Σάββατο πρωί, μού έστειλε ένα μήνυμα για καλημέρα και για να πει ότι ερχόταν στα μέρη μου για έναν αγώνα την επομένη. Δε θα βρισκόμασταν, δυστυχώς, κι έτσι η διαδικτυακή κουβέντα κράτησε λίγο περισσότερο, ανταλλάσσοντας σκέψεις και «φωτογραφίζοντας» τα πρωινά μας. Εκείνος έπαιζε με τους γιους του, λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, κι εγώ απολάμβανα την ησυχία του σπιτιού σε ένα πρωινό ακατάλληλο για δρομική έξοδο λόγω κατακλυσμού.
Ανάμεσα στις συζητήσεις για τον απαιτητικό αγώνα που είχε μπροστά του, την προπόνηση που είχε προηγηθεί και τον στόχο που είχε βάλει, μού περιέγραψε τη σκηνή στη δική του πλευρά, με τα αγόρια καθισμένα στο πάτωμα να παίζουν με βόλους, ενώ εκείνος πηγαινοερχόταν ρουφώντας τις τελευταίες γουλιές του καφέ του και τακτοποιώντας τα του ταξιδιού.
«Έχεις προσέξει με πόση προσήλωση παίζουν τα παιδιά και πόσο σημαντικό γίνεται γι΄ αυτά ένα παιχνίδι για μια στιγμή;», με ρώτησε. Ναι, το είχα προσέξει από τον Οδυσσέα που διαρκώς αναζητά το ένα, συγκεκριμένο, μικροσκοπικό κομμάτι Lego, σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, σαν η έλλειψή του να ήταν δυσβάσταχτη. Το ήξερα από τις φορές που γυρνούσε ανάποδα τα τεράστια κουτιά με τα παιχνίδια του, ψάχνοντας κάτι που το θυμόταν από πιο παλιά κι ήταν το μόνο που θα συμπλήρωνε ιδανικά την κατασκευή του. Ήξερα την ικανοποίηση στο βλέμμα, όταν επιτέλους το εντόπιζε, αλλά και τη στενοχώρια, όταν η αναζήτηση δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ναι, ένα ελάχιστο κομμάτι παιχνιδιού γινόταν ο κόσμος του.
Συζητούσαμε για τη σημασία του παιχνιδιού, με την απόσταση των γονιών που παρατηρούν τον παιδικό κόσμο από τον ενήλικο δικό τους, αλλά και με ένα κάποιο «δάγκωμα» για εκείνο που για εμάς είχε πια τελειώσει. «Τι ωραία που θα ήταν να’ ταν τέτοιες και οι δικές μας έγνοιες», έγραψε κάποια στιγμή ο Παναγιώτης κι εγώ συμφώνησα αναφανδόν. «Τι ωραία που θα ήταν να παίζαμε», συμπλήρωσα, με τον βαθύ αναστεναγμό που συνοδεύει τις συζητήσεις για όσα θεωρούμε οριστικά χαμένα.
Συνεχίσαμε λίγο ακόμα την κουβέντα, αποχαιρετιστήκαμε με ευχές κι έπιασα να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι, αξιοποιώντας το βροχερό πρωινό. Καταπιάστηκα με τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, βάζοντας άλλα στο καλάθι για σιδέρωμα κι άλλα απευθείας στη θέση τους. Κι εκεί, κρατώντας μια αγκαλιά ρούχα που αναζητούσαν τη θέση τους –τα ποδοσφαιρικά του μικρού και τα δρομικά δικά μου– η σκέψη καθάρισε. Είχα κι εγώ παιχνίδια, ας ήταν διαφορετικά. Επομένως, έπαιζα ακόμα κι εγώ.
Ναι, τα ρούχα που τακτοποιούσα στη θέση των αθλητικών –χρωματιστά κολάν και μπλουζάκια και καλτσάκια αθλητικά– δεν ήταν παρά τα δικά μου παιχνίδια. Ο εξοπλισμός για να γυρίσω σε κάτι που μου δίνει χαρά και με βγάζει από τις συνήθεις συντεταγμένες των ημερών. Το έναυσμα για χρόνο δικό μου, αποκλειστικά. Η αφετηρία για να βγάλω από πάνω μου, έστω για λίγο τους πολλαπλούς απαιτητικούς ρόλους της ζωής και η ευκαιρία να καταδυθώ στον κόσμο της ιδιωτικής χαράς, αυτής που στριμώχνεται και συνθλίβεται ανάμεσα στα άλλα, τα υποχρεωτικά.
Αναγνωρίζω πως η αίσθηση δεν είναι πάντα τέτοια. Μεγαλώνοντας, είναι πολλές οι φορές που νιώθουμε πως το παιχνίδι τελείωσε πια για εμάς. Πως δεν αρμόζει σε ενήλικες, συνυφασμένο καθώς είναι με την ανεμελιά της παιδικότητας. Και πως δε χωράει στις επιταγές μιας γεμάτης ζωής, χωρίς ωράρια και οριοθέτηση. Μα το παιχνίδι, όπως το αντιλαμβάνεται καθένας και κάθε μια μας, και χωράει και χρειάζεται.
Ναι, δεν έχουμε την ανεμελιά μιας άλλης νεότητας – αυτή δεν ανακτάται. Ούτε έχουμε τον απεριόριστο χρόνο της παιδικής ηλικίας – εκείνες τις ώρες στο χαλί που παίζαμε σαν αυτή να ήταν η μόνη έγνοια (που ήταν, συχνότατα). Όμως, έχουμε δικαίωμα σε κάτι ευχάριστα δικό μας – κάτι που μας γεμίζει, μας αποφορτίζει και μας επιστρέφει στον κόσμο μας πιο ανάλαφρους και δημιουργικούς. Κι έχουμε υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας να το διεκδικήσουμε.
Μια από τις διαφορές ανάμεσα στο παιχνίδι των παιδιών και το παιχνίδι των μεγάλων είναι η νομιμοποίηση. Για τα παιδιά, όλοι συμφωνούμε πως είναι προτεραιότητα, δράση παιδευτική και αδιαπραγμάτευτη. Για τους μεγάλους, πάλι, μοιάζει πολυτέλεια που εύκολα συνθλίβεται από προγράμματα, εύκολα κατηγοριοποιείται ως «χαμένος χρόνος», εύκολα εκχωρείται στους οικείους, στις παρέες, στις δουλειές και στα πρέπει.
Όμως, το παιχνίδι και το κάλεσμά του είναι πάντα εκεί. Δε θα μας χαριστεί, όπως στα παιδιά. Θα το διεκδικήσουμε, όπως εκείνο το «έξτρα» τέταρτο που ζητούν τα παιδιά για το τελευταίο παιχνίδι πριν τον ύπνο. Τον τρόπο, όσοι κι όσες συναντιόμαστε σε αυτές εδώ τις σελίδες τον ξέρουμε. Τα υλικά τα έχουμε. Αυτό που χρειάζεται είναι η απόφαση πως μας αξίζει.
Δημοσίευση στο Runner 103, της Αγγελικής Κοσμοπούλου