Μου τηλεφώνησε αμέσως μετά, για να μου πει τα νέα του. «Τα κατάφερα», είπε με μια χαρά που έφτανε σταθερή ως εμένα, παρότι ένιωθα πως προσπαθούσε λίγο να την υποβαθμίσει, να μη φτάσει ακέραια η έντασή της. «Κουράστηκα πολύ στα τελευταία χιλιόμετρα, σκέφτηκα μία-δύο φορές να σταματήσω, αλλά τερμάτισα», είπε με ενθουσιασμό. «Ήμουν από τους τελευταίους, μα δεν ήμουν ο τελευταίος», συνέχισε. «Ξέρεις, υπήρχαν κάποιοι που τερμάτισαν και δεν θα πίστευες πως θα μπορούσαν καν να περπατήσουν τέτοια απόσταση. Κι εκείνοι είναι η πιο μεγάλη έμπνευση». Μόλις την προηγούμενη μέρα μου είχε στείλει ένα απρόσμενο μήνυμα στο κινητό: «Αύριο θα τρέξω τον πρώτο μου ημιμαραθώνιο – και στο χρωστώ».
Απρόσμενο γιατί δεν είχε κάνει κουβέντα για τα πλάνα του όσες φορές μιλήσαμε τις προηγούμενες μέρες, και, ίσως λίγο περισσότερο, επειδή πάντα με εκπλήσσει η γενναιοδωρία του δρομέα, που πιστεύει πως χρωστά σε κάποιον άλλο, ενώ στην ουσία τον εαυτό του ξεπερνά.
Η σκέψη μου γύρισε λίγα χρόνια πριν, σ’ ένα χειμωνιάτικο απόγευμα που έφτανα στο Ηράκλειο για μια επαγγελματική συνάντηση προγραμματισμένη νωρίς το επόμενο πρωί. Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε εκείνο το βράδυ, να προετοιμαστούμε και να τα πούμε. Στο πνεύμα της κρητικής φιλοξενίας, ιδιαίτερα ενισχυμένο στην περίπτωσή του, είχε κανονίσει τα καλύτερα – ήμουν σίγουρη. Ωστόσο, όσο καθυστερούσε η πτήση μου και το βράδυ έπεφτε, σκεφτόμουν πως θα έπρεπε να ξεχάσω την προπόνηση που είχα τοποθετήσει με το νου σε μια μάλλον ανύπαρκτη ώρα μεταξύ άφιξης και εξόδου, έτσι όπως συνηθίζω να στριμώχνω τα πράγματα. Όταν τον είδα να με περιμένει στο αεροδρόμιο δεν τόλμησα να πω τίποτα, μα αργότερα, φτάνοντας στο ξενοδοχείο και διατρέχοντας μια λίστα σχεδίων και επιλογών, ψέλλισα ένα αμήχανο: «θα μπορούσαμε να βρεθούμε σε μια ώρα, για να βγω λίγο για τρέξιμο;» Ασυνήθιστη καθώς ήταν η επιθυμία μου, περίμενα οποιαδήποτε απάντηση από μέρους του, αλλά σίγουρα όχι το «ωραία, θα σε περιμένω». Κι έτσι, χωρίς σκέψη, φόρεσα αθλητικά και βγήκα για μια βραδινή γνωριμία με την πόλη του, πριν αρχίσουμε τα δικά μας. Λίγες ώρες αργότερα, μετά από πολλές κουβέντες κι ακόμα περισσότερες ρακές, την ώρα που με άφηνε στο ξενοδοχείο με ρώτησε, λίγο διστακτικά, αν θα έβγαινα ξανά για τρέξιμο το επόμενο πρωί, πριν το ραντεβού μας. Και συνέχισε: «αν βγεις, θα ‘ρθω μαζί σου, να τρέξω όσο μπορέσω». Το πρωί ήταν εκεί, σχεδόν χαράματα, έτοιμος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Ξεκινήσαμε μαζί στην παραλία και λίγα μέτρα μετά στρίψαμε στο λιμενοβραχίονα. Τρέχοντας κάπως αμήχανα σ’ έναν στενό χωμάτινο διάδρομο στη μέση της θάλασσας, δεν χωρούσαν πολλά λόγια. Εκείνος δεν ήθελε να χάσει πολύτιμη αντοχή, κι εγώ δεν χρειαζόταν να μιλήσω, βυθισμένη στο διάφανο πρωινό. Αρκούσαν τα βήματά μας μαζί, ο αέρας στο πρόσωπο, η μυρωδιά της θάλασσας και ο ήλιος που ανέβαινε πάνω απ’ την πόλη. Στη μέση της διαδρομής τον άφησα για λίγο να συνέλθει, τρέχοντας μόνη ως τον κυματοθραύστη, και στην επιστροφή τον πήρα ξανά μαζί για τη συνέχεια. Κι εκεί, στην ησυχία της πρωινής διαδρομής, με το βλέμμα στην πόλη που ξυπνούσε και άλλαζε χρώματα στο φως, είπε απλά: «σήμερα είδα αυτή τη θέα όπως δεν την είχα ξαναδεί ποτέ», αναγνωρίζοντας εν μέρει το καινούριο του βλέμμα – το βλέμμα του δρομέα στα απλά και στα γνώριμα.
Στα δύο χρόνια που πέρασαν, κάπου-κάπου με έπαιρνε μέσα στα άλλα, στις δουλειές και στις εξόδους μας, για να ρωτήσει για μια προπόνηση, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ρολόι ή το ιδανικό σνακ για μετά το τρέξιμο – κι έτσι ήξερα πως κάποτε έτρεχε. Απροσδιόριστα, ένιωθα πως έβαζε στο νου του να δοκιμάσει τις αποστάσεις. Χτες, με τη χαρά του πρώτου κατορθώματος στις αποσκευές του, λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο είπε: «τώρα φαντάζομαι πως μπορώ να σκεφτώ έναν μαραθώνιο». Κι εκείνη τη στιγμή, παρά την απόσταση, ήξερα πως η ματιά του είχε πια αλλάξει – και στο δοκιμασμένο πριν και στο άγνωστο, αχαρτογράφητο μετά.
Ο Μανόλης ήταν πια δρομέας
Στο Μανόλη Στρατάκη
Δημοσίευση στο Runner 51, της Αγγελικής Κοσμοπούλου