Γιούλικα Σκαφιδά: Τρέξιμο, το δικό μου reset!

Η συνέντευξη της αγαπημένης ηθοποιού και φανατικής δρομέα στο RUNNER

Share

Η ζωή της θα μπορούσε να αποτελεί το σενάριο μιας επιτυχημένης ταινίας. Ένα κορίτσι της επαρχίας που μεγαλώνει μέσα σε αθλητικούς χώρους και αγαπά τον στίβο, επιλέγει να ακολουθήσει θετική κατεύθυνση σπουδάζοντας ναυπηγική, μέχρι τη στιγμή που μία θεατρική παράσταση θα της αλλάξει για πάντα ρόλο, οδηγώντας την στο σανίδι και από εκεί σε μία εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στη μικρή, αλλά και στη μεγάλη οθόνη. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, «καλά όλα αυτά, αλλά για ποιό λόγο το RUNNER φιλοξενεί μία ηθοποιό;» Ο λόγος είναι απλός!

Η Γιούλικα Σκαφιδά εδώ και αρκετό καιρό είναι μία δρομέας, με αρκετά έντονη αγωνιστική δράση, όχι βέβαια για λόγους δημοσιότητας, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά γιατί πλέον το τρέξιμο παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή της. Τη συνάντησα αρκετές φορές σε αγώνες και είχα τη χαρά να την παρακολουθήσω την άνοιξη στο Θέατρο Ακροπόλ, στη μεταφορά του έργου του Λαρς Φον Τρίερ, Dogville, όπου ήταν συγκλονιστική. Έτσι, λίγους μήνες μετά βρεθήκαμε σε ένα cafe στο Θησείο συζητώντας για τη σχέση της με το τρέξιμο αλλά και το θέατρο.

Ανέκαθεν θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχει και ένας από τους λόγους ήταν ότι και οι δύο γονείς μου είχαν σχέση με τον αθλητισμό άρα βρισκόμουν συχνά μέσα στα στάδια. Ο πατέρας της, ο Άγγελος Σκαφιδάς, ήταν ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της περιοχής της Μεσσηνίας ηγέτης επί σειρά ετών τη δεκαετία του 70’ της «Μαύρης Θύελλας», όπως αποκαλείται η ομάδα της Καλαμάτας και μέλος της Εθνικής Ενόπλων, ενώ μετέπειτα συνέχισε με επιτυχία την καριέρα του ως προπονητής.

«Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο σε πολύ μικρή ηλικία και μου άρεσε να τρέχω μπροστά από τους ποδοσφαιριστές της ομάδας όταν έκαναν προθέρμανση. Καθώς μεγάλωνα διαπίστωσα καθώς παίζαμε με τα άλλα παιδιά ότι συγκριτικά ήμουν αρκετά γρήγορη και κάποια στιγμή μέσα από ένα πρόγραμμα ανίχνευσης ταλέντων με επέλεξαν οπότε άρχισα να κάνω προπονήσεις τρεις φορές την εβδομάδα».

Στη συνέχεια εντάχθηκε στην ομάδα στίβου του Μεσσηνιακού με τον οποίο συμμετείχε σε πανελλήνια πρωταθλήματα κάνοντας τέτραθλο.

«Ήμουν καλή στα εμπόδια, αλλά έριχνα καλά και σφαίρα και μου άρεσε ο συνδυασμός των αθλημάτων. Στα 200 μ. δεν ήμουν τόσο γρήγορη, ενώ στη συνέχεια δοκίμασα, για ένα διάστημα ,και στα 400 μ. με εμπόδια». Παράλληλα όμως η Γιούλικα είχε πολύ καλές επιδόσεις και στον στίβο του… σχολείου με κλίση στις θετικές επιστήμες καθώς τα μαθηματικά και η φυσική ήταν τα αγαπημένα της μαθήματα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν προμήνυε τη συνέχεια.

«Οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι, κι έτσι είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ συχνά θεατρικές παραστάσεις. Έτσι, το 1999, όταν ήμουν στη Β Λυκείου, συνειδητοποίησα, παρακολουθώντας τον ‘‘Γυάλινο κόσμο’’ του Δημήτρη Μαυρίκιου στο θέατρο Εμπρός, ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Ήταν κάτι εντελώς τυχαίο! Η απόφαση αυτή ήρθε σε ανύποπτο χρόνο καθώς μέχρι τότε δεν είχα δείξει κανένα σημάδι που θα με οδηγούσε σε μία τέτοια απόφαση. Γενικά ήμουν πολύ συνεσταλμένη και ντροπαλή και στο σχολείο δεν είχα ποτέ συμμετάσχει σε κάποια θεατρική παράσταση ή έστω σε ένα σκετσάκι».

Ήταν βέβαια δύσκολο να ανακοινώσει στους γονείς την απόφασή της αυτή, κι έτσι οργάνωσε τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε να βρεθεί στην Αθήνα.

«Πέρασα στο ΤΕΙ Ναυπηγικής όπου τα πρωινά έκανα μαθήματα oξυγονοσυγκόλλησης και τόρνου, και το μεσημέρι βίωνα στην σχολή υποκριτικής τη μαγεία του θεάτρου. Ήταν όντως από τις πιο αντιφατικές περιόδους της ζωής μου. Όταν το ανακοίνωσα στους γονείς μου δεν είπαν τίποτα, αν και σοκαρίστηκαν λίγο. Επέμειναν, όμως, να παρακολουθήσω τη σχολή με τη λογική του, ‘‘πάρε ένα χαρτί να το έχεις σίγουρο και να πας μετά στο Πολυτεχνείο και βλέπουμε’’ θεωρώντας ότι θα μπορούσε να είναι μια νεανική τρέλα. Τελικά, στο τρίτο έτος ξεκίνησα να εργάζομαι μετά από πρόταση του δάσκαλού μου Κώστα Κουτσομύτη, οπότε το πρωί είχα γυρίσματα (Τα παιδιά της Νιόβης) και μετά μαθήματα και έτσι αναγκάστηκα να σταματήσω από το ΤΕΙ. Ήθελα βέβαια να τελειώσω τη σχολή και μου έχει μείνει λίγο απωθημένο γιατί είχα προσπαθήσει πολύ για να μπω, αλλά η μία δουλειά έφερνε την άλλη και έτσι το κεφάλαιο ‘‘Ναυπηγική’’ τελείωσε οριστικά».



Ακολούθησαν πολλές επιτυχη επιτυχημένες δουλειές τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση αλλά και στον κινηματογράφο και κάπου εκεί, το τελευταίο διάστημα εμφανίστηκε ξανά το τρέξιμο στη ζωή της για να παίξει, όμως, ένα διαφορετικό ρόλο.

«Το τρέξιμο είναι το προσωπικό μου reset. Με βοηθά μετά από την κούραση του θεάτρου, που είναι περισσότερο πνευματική, να κάνω επανεκκίνηση, να «καθαρίσω» από σκέψεις και συναισθήματα, να γεμίσω ενέργεια και να είμαι έτοιμη για την επόμενη πρόβα ή παράσταση. Το τελευταίο διάστημα έχω την υποψία ότι τρέχω γιατί θέλω να γυρίσω στα παλιά χρόνια, θέλω να αποστασιοποιηθώ από την καθημερινότητα και να επιστρέφω στην παιδική ηλικία. ‘‘Η βουή του κόσμου’’, που λέει και ο ποιητής με ταράζει και θέλω να κάνω μια μικρή παύση να θυμηθώ πως ήμουν παλαιότερα που ήμουν ανέμελη και κάποιος με πρόσεχε. Το τρέξιμο με επαναφέρει στα παλιά, μου δίνει μία ασφάλεια. Το ίδιο κάνω και με τη μηχανή μου. Βγαίνω στον δρόμο και κάνω μια μεγάλη βόλτα χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Ελευθερώνεται το μυαλό μου και αποφορτίζομαι.

Ο αθλητισμός με έχει βοηθήσει πάρα πολύ στο κομμάτι της πειθαρχίας και ακόμα με βοηθά. Δεν μπορείς να γίνεις καλός ηθοποιός αν δεν είσαι πειθαρχημένος και δεν έχεις μάθει να βάζεις προτεραιότητες. Ο ηθοποιός είναι όπως ο αθλητής. Δεν μπορεί να επαναπαύεται σε μία καλή ερμηνεία και να περιμένει ότι η επόμενη θα έρθει έτσι εύκολα. Χρειάζεται διαρκής προσπάθεια! Οι προσδοκίες αυξάνονται και όπως ο αθλητής θέλει να βελτιώνει τις επιδόσεις του έτσι και ο ηθοποιός κάθε φορά σε κάθε παράσταση κρίνεται».

Είναι γεγονός ότι κάθε δρομέας επιλέγει πόσο πολύ θα πιέσει τον εαυτό του είτε πρόκειται για προπόνηση είτε για αγώνα. Ισχύει το ίδιο και στο θέατρο;

Και βέβαια ισχύει! Το πόσο πολύ θα μπεις μέσα σε έναν ρόλο δεν είναι δεδομένο και είναι ωραίο να μπορείς να επιλέξεις πόσο πολύ θα μπορέσεις να το κάνεις. Όπως και στο τρέξιμο δεν είναι όλες οι φορές ίδιες. Έχω πιάσει τον εαυτό μου κάποιες φορές να μην θέλει ενώ κάποιες άλλες να μην μπορώ αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται συνειδητά. Έχει να κάνει με το κοινό που προσωπικά με επηρεάζει πολύ αλλά και με την ημέρα.

Η σημερινή κατάσταση στον δρομικό χώρο διαφέρει πολύ σε σχέση με αυτά που έζησες ως αθλήτρια του στίβου. Ποιες διαφορές εντοπίζεις και πως σου φαίνεται η εξάπλωση αυτή του φαινόμενου που ονομάζεται «δρομικό κίνημα»;
Θυμάμαι πάντα ότι στον στίβο υπήρχαν κάποιοι «τρελοί» άνθρωποι που στήριζαν τις προσπάθειές μας χωρίς να έχουν κάποιες ιδιαίτερες απολαβές αλλά και με πολύ μικρή ανταπόκριση από την κοινωνία εκτός από τους μεγαλύτερους αγώνες όπως τα «Παπαφλέσσεια» όπου συμμετείχαν αρκετοί γνωστοί αθλητές που τραβούσαν τον κόσμο. Το τελευταίο διάστημα βλέπω αυτή την τεράστια αύξη ση των ανθρώπων που τρέχουν που έχει τα χαρακτηριστικά μόδας. Είναι πάντως μία καλή μόδα καθώς για όποιον λόγο και αν το κάνεις έχεις πράγματα να κερδίσεις. Για παράδειγμα, μία φίλη μου τρέχει γιατί της αρέσουν τα δρομικά ρούχα, άλλος γιατί θέλει να παίρνει μετάλλια, άλλος γιατί απλά τρέχει η παρέα και άλλος για να χάσει κιλά. Ο τελευταίος μάλιστα έχει εξελιχθεί σε δεινό τριαθλητή! Βέβαια, υποθέτω ότι σε ορισμένους δρομείς που πρωταγωνιστούσαν παλαιότερα σημειώνοντας καλές επιδόσεις και είχαν ιδρώσει τη φανέλα τρέχοντας αμέτρητα χιλιόμετρα χωρίς όμως να έχουν κάποια ιδιαίτερη αναγνώριση, μπορεί να προκαλεί κάποια πικρία που κάποιοι «επώνυμοι», π.χ. ένας ηθοποιός, ένας τραγουδιστής ή ένα μοντέλο, που τρέχουν από λίγο έως καθόλου, απολαμβάνουν μία έντονη προβολή συμμετέχοντας σε έναν αγώνα, ενώ εκείνοι περνούν απαρατήρητοι.

Το τρέξιμο έχει βοηθήσει πολύ κόσμο να αλλάξει προς το καλύτερο. Μπορεί το θέατρο να επηρεάσει, αντίστοιχα, τον θεατή; Είσαι αισιόδοξη για τη συνέχεια;

Ναι, είμαι αισιόδοξη! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι αδύνατον να μην ονειρεύομαι πράγματα φανταστικά που θα έρθουν στη ζωή μου. Όσο για το πώς μπορεί το θέατρο να επηρεάσει την κοινωνία μας, θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι βλέποντας μία παράσταση θα αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου, αν και σίγουρα έχει συμβεί, όπως για παράδειγμα, στη δική μου περίπτωση. Δεν ξέρω όμως αν αυτό είναι το ζητούμενο. Θεωρώ ότι η προσπάθειά μου μέσα από το θέατρο είναι να ανοίξω ένα παράθυρο στον θεατή, απ’ όπου θα μπορέσει να δει τον κόσμο με μία άλλη οπτική που δεν είχε σκεφτεί, να φωτίσει μία πλευρά του εαυτού του που ενδεχομένως βρίσκεται κρυμμένη μέσα του, και στη συνέχεια εξαρτάται από τον καθένα πώς θα αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία. Πόσο είναι διατεθειμένος να αλλάξει.

