Από τη στήλη «Ιστορίες του Δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου με τίτλο: Εσείς αγαπάτε το τρέξιμο ή είστε τίποτα «φυσιολογικοί»;
Πολλοί λένε ότι αγαπάνε το τρέξιμο. Ότι τους αρέσει αυτή η κούραση στα πόδια τους, η κομμένη ανάσα και το κάψιμο σε όλο το σώμα. Ότι θέλουν να βγαίνουν να τρέχουν έξω στο λιοπύρι το κατακαλόκαιρο και να γίνονται μούσκεμα στον ιδρώτα ή ότι θέλουν να αφήνουν το ζεστό το σπιτάκι τους μέσα στο κρύο και τη βροχή του χειμώνα και να πηγαίνουν να τρέξουν παγώνοντας από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πόσοι, όμως, πραγματικά το αγαπάνε; Και ποιο είναι το απόλυτο κριτήριο που αποδεικνύει ότι κι εσείς αγαπάτε το τρέξιμο;
Στα τόσα χρόνια που τρέχω, πολλές φορές έχω καταλάβει ότι εγώ δεν ανήκω στην κατηγορία των «φυσιολογικών» ανθρώπων. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν έπρεπε να αποφασίσω αν θα ξαναέφευγα από την Ελλάδα για να δουλέψω στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου πόσο ξενύχτι είχα ρίξει μέχρι να αποφασίσω. Από τη μία, μία δουλειά που την ήξερα και τη λάτρευα σε μια χώρα που είχα ήδη ζήσει και δουλέψει χρόνια, από την άλλη κάτι άλλο που δεν είχα καταλάβει τι ήταν και με κράταγε στην Ελλάδα. Δεν με κράταγε τότε κάποια σχέση ή η οικογένειά μου ή έστω κάποιο κατοικίδιο. Δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό το μούδιασμα που είχα όσο πλησίαζε η στιγμή που έπρεπε να πω το αναμενόμενο «Ναι» στην Ολυμπιακή Επιτροπή και να φύγω.
Μέχρι που παραδέχτηκα στον εαυτό μου ότι αυτό που πραγματικά ήθελα σε αυτήν τη ζωή ήταν να τρέξω στον Μαραθώνιο του Ολύμπου το καλοκαίρι. Και τότε, όλα γίνανε ξεκάθαρα και απλά έμεινα στην Ελλάδα που μπορούσα εύκολα να βγω μετά από τη δουλειά και να πάω για προπόνηση στον Υμηττό ή στην Πάρνηθα. Χρόνια μετά βρέθηκα να είμαι σε ένα άλλο δίλημμα. Με οικογένεια και υποχρεώσεις, πλέον, βρέθηκα να έχω επιλέξει μία λάθος θέση εργασίας. Όλα ήταν λάθος. Λάθος αντικείμενο, λάθος συνάδελφοι, λάθος κλίμα, λάθος ωράριο. Πώς, όμως, αφήνεις, μέσα σε ελάχιστο διάστημα από τη στιγμή που ξεκίνησες, μια καλοπληρωμένη και υψηλόβαθμη δουλειά τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τρέχουν; Δύσκολα είναι η απάντηση και γι’ αυτό δεν το έπαιρνα απόφαση. Έως ότου μια καθημερινή που είχα άδεια, βρέθηκα να τρέχω το πρωί στον Υμηττό. «Αν φύγεις από αυτήν τη δουλειά τώρα, θα προλάβεις να προπονηθείς για τον Αυθεντικό Μαραθώνιο» σκέφτηκα.
Και πάλι όλα ξεκαθάρισαν μέσα μου. Αυτή η δουλειά ήταν τόσο τραγική, που δεν μπορούσα ούτε τις προπονήσεις μου να κάνω. Πόσο δε μάλλον να ανταποκριθώ στις άλλες σημαντικές μου υποχρεώσεις, όπως το να είμαι μια παρούσα μητέρα και σύζυγος. Οπότε και έφυγα.
Εντάξει όλα αυτά θα μου πείτε. Αλλά είναι ανάγκη να περάσουμε από μια εργασιακή κρίση για να αποδείξουμε ότι αγαπάμε το τρέξιμο; Άλλος πιο… ανθρώπινος τρόπος δεν υπάρχει; Πρέπει να υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε ψυχολογικά βασανιστήρια για να αποδείξουμε το αυτονόητο;
Προφανώς και όχι. Για όλους τους ερασιτέχνες δρομείς, νέους ή και πιο μεγάλους, με κάποιες υποχρεώσεις στη ζωή τους, ένα είναι το κριτήριο που διαχωρίζει εμάς τους δρομείς, από τους φυσιολογικούς ανθρώπους: το πόσα χιλιόμετρα γράφουμε στις διακοπές μας. Αυτές τις ελάχιστες ημέρες του χρόνου που καταφέρνουμε να ξεκλέψουμε για να δούμε καινούρια μέρη, με τη συνοδεία ανθρώπων που αγαπάμε.
Αυτές τις ημέρες που μπορούμε να ξενυχτήσουμε και να πιούμε και να φάμε κάτι παραπάνω γιατί δεν μας περιμένει την επόμενη ημέρα ένα γραφείο ή μία σχολή. Αυτές τις μαγικές ημέρες, τι επιλέγουμε να κάνουμε; Βάζουμε το ξυπνητήρι νωρίτερα απ’ όλους και βγαίνουμε στα κρυφά να τελειώσουμε την προπόνηση μας; Φεύγουμε νωρίτερα από την παραλία για να προλάβουμε να βγάλουμε εκείνο το long; Αργούμε να φάμε τα θαλασσινά μας και να πιούμε τις ποτάρες μας γιατί μας έπιασε η νύχτα σ’ έναν αγροτικό δρόμο; Πίνουμε μπύρα χωρίς αλκοόλ και αποφεύγουμε τις σάλτσες για να μην έχουμε βαρύ στομάχι την επόμενη ημέρα και μας χαλάσει το τρέξιμο;
Ε τότε, τα θερμά μου συγχαρητήρια. Ναι, αγαπάτε όντως το τρέξιμο, βαθιά και αμετάκλητα. Μια όμορφη, γεμάτη και μακρά ζωή γεμάτη με κράμπες και καταπονημένες ρώγες, αλλά και φίλους και εμπειρίες, απλώνεται μπροστά σας!
Δημοσίευση στο Runner Magazine 142, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου