Άνοιξα το κουτί βιαστικά, με τον τρόπο των παιδιών που δεν ξέρουν να περιμένουν. Ξετύλιξα το λεπτό ρυζόχαρτο και τα έβγαλα ένα-ένα, με προσοχή. Έριξα μια γρήγορη ματιά: κομψά και κοριτσίστικα, με φωτεινά χρώματα, διαφορετικά από όσα φορούσα τόσα χρόνια. Γλίστρησα το χέρι μέσα τους, τράβηξα το χαρτόνι και χαλάρωσα τα κορδόνια. Δεν ήταν ώρα να τα δοκιμάσω, ντυμένη όπως ήμουν με τα ρούχα της δουλειάς – κι εξάλλου δεν χρειαζόταν καν, αφού ο πελματογράφος είχε ήδη κάνει το προξενιό. Ωστόσο, παρορμητική απ’ τη φύση μου, δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Η στιγμιαία ματιά στον καθρέφτη δεν επιδεχόταν αισθητική ανάλυση. Ναι, το παράδοξο θέαμα μιας δεκάποντης καστόρινης γόβας στο αριστερό κι ενός ολοκαίνουργιου Nirvana στο δεξί δεν ήταν εικόνα συνηθισμένη. Η φωτογραφική της απλότητα αποτύπωνε, σ’ ένα μόλις ενσταντανέ, την αιώνια πόλωση της ζωής μου ή, σε άλλη ανάγνωση, την πληρότητα που μόνον τα αντίθετα μπορούν να γεννήσουν. Βγήκα στο δρόμο κρατώντας τη σακούλα σφιχτά. Παρά τη δεκάποντη διαδρομή ως τη βάση μου, η αίσθηση εκείνης της μίας στιγμής ήταν ακόμα εκεί – κι έμεινε ζωντανή και παρούσα όλο το βράδυ, στριμωγμένη ανάμεσα σε συναντήσεις, κουβέντα για δουλειές κι ένα προγραμματισμένο επαγγελματικό δείπνο.
Γυρίζοντας στο σπίτι αργά, τα έβγαλα προσεκτικά απ’ το κουτί και τα ‘βαλα απέναντί μου σε θέση στρατηγική, μαζί με τα ρούχα της προπόνησης. Ξυπνώντας έστρεψα το πρώτο βλέμμα εκεί, όπως κάναμε μικροί για να βεβαιωθούμε πως δεν έφυγαν από κοντά μας τα πρωτοχρονιάτικα δώρα. Ετοιμάστηκα με γρήγορες κινήσεις κι έδεσα μαλακά τα κορδόνια για την πρώτη έξοδο. Πρωινός Λυκαβηττός, ο δρόμος άδειος, η μέρα βροχερή. Λίγα βήματα για να πάρω εμπρός, λίγα ακόμα για να συνηθίσω την αίσθηση του καινούργιου κι έφυγα. Ο γνωστός εαυτός μου, η γνωστή διαδρομή και, ανεβαίνοντας τις ανηφόρες, κλεφτές ματιές στη νέα μου παρέα, με την τρυφερότητα που αξίζει να επιφυλάσσει κανείς στα άψυχα που τον συντροφεύουν. Όχι για την υποκειμενική ομορφιά τους, ούτε για την πρακτικότητα, σμιλεμένη μέσα από χρόνια δοκιμών σε υπερσύγχρονα εργαστήρια – μα για τον αρχέγονο συμβολισμό τους. Ένα νέο ζευγάρι παπούτσια, πέρα από αναγκαίο αξεσουάρ, είναι η αφετηρία μιας νέας δρομικής πορείας, το ιδεόγραμμα μιας ολοκαίνουργιας κι εμβληματικής προσωπικής διαδρομής. Περιέχει, απ’ τη φύση του, όνειρα ευδιάκριτα και ξεχωριστά για τον καθένα μας: προσδοκίες για ανοιχτούς δρόμους, το αρχέγονο κάλεσμα για παιχνίδι, τη γοητεία της άμιλλας και την επιθυμία για χαρές γεννημένες από απλά υλικά. Παίζει με τα όρια, προκαλεί την υπέρβαση, συμμετέχει στην προσπάθεια. Αντέχει τον κάματο, συγχωρεί το στραβοπάτημα, αποτυπώνει την ανάμνηση. Και, πάνω από όλα, υποτάσσεται στη σημειολογία κάθε εργαλείου, λειτουργώντας αφαιρετικά, ως σύμβολο του κόσμου του δρομέα. Αν κάθε αντικείμενο που μας συνοδεύει φέρει στην ύλη του κάτι από εμάς, ένα νέο ζευγάρι παπούτσια ισορροπεί ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία. Αφόρετο ακόμα στο ράφι, αραδιασμένο ανάμεσα σε άλλα ομοειδή του, δεν είναι παρά παθητικός συμμέτοχος σε διαγωνισμό καλλονής. Το ίδιο ζευγάρι στο χέρι, όταν το πρωτοπιάνεις, το ζυγίζεις και το ψηλαφείς προσεκτικά, γίνεται αποδέκτης ενός πρώιμου και ιδιότυπου φλερτ. Στην πρώτη του δοκιμή αφήνει μια πρόγευση κρυμμένων δυνατοτήτων, που ισορροπούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά με την προσωπική επιδίωξη – κι έπειτα, στο δρόμο, γίνεται, μέρα τη μέρα, φυσική συνέχεια του σώματος και συντομογραφία ενός ολόκληρου κόσμου. Στη ντουλάπα μου, ψηλοτάκουνες γόβες και πέδιλα στη γραμμή σηκώνουν το βάρος μιας σοβαρής, επαγγελματικής, θηλυκής εικόνας. Δίπλα τους, τα παπούτσια του τρεξίματος, σκονισμένα και λασπωμένα, ταλαιπωρημένα απ’ τους δρόμους και μπολιασμένα απ’ τη ζωή, μυρίζουν περιπέτεια. Επιλέγοντας ανάμεσά τους κάθε πρωί, επιλέγω ασυνείδητα την ταυτότητα της μέρας που αρχίζει. Την ίδια στιγμή, κλείνω το μάτι στην άλλη όψη που μένει, για λίγο, κρυμμένη, περιμένοντας τη σειρά της. Εκεί, στη συνύπαρξη ετερόκλητων συμβολισμών, καθορίζομαι και κατακτώ την πληρότητα. Εκεί ισορροπώ τους ρόλους μου, κάποτε απροσδόκητους στο συνδυασμό τους. Και με μια μόνο ματιά στα κορδόνια και τα τακούνια, στα μαλακά δέρματα και στα εύπλαστα νέα υλικά, βλέπω αραδιασμένα μπροστά μου τα συστατικά της ζωής να μου κλείνουν το μάτι.
Δημοσίευση στο Runner νο. 45, της Αγγελικής Κοσμοπούλου