Ποιές είναι οι δρομικές σου συνήθειες και ποιοί οι επόμενοι στόχοι σου;
Μου αρέσει να ακούω μουσική όταν τρέχω αλλά συνήθως επιλέγω τραγούδια που δεν θα τα άκουγα σε άλλη περίπτωση, δηλ. πιο χορευτικά ή pop. Γενικά προτιμώ την έντεχνη μουσική, ίσως και γιατί η μητέρα μου είναι ραδιοφωνική παραγωγός. Μου αρέσει επίσης η Indy Rock και καλλιτέχνες όπως η PJ Harvey, οι Placebo, οι Radiohead.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι είναι κάτι που θέλω να σταματήσω καθώς κάποια στιγμή που μου χάλασαν τα ακουστικά ένιωσα μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Το ίδιο νιώθω και με το χρονόμετρο. Θέλω να το αφήσω να νιώθω τελείως ελεύθερη. Όσο για τους στόχους μου, σίγουρα θα ήθελα κάποια στιγμή να τρέξω έναν μαραθώνιο. Όμως δε θα ήθελα να τρέξω απλά για να τερματίσω. Είμαι ανταγωνιστική και θέλω να τρέχω καλά. Δεν σου κρύβω ότι με πειράζει λίγο όταν με περνούν την ώρα του αγώνα. Δεν επιδιώκω, βέβαια, κάποια ιδιαίτερη επίδοση, όμως, θα ήθελα να έχω προετοιμαστεί σωστά και να τρέξω όσο καλύτερα μπορώ.

Πού μπορούμε να σε δούμε αυτή τη χρονιά;

Σε λίγες ημέρες (στις 12 Νοεμβρίου) ξεκινούν οι παραστάσεις του νέου θεατρικού έργου στο οποίο συμμετέχω στο Θέατρο Χώρα σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια. Πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά της «Αστροφεγγιάς», του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ενός από τα αριστουργήματα της ελληνικής πεζογραφίας όπου υποδύομαι τον ρόλο της Έρσης. Μέσα στη χρονιά θα συμμετάσχω και σε μία ακόμα παράσταση, μια θεατρική κωμωδία, αυτή τη φορά, στο θέατρο Αποθήκη, με τις Μαρία Κωνσταντάκη και Δανάη Μπάρκα σε ένα έργο του βέλγου Τιερί Ζανσέν με τίτλο «Η έβδομη ήπειρος».
Πρόκειται για ένα έργο το οποίο είχα δει στην ΕΡΤ όταν ήμουν πολύ μικρή και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες μεταξύ της σημερινής γενιάς και αυτής που διαδραματίζεται το έργο. Μια παρέα νέων ανθρώπων ενηλικιώνονται και γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου και στη συνέχεια έρχεται η περιπέτεια της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας για να ανατρέψει τις ζωές κάποιων από αυτούς. Είναι γενιές δύο ταχυτήτων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Μέσα από το έργο είναι σαφής η διαφορά του ποιος μπορεί ή δεν μπορεί να τα καταφέρει αλλά παρόλα αυτά οι ασθενέστεροι το προσπαθούν αν και δεν έχουν πολλές πιθανότητες να τα καταφέρουν. Είναι η περίοδος που η αστική τάξη αρχίζει να καθορίζει τα πράγματα και πολιτικά. Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα της εποχής για μια γενιά που, όπως και η σημερινή που ενηλικιώθηκε το 2000 και σε αυτή ανήκω και εγώ, της παρουσιάστηκαν όλα ωραία και ξαφνικά αυτή η φούσκα έσκασε και βρεθήκαμε σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον. Το μήνυμα δεν είναι και πολύ αισιόδοξο γιατί βλέπουμε ότι η μοίρα χτυπά τον πιο αδύνατο μέχρι το τέλος. Ο συγκεκριμένος ήρωας στο έργο χάνει το κορίτσι που αγαπά, πηγαίνει στον πόλεμο και τελικά χάνει και τη ζωή του. Εγώ υποδύομαι μία φίλη του, την Έρση που τον μυεί σε ένα κόσμο πιο underground, πιο ποιητικό. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Είμαστε εμείς που τα χρόνια που πέρασαν μας σημάδεψαν ανεξίτηλα και είμαστε παιδιά της εποχής μας και είναι και οι άλλοι που ουσιαστικά όπως λέμε χαρακτηριστικά «πέρασε και δεν ακούμπησε», δεν συμμετείχαν ποτέ σε τίποτα. Είναι σαν τα βιβλία που δεν αναφέρεται πότε εκδόθηκαν».

Toυ Νίκου Πολιά
φωτό: Δημήτρης Μαρίνης

Δημοσιέυθηκε στο RUNNER 93

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Puma Glyfada Flagship Store: Grand Opening
Celebrities, influencers, και εκπρόσωποι των media στο experiential opening event της PUMA
15ος Ποσειδώνιος Ημιμαραθώνιος
Δείτε LIVE τα αποτελέσματα του αγώνα
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο