση, μια ματιά, μια λεπτομέρεια εδώ κι εκεί. «Θα κάνουμε άλλη μια στάση και θα συνεχίσουμε τρέχοντας ως το σπίτι», του είπα.
Για να δείτε περισσότερες ιστορίες που εμπνέουν πατήστε εδώ.
Σταματήσαμε στη Μητροπόλεως, κάτω από το κουφάρι του παλιού Υπουργείου Παιδείας. «Έλα να σου δείξω την Αγία Δύναμη, το πιο παράξενο εκκλησάκι του κέντρου», του είπα. Μπήκαμε ήσυχα. Του έδειξα την εικόνα της ξαπλωμένης Παναγίας, λεχώνας, σε σπάνια απεικόνιση. «Εδώ ήρθα την Κυριακή πριν γεννηθείς, όπως έκαναν από παλιά οι Αθηναίες», του είπα, κι εκείνος γλυκάθηκε, όπως πάντα όταν ακούει για τα δικά του παλιά, «όταν ήταν μικρός». Βγήκαμε ξανά στο φως, έτοιμοι για το τελευταίο χιλιόμετρο, χωρίς άλλη στάση.
Γεμάτοι από εικόνες, ήλιο και ζεστασιά, τρέξαμε άοκνα την ανηφόρα ως τις παρυφές του λόφου. Φτάνοντας στο σπίτι, μεγάλη αγκαλιά κι ευχαριστώ. «Μαμά, δεν μπορώ να σου πω ποια ήταν η πιο ωραία εικόνα αυτής της μέρας», είπε. «Ήταν όλα ωραία». Κι εγώ, στριμώχνοντας ένα δάκρυ να μην τολμήσει και χυθεί, είπα πόσο ωραία ήταν και για μένα. Και πόσο ξεχωριστά. Ήθελα να του πω πόσο διαφορετική ήταν αυτή η βόλτα, η τόσο γνώριμη, ειδωμένη με άλλα μάτια. Πόσο φρέσκια και ανοιξιάτικη. Πώς είναι να κονταίνεις τα βήματα για να συμπορευτείς, να φρενάρεις αντί να ανοίγεσαι στην κατηφόρα, να βραδαίνεις στην άνοδο για να κρατιέται στο βήμα το «μαζί». Κι ακόμα, πόση τύχη είναι η μοιρασμένη ανοιξιάτικη λιακάδα, κι ο στόχος που μαζί βάλαμε. Κρατήθηκα, να μη μιλήσω. Ως την επόμενη Κυριακή…
Δημοσίευση στο Runner νο. 81, της Αγγελικής Κοσμοπούλου