Διαβάζοντας διάφορες ιστορίες και περιστατικά δρομέων που έχουν συμβεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, μου ήρθε στο μυαλό μια δική μου πραγματική ιστορία η οποία είναι από αυτές που δεν διαγράφονται ποτέ από το μυαλό όσα χρόνια και αν περάσουν και θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί σας.
Είναι φθινόπωρο του 2007 στα μέσα περίπου του Οκτωβρίου και μια μέρα καθημερινή από αυτές που τις μετρούσα αντίστροφα μέχρι τον επόμενο μήνα όπου θα πραγματοποιούσα την καθιερωμένη ετήσια συμμετοχή μου στον 25ο Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας, ως ένας γνήσιος Έλληνας δρομέας που θεωρεί καθήκον του να συμμετέχει στον αγώνα αυτό και ο οποίος βέβαια τότε υπολειπόταν πολύ της σημερινής οργάνωσης, αίγλης και δημοσιότητας.
Είχα φύγει από την δουλειά μου βιαστικά για να πάρω από την Χαλκίδα ένα ανταλλακτικό που χρειαζόμουν και η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν και πολύ αφοσιωμένος στην οδήγηση με την μηχανή λόγω του άγχους να επιστρέψω γρήγορα. Έτσι σε ένα σημείο της διαδρομής κάποιος απρόσεκτος οδηγός βγαίνοντας χωρίς να ελέγξει από το παρκινγκ στο οποίο είχε σταθμεύσει το αμάξι του, μου έκλεισε τον δρόμο και εγώ μην προλαβαίνοντας να σταματήσω έγκαιρα, χτύπησα πάνω στο αμάξι και βρέθηκα σε μια στιγμή ξαπλωμένος πάνω στο οδόστρωμα και στην μέση του δρόμου, έχοντας τις αισθήσεις μου μεν αλλά νοιώθοντας ένα έντονο πόνο στην περιοχή της δεξιάς ωμοπλάτης που αναδείκνυε την πραγματικότητα ότι είχα πιθανώς ένα σοβαρό τραυματισμό.
Ακολούθησαν οι γνωστές διαδικασίες που συμβαίνουν μετά από τέτοια περιστατικά και σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκα μέσα σε ένα ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο όπου έμελλε να διαπιστωθεί ο βαθμός του τραυματισμού μου.
Ξαπλωμένος στο φορείο του ασθενοφόρου και ξέροντας πια ότι τουλάχιστον δεν κινδυνεύει η ζωή μου, οι σκέψεις μου αμέσως ταξίδευαν στις επιπτώσεις του προ λίγων λεπτών τραυματισμού μου. Σκέφτηκα αμέσως την οικογένεια μου, την γυναίκα μου, τα παιδιά μου και μετά από παράκληση στους νοσοκόμους που με συνόδευαν με ένα τηλέφωνο ενημερώθηκε πρώτα η γυναίκα μου για το συμβάν ώστε τουλάχιστον να με βοηθήσει με τα διαδικαστικά. Μετά μετά την τακτοποίηση των θεμάτων αυτών και στο δρόμο ακόμα προς το νοσοκομείο, ήρθε στο μυαλό μου η συμμετοχή μου στον επερχόμενο -σε 3 εβδομάδες περίπου- Κλασικό Μαραθώνιο και η βεβαιότητα πια λόγω της αίσθησης του τραυματισμού ότι ναι μεν δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρό αλλά σίγουρα αρκετό ώστε να μην καταφέρω να συμμετέχω. Έτσι με κατέλαβε ένα έντονο συναίσθημα λύπης και απογοήτευσης και χωρίς να το περιμένω, παραδόξως με έπιασαν τα κλάματα. Οι νοσοκόμοι βλέποντας την κατάσταση μου και νομίζοντας προφανώς ότι το κλάμα προέρχεται από τον πόνο, προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν λέγοντας μου ότι, ηρέμησε φίλε δεν έχεις κάτι σοβαρό από ότι φαίνεται και σε λίγες εβδομάδες θα είσαι μια χαρά. Παρηγοριά που για αυτούς είχε νόημα και ουσία εμένα χωρίς να το καταλάβουν, η φράση λίγες εβδομάδες μου προκαλούσε μεγαλύτερη απογοήτευση και προσπαθώντας να πάρω εναγωνίως μια ανεπίσημη γνωμάτευση από αυτούς, τους ζήτησα να εκτιμήσουν τον τραυματισμό, ενημερώνοντας τους προς μεγάλης τους έκπληξη ότι η αβάσταχτη στεναχώρια μου προερχόταν από την διαπίστωση πως μάλλον θα χάσω τον Μαραθώνιο. Ακόμα βέβαια θυμάμαι την έκφραση των προσώπων τους όταν άκουσαν τον λόγο αλλά θυμάμαι και τα λόγια παρηγοριάς που επιχείρησε ο ένας από αυτούς να μου πει, λέγοντας μου ότι, μην στεναχωριέσαι φιλαράκο μπορεί και να προλάβεις. Μπορεί για αυτόν βέβαια τα λόγια αυτά να ήταν απλά μια παρηγοριά, για μένα όμως άφηναν στο μυαλό μου μια σταλαγματιά ελπίδας ότι που ξέρεις μπορεί όντως και να προλάβω.
Έτσι κύλησαν οι υπόλοιπες ώρες μέχρι την επιστροφή στο σπίτι όπου είδα και την υπόλοιπη οικογένεια, μαζί τον πεθερό μου ό οποίος είχε ανησυχήσει πάρα πολύ μετά το περιστατικό για την υγεία και την ακεραιότητα μου, γεγονός που ήρθε στο μυαλό μου αργότερα το βράδυ όταν σε μια στιγμή και παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες όλων μας άφησε την τελευταία του πνοή έτσι απλά καθισμένος στην καρέκλα του και έχοντας όλη την οικογένεια του δίπλα.
Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ και τόσο δυσάρεστες οι στιγμές που ακολούθησαν όλες εκείνες τις μέρες που στο μυαλό μου είχαν ξεχαστεί τόσο ο δικός μου τραυματισμός αλλά και πολύ περισσότερο ο μαραθώνιος που αμείλικτα πλησίαζε. Ήταν τόσο μεγάλη η στεναχώρια μου για αυτόν τον άνθρωπο που υπήρξε για μένα ο δεύτερος πατέρας, γεγονός που χωρίς ιδιαίτερη σκέψη με οδήγησε στο να νοιώθω την ανάγκη να τον τιμήσω όχι με κάτι απλό αλλά με μια κίνηση υπερβατική που θα σήμαινε πολλά για μένα από την μία αλλά σίγουρα θα το αντιλαμβανόταν και αυτός από εκεί ψηλά, τιμώντας τον αλλά και νοερά ζητώντας του συγγνώμη που τον έκανα με τον τραυματισμό μου να ανησυχήσει, δίνοντας ένα μικρό πλεονέκτημα αρνητικό στο επερχόμενο χαμό του.
Πήρα λοιπόν την απόφαση παρά τον τραυματισμό μου που ήταν αρκετός για να με ακινητοποιήσει τουλάχιστον στις κινήσεις που αφορούσαν τον κορμό μου, να τρέξω στον μαραθώνιο αδιαφορώντας για όλα μου τα προβλήματα και να τον αφιερώσω στον άνθρωπο αυτό που ήμουν σίγουρος ότι θα με παρακολουθούσε σε όλη μου την προσπάθεια
Έτσι και έγινε. Στήθηκα στην εκκίνηση του Κλασικού Μαραθωνίου μετά από τρεις εβδομάδες με δάκρυα στα μάτια, με πείσμα και αποφασιστικότητα όμως περισσότερη από αυτή που είχα την πρώτη φορά που επιχείρησα να τρέξω σε αυτό τον αγώνα και έτσι απλά ξεκίνησα…
Οι σκέψεις μου από την αρχή του αγώνα αφορούσαν την σωστή διαχείριση που έπρεπε να κάνω σαν έμπειρος ήδη δρομέας και βάσει των συνθηκών που αφορούσαν την σωματική μου κατάσταση να τα καταφέρω να φτάσω στον τερματισμό αδιαφορώντας για την επίδοση. Στα πρώτα χιλιόμετρα και χωρίς έντονο ρυθμό προσπαθούσα να κινώ λιγότερο τα χέρια μου προκείμενου να μειώσω την επιβάρυνση που αντανακλούσε στον τραυματισμένο ακόμα ώμο μου και παρακαλούσα τον θεό να κρατήσει όσο γίνεται μακριά τον αναμενόμενο έντονο πόνο αφού ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα έκανε την εμφάνιση του. Έτσι πέρασαν τα πρώτα 20 χιλιόμετρα με μικρές ενοχλήσεις αλλά και πάρα πολύ αγωνία ή οποία σε συνδυασμό με την δυσκολία της διαδρομής από το 22 έως και το 32 (όσοι έχουν τρέξει την διαδρομή μπορούν να καταλάβουν καλύτερα) οδήγησαν τον αφόρητο πόνο να έρθει στην επιφάνεια και να δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια μου.
Έτσι πέρασαν και τα επόμενα κατηφορικά τελευταία χιλιόμετρα, μετρώντας τα μέτρο με μέτρο και με αποκορύφωμα περίπου στο 35 όταν σταμάτησα και ζήτησα από κάποιον τροχονόμο σε μια διασταύρωση της Μεσογείων να μου κόψει ένα κομμάτι από τις ασπροκόκκινες κορδέλες σήμανσης προκειμένου να φτιάξω ένα αυτοσχέδιο νάρθηκα για το χέρι μου και να το ακινητοποιήσω, μετριάζοντας έτσι τον πόνο που ένοιωθα.
Το πείσμα μου ήταν τόσο έντονο αλλά η ιδέα για εγκατάλειψη και αποτυχία μηδαμινή, η μόνη μου παρηγοριά το κάθε μέτρο που άφηνα πίσω αλλά και ο κόσμος που πλησιάζοντας στον τερματισμό ολοένα και πλήθυνε. Οι σκέψεις στο μυαλό μου όλων αυτών που είχαν συμβεί τις προηγούμενες μέρες αλλά και οι εικόνες διαδεχόταν με μεγάλη ταχύτητα η μια την άλλη, γεγονός που συνέτεινε ώστε για κάποιες στιγμές έστω να κρύβεται ο πόνος και να περνάνε έτσι τα χιλιόμετρα.
Όταν μετά από 4 ώρες και 40 λεπτά περίπου άρχισα να βλέπω μπροστά μου την είσοδο στο Καλλιμάρμαρο στάδιο τότε η δυσκολία της αναπνοής δεν προερχόταν από τον πόνο που απλά υπήρχε σαν άσχημη συντρόφιά σε όλο τον αγώνα αλλά από τους υπόκωφους λυγμούς και το κλάμα που αβίαστα κατέκλυσε το πρόσωπο μου. Ήταν τόσο μεγάλη η συγκινησιακή μου φόρτιση και τόσο έντονα τα συναισθήματα που με κυρίευσαν ώστε με δυσκολία μπορούσα να διακρίνω τους ανθρώπους που ήταν κοντά μου. Πέρασα τον τερματισμό και κατευθύνθηκα μόνος μου στα ιατρεία ζητώντας απεγνωσμένα και ικετεύοντας για ένα παυσίπονο, ώστε να μειωθεί επιτέλους ο μαρτυρικός πόνος που ένοιωθα αντανακλαστικά πλέον σε όλο μου το σώμα, πράγμα βέβαια που συνέβη μετά από αρκετή ώρα
Ήταν ένας αγώνας ψυχής, ένας αγώνας που δεν θα ξεχάσω ποτέ, όπως και δεν θα ξεχάσω ποτέ τον άνθρωπο που του τον αφιέρωσα, ελπίζοντας το μετάλλιο που του χάρισα να τον συντροφεύει εκεί που ήταν σαν υπόσχεση ότι θα μείνει για πάντα ζωντανός στην καρδιά και στην μνήμη μου.
Εις ανάμνηση ενός υπέροχου πατέρα ….
Μαυρομάτης Γιώργος, Δρομέας