Τα πρώτα χρόνια
Ο πρώτος αγώνας Behobia-San Sebastián διοργανώθηκε το 1919, και από τότε γίνεται κάθε χρόνο χωρίς διακοπή, εκτός από τα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου. Το βραβείο εκείνη την εποχή ήταν ένα ρολόι χειρός για αυτόν που θα περνούσε πρώτος μπροστά από το εστιατόριο Irongo Atsegiña κι ένα χρυσό νόμισμα, καθώς και πέντε δολάρια για αυτόν που θα περνούσε πρώτος μπροστά από το κτήμα του Toki Alaia. Τα βραβεία αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να «καίγονται» πολλοί δρομείς πριν τερματίσουν, οπότε το 1926 η ομοσπονδία απαγόρευσε τις βραβεύσεις πριν τον τερματισμό.
Ο B/SS είναι ένας απαιτητικός και δύσκολος αγώνας που γίνεται κάθε Νοέμβριο. Ο καιρός είναι συνήθως βροχερός και με αρκετό αέρα. Είναι ένας αγώνας που δεν μοιάζει με τους αλλους. Τα συναισθήματα που νιώσαμε δεν τα είχαμε ξαναζήσει σε κανέναν άλλο αγώνα. Πάρα πολύς κόσμος στον δρόμο, δεν είμασταν ποτέ μόνες, δεν υπήρχε ούτε ένα χιλιόμετρο που να μην ήταν γεμάτο με κόσμο που χειροκροτούσε και μας ενθάρρυνε με φωνές. Η αστυνομία, οι τραυματιοφορείς από τα ασθενοφόρα που ρωτούσαν συνέχεια αν είμαστε καλά, τα τρένα που περνούσαν λίγο πιο πέρα και σφύριζαν ρυθμικά. Epa! Epa! Aupa! Oso ondo! Δεν χρειάζεται να ξέρεις euskera (η γλώσσα των Βάσκων) για να καταλάβεις τι λένε.
Η διαδρομή του είναι δύσκολη, αλλά και όμορφη. Είναι ένας αγώνας που δεν πας για «χρόνο», αλλά για να ζήσεις την μοναδική εμπειρία του, και φυσικά να τερματίσεις. Οι συνεχόμενες ανηφόρες-κατηφόρες δεν επιτρέπουν εύκολα να διατηρήσουμε τον ρυθμό. Η πρώτη ανηφόρα ξεκινά στο 8ο χλμ., είναι παρατεταμένη και διαρκεί για 2 χλμ. Αν και βρισκόμαστε στο διάσελο και στην autovia (οπότε υπάρχει αρκετός αέρας από παντού) βγαίνει πολύ πιο εύκολα απ’ ότι φανταζόμουν, μιας και δεν είναι ευθεία, αλλά «τραβερσάρει», ενώ σε όλη την προσπάθεια μας επευφημούν. Φτάνοντας στην κορυφή μας περιμένει ο «Πειρατής»: Πρόκειται για έναν «ροκά» γύρω στα 60 με μια μεγάλη πειρατική σημαία να κυματίζει στον αέρα και μουσική heavy metal να παίζει στην διαπασών από τα ηχεία που έχει συνδέσει με την μπαταρία του φορτηγού του.
Κατηφόρες μετά, «απατηλά» ευθεία κομμάτια, πάλι ανηφόρες, άλλες μικρές, άλλες τσιμπημένες. Το τοπίο όμορφο, δέντρα, χωράφια πράσινα, μουσική να παίζει δυνατά από τα σπίτια που περνούσαμε από μπροστά. Ο κόσμος σε κάθε χιλιόμετρο όλο και πληθαίνει.
Ανεβαίνουμε την ανηφόρα των Capuchinos στο 14ο και τα πόδια μας παραπονιούνται. Στο 16ο χλμ., στην Miracruz, έρχεται η τελευταία ανηφόρα με έντονη κλήση. Ίσως αν ήμουν μόνη μου τα πρώτα 200 μέτρα να τα πήγαινα πιο χαλαρά και μετά να έσφιγγα τα δόντια για να τη βγάλω. Όχι όμως σήμερα! Ο κόσμος δεν με αφήνει να χαλαρώσω: φωνάζουν δυνατά τα ονόματα μας, σκύβουν μπροστά μας, epa, epa, epa!
Στην κορυφή της ανηφόρας φαίνεται η θάλασσα και η πόλη. Το San Sebastián μας περιμένει. Φωνές, φωνές, φωνές. Vamos campeones! Τα πόδια μας έχουν «αδειάσει», αλλά δεν έχει σημασία. Κατεβαίνουμε πια με μεγάλη φόρα, χαλαρά όλα μέσα, με μια ανάσα. Ένα χιλιόμετρο πριν τον τερματισμό, δίπλα πια από την παραλία La Concha φυσάει πολύ. Είναι, όμως, το τελευταίο χιλιόμετρο, η «λεωφόρος του θριάμβου» γεμάτη με αψίδες (δέκα; δεκαπέντε; σταμάτησα να μετράω, ήμουν τόσο συγκινημένη). Κάθε αψίδα που περνάμε, κάθε βήμα που κάνουμε, ζούμε την στιγμή.
Τερματίσαμε. Η κάθε μία μας σε άλλο χρόνο, σε άλλα block, αλλά ήταν σαν να τρέχαμε μαζί. ‘Ολοι τρέχαμε μαζί σε αυτόν τον αγώνα: δρομείς και θεατές είμασταν συνέχεια μαζί.
Κείμενο-Φωτογραφίες: Ειρήνη Τσαμαδού – Rosa Delgado