Το βράδυ των γενεθλίων της, βγήκαμε να γιορτάσουμε μ’ ένα ποτήρι κρασί μετά τη δουλειά. Πίσω από κινήσεις και λέξεις, παρακολουθούσα διακριτικά τη νεαρή μου φίλη κι όλο μου θύμιζε τον εαυτό μου είκοσι χρόνια πριν, τότε που ετοιμαζόμουν να κάνω το ίδιο βήμα – να φύγω για σπουδές στην Αμερική. Πίσω απ’ το βαρύ παρουσιαστικό της, μια αίσθηση κοριτσίστικη και, μαζί, μια διάχυτη ανησυχία κρυμμένη καλά. Όταν σηκώσαμε τα ποτήρια και ρώτησα πώς ονειρεύεται τον εαυτό της ένα χρόνο μετά, απάντησε δίχως σκέψη: «ονειρεύομαι πολλά, μα πιο πολύ απ’ όλα, του χρόνου θέλω να είμαι η μισή…».
Κόλλησα στα λόγια της, γιατί μου θύμισαν εμένα – κι ας μην ήταν η σύνδεση προφανής. Στην αμεσότητά τους αναγνώριζα σκέψεις δικές μου – έναν αθέατο πόλεμο που έζησα για χρόνια. Πόλεμο σκοτεινό και αδυσώπητο με τρόπαιο μια θελκτική εικόνα ομορφιάς – και τίμημα δυσβάσταχτο. Δέκα χρόνια μετά, μου μοιάζει θαύμα που άφησα πίσω μου τη μάχη της εικόνας – ή, για να ακριβολογώ, που βγήκα απ’ το δαίδαλο των διατροφικών διαταραχών. Κι έτσι όπως είναι θαύμα, συνήθως αποφεύγω να ξαναγυρίζω σ’ αυτό. Μα εκείνο το βράδυ, δεν μπορούσα να μη μιλήσω…
Δε χωρά μια δεκαετία ανάμεσα σε δυο ποτήρια κρασί – ο πόνος της ξεχειλίζει αν ανοίξεις το καπάκι και δεις τι κρύβεται πιο βαθιά. Μα, όπως δεν θέλει πολλά για να πείσεις τον μυημένο, δεν χρειάστηκαν πολλά για να εξηγήσω πώς εγώ, που από μικρή δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα της γεύσης, «ανακάλυψα» το φαγητό στην πρώτη μεγάλη κρίση της ζωής μου και βρήκα εκεί έναν απρόσμενο φίλο κι εξομολόγο. Πώς πέρασα χρόνια ολόκληρα που έτρωγα με την καρδιά αντί με το σώμα, για να δαμάσω συναισθήματα, να καλύψω αμήχανες σιωπές και να προστατευτώ απ’ την κριτική. Πώς έτρωγα για να νιώσω την ησυχία που αποζητούσα, να βρω τη χαρά που μου έλειπε, να δαμάσω τον πόνο για τη ζωή που περνούσε και να απολαύσω μια δόση ανεμελιάς.
Δέκα χρόνια σχεδόν, φόρτωνα αρρωστημένα το σώμα μου αντί να ζω αληθινά, στρέφοντας μέσα μου ό,τι απευθυνόταν στους άλλους. Έζησα έναν αγώνα που ελάχιστοι γνώριζαν και λιγότεροι κατάλαβαν, μα που έγινε ο πιο αποκαλυπτικός καθρέφτης της ζωής μου – εικόνα της πάλης ανάμεσα σ’ εμένα και στον κόσμο, στην αλήθεια και την υποχρέωση, στην επιθυμία και στο φόβο, στη μοναδικότητα και στο συμβιβασμό.
Πέρασαν πολλά χρόνια, πολλές σκέψεις σε τσαλακωμένα χαρτιά και πολλά χιλιόμετρα για να μπορώ σήμερα να ψηλαφίζω την αλήθεια μου. Να βάζω τον εαυτό μου στο κέντρο, να ζητώ ή να αρνούμαι, να φεύγω μπροστά αντί να δραπετεύω, να γίνομαι ένα με τη ζωή. Την ελαφράδα δεν τη μετρώ πια σε ζυγαριές, μα σε ουσιαστικές στιγμές. Στιγμές με ανθρώπους αγαπημένους, κουβέντες που βγάζουν απ’ το σκοτάδι, μικρές χαραμάδες στη χαρά της ζωής. Αυτά αποζητώ και στις δρομικές διαδρομές μου – περισσότερη ελευθερία και λιγότερη ένταση, περισσότερο σήμερα και λιγότερο παρελθόν, περισσότερη ελαφράδα και λιγότερη πειθαρχία.
Για να δείτε θέματα διατροφής ειδικά για δρομείς πατήστε εδώ.
Θέλω τρεξίματα που μυρίζουν άνοιξη και νεραντζιές, δρόμους που περνούν ξυστά απ’ τη θάλασσα κι ανηφόρες με βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Θέλω να είμαι προσηλωμένη στη στιγμή, κι όχι κολλημένη στο ρολόι. Κι όταν, τα πρωινά, βγαίνω απ’ το σπίτι στην άσφαλτο για προπόνηση, η βιαστική ματιά στον καθρέφτη αντέχει, επιτέλους, αυτό που είμαι, χωρίς να αναζητά κάποιαν άλλη. Αυτήν την εικόνα, την αληθινή, μ’ εμένα ακέραια στο κέντρο της, κρατώ για οδηγό – χωρίς διερευνητικά βλέμματα κι άχρηστα photoshop με την άκρη του ματιού μου. Και, με συναίσθηση μιας πορείας επώδυνης μα και λυτρωτικής, ευγνωμονώ τα χιλιόμετρα της ζωής και των δρόμων που μ’ έφεραν ως εδώ.
Στην τελευταία μου γουλιά, όταν ο κύκλος έκλεισε στα λόγια, δεν είχα παρά να ρωτήσω: «Θέλεις ν’ αρχίσεις να τρέχεις μαζί μου;». «Δεν μπορώ να τρέξω, μα θα’ ρθω να περπατήσουμε, αν θες», μού απάντησε. «Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν», της είπα με χαρά. Ξέρω πως κάθε βήμα της, σαν τα δικά μου, θα την φέρνει λίγο πιο κοντά στο αληθινό της κέντρο. Και ενδόμυχα χαμογελώ, περιμένοντας τη στιγμή που μαζί θα ανεβαίνουμε τρέχοντας τις ανηφόρες της γειτονιάς…
Δημοσίευση στο Runner νο. 40, της Αγγελικής Κοσμοπούλου