Βαγγέλης Βαγιανός: Ο mr. Long Run

Οι πολύτιμες αναμνήσεις και ο απολογισμός μίας πλούσιας αθλητικής δράσης και ακόμα πλουσιότερης προπονητικής εμπειρίας

Share
Ο Βαγγέλης Βαγιανός συμμετέχει σε λαµπαδηδροµία
Από τη λαµπαδηδροµία των Ολυµπιακών Αγώνων του 1972 στο Μόναχο.

Η Νατάσσα Γιαννούση σε μία συνέντευξη-αφιέρωμα στον Βαγγέλη Βαγιανό (τον mr. Long Run) για το Runner Magazine 43, τον Νοέμβριο του 2010.


Τον Βαγγέλη Βαγιανό τον γνώριζα µε την ιδιότητα του προπονητή από τις διηγήσεις του Νίκου Πολιά, του διευθυντή του Runner Magazine. Ήταν ο προπονητής του τα χρόνια του πρωταθλητισµού, και καθώς έχουν ακόµα µία πολύ στενή σχέση ο Νίκος πολύ συχνά αναφέρει το όνοµά του. Πάντα ήθελα λοιπόν να τον γνωρίσω προσωπικά και να ακούσω από πρώτο χέρι τις ιστορίες του. Όταν συναντηθήκαµε και οι τρεις µαζί, στο καφέ Αίγλη στο Ζάππειο για να κάνουµε αυτή τη συνέντευξη, ένιωθα ότι τον γνώριζα ήδη.

Εκείνος κατέφτασε με ζωηρή διάθεση, φορτωμένος άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Ξεφυλλίζουμε τα συναισθηματικά φορτισμένα λάφυρα μίας άλλης εποχής και παίρνουμε μία ιδέα από αγώνες της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70. Τότε που ο τελικός του πρωταθλήματος ανωμάλου δρόμου γινόταν στην Καλογρέζα, στο χώρο που είναι σήμερα οι εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου.

Ο Βαγγέλης Βαγιανός μας δείχνει μία φωτογραφία του ρεπόρτερ της ΕΡΤ Χρήστου Αθανασόπουλου, ο οποίος στα νιάτα του ήταν δρομέας και έτρεχε για τον Πανελλήνιο Γ.Σ. «Αυτός είναι ο Κωστής Γραμματικόπουλος, ο Σπήλιος Ζαχαρόπουλος και ο Παντελής Νικολαΐδης. Εδώ είμαστε σε αγώνες των Ενόπλων. Εκεί τρέχουμε στη λεωφόρο Μαραθώνος. Εδώ στο Λιόπεσι (Παιανία) σε αγώνες ανωμάλου. Αυτή τη φωτογραφία μου την είχε βάλει ο ΣΕΓΑΣ στην πρώτη σελίδα του περιοδικού του. Αυτός είναι ο Γιώργος Κανέλλος, ο σημερινός προπονητής των ταχυτήτων και εκείνος είναι ο Φάνης Τσιμιγκάτος».

Πριν τη συνάντησή μας δεν ήμουν προετοιμασμένη για την κοφτερή μνήμη του, που του επιτρέπει να θυμάται με απίστευτη ακρίβεια ονόματα, τοποθεσίες, ρεκόρ και γεγονότα που έχουν συμβεί σχεδόν μισό αιώνα πριν. Άλλα στοιχεία που με εντυπωσιάζουν, στην πορεία της κουβέντας μας: Η αυτοκριτική του για τα λάθη που έκανε ως αθλητής, και που, όπως τονίζει συνεχώς, προσπάθησε να μην επαναλάβει αργότερα ως προπονητής. Η ανιδιοτελής σχέση του με τον αθλητισμό και η αγάπη του για όλα τα παιδιά που υπήρξαν αθλητές του, που μας κάνει συνέχεια να παρεκκλίνουμε από το θέμα μας, όπου είναι να γνωρίσουμε καλύτερα τον ίδιο τον Βαγγέλη Βαγιανό, ως άνθρωπο, αθλητή και φυσικά ως δάσκαλο.

Ο αθλητής Βαγιανός

Σιγά-σιγά, μέσα από τις φωτογραφίες, μεταφερόμαστε σε μία άλλη εποχή, τότε που ο αθλητής Βαγιανός έτρεχε ασταμάτητα, ή μάλλον, όπως παραδέχεται ο ίδιος, «βάραγε» υπερβολικά στην προπόνηση!

«Εγώ λοιπόν, σαν αθλητής, δεν χαλάρωνα ποτέ. Συνέχεια προπόνηση. Μιλάμε για πράγματα ανατριχιαστικά. Για παράδειγμα, θυμάμαι, μία Κυριακή τρέχω και κερδίζω στον Ανώμαλο Ενόπλων Δυνάμεων, τη Δευτέρα τρέχω 20άρι και την Τρίτη 20 x 400άρια από 68’’ μέχρι 71’’, την Τετάρτη 8 Χ 1000μ. στο 3.02 με λινά παπούτσια (έτσι ονόμαζαν τότε τα παπούτσια προπόνησης για να τα ξεχωρίσουν από τα spikes), την Παρασκευή 20 x 200άρια, το Σάββατο χαλάρωμα και την Κυριακή πάλι αγώνα. Μία άλλη περίοδο το 1973 έτρεχα καθημερινά σε μία προπόνηση 40 χλμ. για διάστημα 3 μηνών! Ακούγεται υπερβολικό. Και είναι! Το κύριο λάθος που έκανα σαν αθλητής είναι ότι δεν χαλάρωνα. Γι’ αυτό και όταν έγινα προπονητής είπα ότι τα λάθη που έκανα όταν ήμουν αθλητής θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω στους αθλητές μου».

Καταλαβαίνω ότι είναι έτοιμος να αρχίσει να μιλάει για τα «παιδιά» του, παρά για τον ίδιο, αλλά εγώ θέλω να μάθω πρώτα για τις δικές του αθλητικές επιδόσεις. Τον παρακινώ να μου πει πότε ανακάλυψε ότι είχε έφεση προς τον αθλητισμό. Καθώς διαθέτει μία απίστευτα κοφτερή μνήμη, δεν είναι δύσκολο να επιστρέψει στις δικές του ιστορίες. Αρχίζουν σαν ποτάμι να ξεχειλίζουν από το στόμα του ονόματα, επεισόδια, αγώνες, ρεκόρ.

«Άρχισα να κάνω αθλητισμό στις 24 Ιουνίου 1963, σε ηλικία 17 ετών, στο γήπεδο του Πειραϊκού Συνδέσμου με περίμετρο 122,5 μ., στην οδό Χαρ. Τρικούπη, στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά απέναντι από τη Γαλλική Σχολή. Εργαζόμουν τότε σε ένα μηχανουργείο στο Νέο Φάληρο όπου δούλευε κάποιος αθλητής με το όνομα Κώστας Κατσαράς. Του είπα ότι μου αρέσει και εμένα ο αθλητισμός και με προσκάλεσε έτσι στον Πειραϊκό. Μόλις έκανα δύο στροφές έρχεται κατευθείαν ο Βασίλης Βυτινάρος ο προπονητής, και με άρπαξε. Σημαντική ήταν και η βοήθεια του Χρήστου Βαρτζάκη και του Νίκου Βελισσαράτου οι οποίοι ανήκαν επίσης στον Πειραϊκό Σύνδεσμο και μου μετέφερε την εμπειρία τους. Τα τρία πρώτα χρόνια δούλευα και έκανα προπόνηση μέχρι και το 1966 όπου ορκίστηκα στη Χωροφυλακή. Στη συνέχεια κατάφερα να αφοσιωθώ στην προπόνηση καθώς ήμουν μέλος της Εθνικής Ενόπλων. Παρέμεινα 10 χρόνια στη Χωροφυλακή και μετά μεταπήδησα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο».

Ο Βαγγέλης Βαγιανός σε αγώνα
Οι αγώνες ανωµάλου δρόµου της εποχής είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξ’ αιτίας της συµµετοχής µεγάλων δροµέων. Εδώ διακρίνονται (από αριστερά) Βούρος, Βαγιανός, Ματάκης, Μεσιµέρτζης, Παύλου, Αυλακιώτης, Μουζόπουλος.

Η δύναµη της θέλησης

Η έκφρασή του αλλάζει, γίνεται πιο σκεπτικός. «Δυστυχώς όμως μέσα στα χρόνια χρειάστηκε να ξεκινήσω και να σταματήσω αρκετές φορές την προπόνηση λόγω τραυματισμών. Τη σεζόν 1968-9 έκανα πολύ καλή προπόνηση συμπληρώνοντας καθημερινά 30 χλμ., αλλά μετά από λίγο τραυματίστηκα και πάλι. Γιατί τότε δυστυχώς, δεν γνωρίζαμε και πολλά πράγματα! Εγώ έκανα προπόνηση σε σκληρό έδαφος με παπούτσια που δεν προστάτευαν τα πόδια όπως τα σημερινά και έπαθα περιοστίτιδα. Μέχρι να «ανακαλύψουν» τι ήταν, άκουσα ότι είχα μέχρι και φυματίωση των οστών! Την επόμενη χρονιά ξανάρχισα να γυμνάζομαι, αλλά είχα κάποιες ενοχλήσεις στην κοιλιακή χώρα και χρειάστηκε να σταματήσω και πάλι καθώς οι γιατροί μου συνέστισαν να κάνω εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Το 1971 ξεκίνησα και πάλι αλλά οι ενοχλήσεις συνεχίστηκαν και τελικά μετά από αμέτρητες εξετάσεις ο αθλητίατρος Δημήτρης Βασιλάς διέγνωσε το πραγματικό πρόβλημα με αποτέλεσμα να χρειαστεί να κάνω μια σοβαρή εγχείρηση στο νεφρό. Είχα πάθει υδρονέφρωση και ο γιατρός μου είπε ότι ευτυχώς που έκανα αθλητισμό γιατί αλλιώς θα το είχα καταλάβει 15 χρόνια αργότερα, όταν θα είχαν καταστραφεί και οι δύο μου νεφροί. Εκεί ήταν που οι περισσότεροι πίστευαν ότι δεν θα ξαναέτρεχα ποτέ. Όμως εγώ το ήθελα πολύ και έτσι ξεκίνησα να τρέχω από ένα χιλιόμετρο την ημέρα ανεβάζοντας στη συνέχεια σταδιακά τα χιλιόμετρα. Τελικά τον Φεβρουάριο του 1973, εκεί που σκεφτόμουν να σταματήσω γιατί οι ενοχλήσεις συνεχίζονταν, έτρεξα τον μαραθώνιο της άνοιξης – στις 6 Απριλίου, θυμάμαι – που συνέπιπτε με την Ολυμπιακή ημέρα και ήρθα δεύτερος, με πρώτο τον Γιάννη Βιρβίλη, ο οποίος τότε έκανε πανελλήνιο ρεκόρ στην κλασική διαδρομή με 2:22.53. Εγώ τερμάτισα σε 2:25.41 και αναθάρρησα ύστερα από την περιπέτεια της υγείας μου».

Το Πανελλήνιο ρεκόρ

Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο του 1973 θα γίνονταν οι Βαλκανικοί Αγώνες. «Για να συγκροτηθεί η εθνική ομάδα ο ΣΕΓΑΣ μας έστειλε στις 3 Ιουνίου (δύο μήνες μόλις μετά από τον αγώνα στην «κλασική») σε ένα μίτιγκ στο Μάντσεστερ, σαν αγώνα πρόκρισης για το αγώνισμα του μαραθωνίου. Εκεί θα ήμουν ευχαριστημένος αν έπιανα το ρεκόρ μου γιατί ένιωθα αρκετά κουρασμένος. Είχαμε πάει συνολικά έξι αθλητές, ο Βιρβίλης, ο Μήτσικας, ο Αργυρόπουλος, ο Μήλας, ο Τσιμιγκάτος και εγώ. Οι δύο πρώτοι θα έτρεχαν στους Βαλκανικούς. Μην ξεχνάς ότι είχαμε ήδη τρέξει έναν μαραθώνιο τον Απρίλιο, δηλαδή ήθελαν να κάνουμε σε τέσσερις μήνες τρεις μαραθωνίους! Στο Μάντσεστερ εγώ ήρθα πρώτος με χρόνο 2:22.36 που ήταν Πανελλήνιο ρεκόρ! Μεγάλη χαρά και ικανοποίηση! Και να φανταστείτε ότι έπαιρνα παυσίπονα από την προηγούμενη ημέρα για τις ενοχλήσεις που είχα στο νεφρό (μάλιστα τα είχα στο τσεπάκι μου καθώς χρειάστηκε να πάρω και ενώ έτρεχα) ενώ σε όλη τη διάρκεια του αγώνα δεν ήπια γουλιά νερό από φόβο μήπως επιδεινωθούν οι ενοχλήσεις».

«Επειδή δεν γυμναζόμουν με τον εθνικό προπονητή, που τότε ήταν ο Ιγκλόι, ο ΣΕΓΑΣ θεώρησε ότι έπρεπε να ξαναγίνει αγώνας πρόκρισης. Δυστυχώς λίγες ημέρες πριν τραυματίστηκα στο δικέφαλο. Θα τρέχαμε 25 χλμ. πάνω στην κλασική διαδρομή αλλά λόγω του τραυματισμού μου δήλωσα ότι δεν θα μπορούσα να τρέξω. Άσε που εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα ξενυχτήσει κιόλας σε ένα πάρτι! Έρχεται τότε ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ, ο Αντώνης Κουνάδης και μου λέει: ‘Αν δεν συμμετάσχεις, δεν θα τρέξεις στους Βαλκανικούς’. ‘Μα,’ του λέω, ‘είμαι τραυματισμένος’».

«Το είχα δοκιμάσει το πόδι μου τρέχοντας αργά, γιατί τότε γυμναζόμουν μόνος μου και αντίθετα από τους περισσότερους έδινα βάση στα χιλιόμετρα, αλλά στην ένταση δεν ήξερα πώς θα συμπεριφερθεί. Τελικά με έπεισαν να αγωνιστώ, έτρεξα και κέρδισα προς μεγάλη μου έκπληξη! Βέβαια, έτρεξα πάλι με παυσίπονα, αλλά τα κατάφερα. Χάρηκα, που κέρδισα, νικώντας και τον Βιρβίλη για άλλη μια φορά, που ήταν σε φόρμα εκείνη τη χρονιά. Εκεί όμως έκανα το λάθος. Φάνηκε πόσο χρειαζόμουν κι εγώ έναν έμπειρο προπονητή. Αντί να ξεκουραστώ, συνέχισα τη σκληρή προπόνηση με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ήδη ταλαιπωρημένου μου ποδιού. Είχα πάθει θλάση και αναγκάστηκα να σταματήσω πάλι και χάνοντας έτσι τους Βαλκανικούς». Καθώς αφηγείται όλες τις λεπτομέρειες, είναι φανερό μέσα από τις ζωηρές περιγραφές του πόσο έντονα ζει το παρελθόν. Μία νότα πικρίας είναι επίσης φανερή στα λόγια του. Για τα όσα ήθελε και δεν κατάφερε να πετύχει σαν αθλητής. Σαν να έχει μία έντονη αίσθηση του ανεκπλήρωτου.

«Τελικά ξεκίνησα να γυμνάζομαι το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς (1973) και από εκεί και πέρα έκανα και πάλι καλή προπόνηση ανεβάζοντας τον αριθμό των χιλιομέτρων που έτρεχα καθημερινά από 30 σε 40. Μία φορά την εβδομάδα με αφετηρία το Καραϊσκάκη πήγαινα μέχρι τη λίμνη της Βουλιαγμένης και ερχόμουν πίσω, δηλαδή 40 χλμ. σε χαλαρό ρυθμό 2:50. Αλλά δυστυχώς λίγο πριν τον επόμενο μαραθώνιο την Ολυμπιακή ημέρα του 1974, τραυματίστηκα και πάλι στο δικέφαλο. Το πάλεψα μέχρι την τελευταία στιγμή κάνοντας ακόμα και ένεση κορτιζόνης αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Ξεκίνησα τον αγώνα περνώντας τα 20 χλμ. σε χρόνο 1:07 αλλά στο 35ο χλμ. αναγκάστηκα να εγκαταλείψω για πρώτη φορά στην καριέρα μου.  Αυτός ήταν ένας από τους τελευταίους μου αγώνες. Μετά από αυτό έλπιζα  ότι  θα επανερχόμουν κάποια στιγμή καθώς ξεπέρασα τον τραυματισμό στο πόδι, αλλά οι ενοχλήσεις στο νεφρό συνεχίστηκαν με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να σταματήσω τον αθλητισμό».

Ο Βαγγέλης Βαγιανός με τον Χρήστο Βαρτζάκη και τον Νίκο Πολιά
Τρεις γενιές µαραθωνοδρόµων (από αριστερά) Χρήστος Βαρτζάκης, Βαγγέλης Βαγιανός και Νίκος Πολιάς λίγο µετά την κατάρριψη από τον τελευταίο του Πανελληνίου ρεκόρ της Κλασικής διαδροµής το 1998, το οποίο κατείχε ο Φάνης Τσιµιγκάτος από το 1982.

Μαθήµατα ζωής

Κάνοντας τον απολογισμό τόσων χρόνων προσπάθειας στο αγώνισμα του μαραθωνίου, ομολογεί με ειλικρίνεια: «Αν ξεκουραζόμουν θα έτρεχα. Αλλά δεν χαλάρωνα. Πίστευα ότι μόνο η προπόνηση αρκεί. Εκεί ήταν το λάθος μου. Ο συναθλητής μου Διονύσης Μπαμπαρούτσης, μου έλεγε ότι εκείνη τη χρονιά που δεν πήγα στους Βαλκανικούς θα κέρδιζα με μεγάλη ευκολία. Και συχνά στεναχωριέμαι και για τους αθλητές μου, ότι και αυτοί θα μπορούσαν να είχαν πάει ακόμα καλύτερα. Και για το Δημοσθένη (τον Τρίγγα) και για το Νίκο (τον Πολιά). Όχι ότι δεν πήγαν τα παιδιά καλά, αλλά θα μπορούσαν να είχαν πάει ακόμα καλύτερα».

Δεν ήταν όμως τόσο στενάχωρα τα χρόνια του αθλητισμού για τον Βαγγέλη Βαγιανό. Υπήρχαν πολλές καλές στιγμές. Πέρναγαν ωραία μέσα στους στίβους εκείνης της εποχής. «Στην προπόνηση γίνονταν σπουδαίες πλάκες γιατί μαζευόμασταν μεγάλα γκρουπ αθλητών και τρέχαμε μαζί. Συζητάγαμε ενώ τρέχαμε, χωρίς πίεση. Το καλό εκείνης της εποχής είναι ότι κάναμε παρέα οι αθλητές όλων των αγωνισμάτων. Ρίπτες, σπρίντερ, «αντοχητζήδες»! Θυμάμαι είχαμε πάει σε κάτι αγώνες στην Κρήτη με την Εθνική ενόπλων, στα Αρκάδεια συγκεκριμένα, και δεν μπορούσαμε να φύγουμε από το λιμάνι λόγω καιρικών συνθηκών. Ο καπετάνιος λοιπόν είχε φωνάξει τον πρωταθλητή των ρίψεων Γιώργο Λεμονή, που είχε πολύ χιούμορ, και έλεγε ανέκδοτα από το μεγάφωνο του καραβιού!»

Χρήματα έβγαλε από τον αθλητισμό; «Όχι. Γιατί όταν άρχισαν να δίνουν κάποια χρήματα εγώ τραυματίστηκα, εκεί γύρω στο 1973-74. Από τους Βαλκανικούς αγώνες του 1970 και μετά, τότε άρχισαν να δίνουν χρηματικά έπαθλα. Έπαιρνες 2.500 δρχ. αν έκανες Πανελλήνιο ρεκόρ, ενώ η πρώτη Βαλκανική νίκη έδινε 6.000 δρχ., η δεύτερη θέση 4.500 δρχ. και η τρίτη 3.000 δρχ. Το επίπεδο των Βαλκανικών Αγώνων ήταν τότε πολύ υψηλό, οι νικητές έμπαιναν στην τριάδα των Πανευρωπαϊκών. Και για να έχεις ένα μέτρο σύγκρισης, ένας μέσος μισθός δημοσίου υπαλλήλου ήταν τότε 3.000 δρχ. Δεν ήταν δηλαδή και σημαντικά τα χρηματικά έπαθλα που παίρναμε. Ένα-δύο μηνιάτικα».

Προπονητικά βήµατα

Με την προπονητική ο Βαγγέλης Βαγιανός ασχολήθηκε για πρώτη φορά το 1971 μέχρι το 1973, την εποχή που είχε σταματήσει τον αθλητισμό λόγω της επέμβασης στο νεφρό, αν και οι πρώτες δοκιμές είχαν αρχίσει δύο χρόνια πιο πριν.

«Το 1969 ο Μανόλης Βασιλαράς είπε ότι θα αρχίσει να έρχεται μαζί μου στην προπόνηση, επειδή ήξερε ότι γενικά ήμουν των πολλών χιλιομέτρων. Και το επόμενο καλοκαίρι κατάφερε να κερδίσει το Πανελλήνιο πρωτάθλημα στιπλ. Έφεραν δηλαδή αποτέλεσμα τα χιλιόμετρα στην περίπτωσή του. Για πρώτη φορά πιο συστηματικά με την προπονητική ασχολήθηκα στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Όταν όμως άρχισα και πάλι να κάνω προπόνηση το 1973, εστίασα και πάλι στους δικούς μου στόχους. Τελικά το φθινόπωρο του 1976, αφού είχα πλέον σταματήσει τον πρωταθλητισμό, με πήραν ξανά τηλέφωνο από τον Πειραϊκό και μου πρότειναν να ασχοληθώ με την προπόνηση στο σύλλογο. Η σχολή προπονητών του ΣΕΓΑΣ είχε γίνει το 1971, το 1972 και το 1973 σε τρεις φάσεις, σαν σεμινάρια. Οπότε ήμουν έτοιμος».

Ο άνθρωπος που έφερε το  Long run στην Ελλάδα

«Την εποχή εκείνη η προπονητική ήταν βασισμένη στις διαλειμματικές προπονήσεις. Εγώ όμως έβλεπα ότι το μεγάλο συνεχόμενο τρέξιμο είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, ειδικά στον μαραθώνιο. Το ίδιο έκαναν και αρκετοί από τους μεγάλους αθλητές της εποχής στο εξωτερικό». Όπως μου εξηγεί και για την προπόνηση του Νίκου Πολιά ακολούθησε την ίδια προπονητική θεωρία που ανέπτυξε εκείνα τα χρόνια. «Αν ένιωθε κουρασμένος, απλά δεν πιέζαμε τα πράγματα. Ο όγκος της προπόνησης ήταν μεγάλος (220-250 χλμ./ εβδομάδα) αλλά η ένταση ήταν ελεγχόμενη. Θεωρώ ότι η μεγάλη μου επιτυχία με τον Νίκο ήταν το 1997 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου της Αθήνας, όπου θα έτρεχε μαραθώνιο. Κάναμε ένα τεστ την Παρασκευή (10 ημέρες πριν τον αγώνα) στο εύκολο κομμάτι της διαδρομής, απόγευμα Αυγούστου με ευνοϊκό αέρα και ο Νίκος με το ζόρι πήγε τα πρώτα 12 χλμ. με ρυθμό 3:25/χλμ. Την μεθεπόμενη Κυριακή ήταν ο αγώνας. Του λέω, λοιπόν, ‘Νίκο, θα χαλαρώσεις, δεν θα κάνεις τίποτα, παίρνω εγώ την ευθύνη’. Και ο Νίκος με άκουσε, ξεκουράστηκε και έκανε καταπληκτική εμφάνιση. Τερμάτισε 19ος σε 2:21.09! Έτρεξε τον αγώνα που ήταν μάλιστα στις 10 Αυγούστου το πρωί κάτω από τον καυτό ήλιο με πολύ υψηλή θερμοκρασία και υγρασία με ρυθμό 3:20/χλμ.! Αλλά μία εβδομάδα δεν έκανε τίποτα. Μόνο ζεστάματα, 30λεπτα και 40λεπτα. Κοιμόταν, έπινε πολύ νερό και έτρωγε».

Τι αποκόμισε από την πολύχρονη εμπειρία του σαν προπονητής, αλλά και σαν αθλητής; «Κάθε αθλητής ωθείται στην προπόνηση από τη χαρά της βελτίωσης. Εμένα δεν ήταν ότι μου άρεσε να κάνω πολύωρες ή διαλειμματικές προπονήσεις, που είναι και δύσκολες, απλά για να τις κάνω. Έτρεχα για να βελτιώνομαι αλλά δυστυχώς δεν πέτυχα τις επιδόσεις που μπορούσα και αυτό με στεναχωρεί. Μόνο το Πανελλήνιο ρεκόρ που πέτυχα στο Μάντσεστερ είναι, νομίζω, ένα πολύ μικρό δείγμα του τι θα μπορούσα να κάνω σαν αθλητής. Στη συνέχεια την αθλητική επιτυχία και επιβράβευση την έζησα μέσω των αθλητών μου, οι οποίοι με γέμισαν πολλές χαρές, αλλά συχνά και μεγάλο άγχος, κάποτε και στεναχώρια».

Όλα όσα, δηλαδή κρύβει μέσα του ο μαγικός κόσμος του αθλητισμού, τριγυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς ο Βαγγέλης Βαγιανός και οι ζωηρές αναμνήσεις του απομακρύνονται και τελικά χάνονται μέσα στις φυλλωσιές του Ζαππείου εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό πρωινό.

Δημοσίευση στο Runner 43, της Νατάσας Γιαννούση

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Salomon Mountain Cup 2025: Δυναμική επανεκκίνηση!
Oι αγαπημένοι αγώνες επιστρέφουν!
Karpenos Trail: Δωρεά
Δείτε την ανακοίνωση της διοργάνωσης
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο