Η ξανθιά κοπέλα έτρεχε για αρκετή ώρα σπασμωδικά. Παρατηρώντας την, διαπίστωνες ότι είναι θέμα χρόνου να συνεχίσει με περπάτημα αντί να τρέχει. Ήδη δύο συναθλήτριες και αντίπαλες, την είχαν προσπεράσει, ενω οι επόμενες την πλησίαζαν σε απόσταση αναπνοής. Παρόλα αυτά το βασανιστήριο συνεχίστηκε για κάμποση ώρα, η ξανθιά αθλήτρια συνέχιζε μια ξέφρενη πορεία με ένα πρόσωπο ρυτιδωμένο από πόνους – ένα σκέτο βασανιστήριο. Θα τα κατάφερνε; Κάποια στιγμή βγήκε από την πορεία της και έκανε κάτι που πιθανότατα στριφογύριζε στο μυαλό της ποιος ξέρει πόση ώρα. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε εκατοντάδες θεατές σε εκείνο το σημείο της διαδρομής, μπροστά σε εκατοντάδες εκατομμύρια μάτια τηλεθεατών από την πατρίδα της και όλο τον κόσμο, λύγισε τα γόνατα και αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε ασύστολα, χωρίς ντροπή, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω στο στομάχι της. Στομαχικές διαταραχές, σκέφτηκαν μερικοί, κράμπες στο στομάχι, όχι! Η ψυχή πονούσε, η συνειδητοποίηση ότι όλα τέλειωσαν, το κενό που άφηνε η εγκατάλειψη θα γέμιζε τώρα με κλάμα. Το δράμα εκτυλίχθηκε στην οδό Μεσογείων στο Χαλάνδρι, στο 36ο χλμ. του Ολυμπιακού Μαραθωνίου γυναικών το 2004. Η αθλήτρια ήταν η Bρετανή Πόλα Ράντκλιφ, θεωρητικό φαβορί για χρυσό μετάλλιο. Τις επόμενες ημέρες έχοντας ξεπεράσει (μήπως όχι ακόμα;) το αρχικό σοκ, στάθηκε μπροστά σε δεκάδες κάμερες για να κάνει δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, να εξηγήσει το γιατί, πώς εγκατέλειψε. Για αυτήν το δράμα δεν είχε λήξει τη στιγμή της εγκατάλειψης. Το μαρτύριο της δημόσιας απολογίας συμπληρώθηκε με την αποτυχημένη της απόπειρα να εκπληρώσει τις προσδοκίες εκατομμυρίων συμπατριωτών της για ένα μετάλλιο στα 10.000μ., πέντε ημέρες αργότερα. Απέτυχε κι εκεί. Ένα ψυχολογικό ράκος δε γίνεται ξανά ανταγωνιστική αθλήτρια πατώντας το διακόπτη. Ένα δίλημμα που αφορά όλους Χιλιάδες παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται κάθε χρόνο σε μικρούς και μεγάλους αγώνες. Αντί για την Πόλα Ράντκλιφ πρωταγωνιστές είναι αφανείς δρομείς που τρέχουν μαραθώνιο σε 3, 4 και 6 ώρες. Σε κάποιους μικρότερους αγώνες, ακόμα και εντός σταδίου, στο ταρτάν ξεκινά μια κούρσα με ένα συγκεκριμένο αριθμό αθλητών και τη γραμμή του τερματισμού περνούν λιγότεροι. Κάποιοι το σκέφτηκαν διαφορετικά στο μεταξύ. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν. Ανάμεσα στους πρωταθλητές και στους ερασιτέχνες που διακόπτουν την προσπάθειά τους σε έναν αγώνα υπάρχουν διαφορές και ομοιότητες. Σε ένα λαϊκό αγώνα, ανοιχτό για όλους, κατά κύριο λόγο δε συγκρίνεσαι με τους άλλους. Συνοδοιπόρος και αντίπαλος συνάμα, σε ένα περίεργο και ενδιαφέρον μίγμα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, τα όριά σου και οι προσδοκίες σου παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφαση για συνέχεια της προσπάθειας ή τη διακοπή της. Είτε πρόκειται για δόξα και χρήμα, η φιλοδοξία και η διάθεση για διάκριση είναι κοινό γνώρισμα επώνυμων και ανώνυμων αθλητών. Απλά παίρνει διαφορετική μορφή και ακούγεται με διαφορετική ένταση. Ο ερασιτέχνης έχει να αντιμετωπίσει μόνο το δικό του μικρό περίγυρο, η πίεση της δημοσιότητας δεν υφίσταται. Όμως ο εαυτός του είναι ο αυστηρότερος, ο σκληρότερος κριτής. Πιθανόν να αναζητήσει άλλοθι και ελαφρυντικά σε τρίτους παράγοντες («ο καιρός έφταιγε», «η διαδρομή ήταν δύσκολη», «η διοργάνωση ήταν κακή»), πιθανόν να αποδώσει ολόκληρη την ευθύνη στον εαυτό του και να αυτοτιμωρηθεί με σκληρότερη προπόνηση. Ίσως επιδοθεί στο δύσκολο και επώδυνο για τον εγωισμό και την ψυχή του σπορ της ανάλυσης με εντελώς απροσδιόριστη έκβαση. Γιατί εγκαταλείπουν οι δρομείς; Κόπωση: λάθος τακτική και κατανομή δυνάμεων πάνω στον αγώνα. Τις περισσότερες φορές η κρυμμένη αλήθεια βρίσκεται στην προπόνηση που έχει προηγηθεί. Τραυματισμός, ενοχλήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία: πραγματική αδυναμία συνέχισης χωρίς περαιτέρω βλάβη της υγείας. Αποτυχία επίτευξης του προσδοκώμενου στόχου: λάθος στόχος, υποτίμηση του στόχου που τέθηκε. Μη εφαρμογή της κατάλληλης προπόνησης. Προληπτική διακοπή της προσπάθειας: ενδείξεις για πιθανά προβλήματα. Αποφυγή του ρίσκου. Αποφυγή σπατάλης των δυνάμεων σε ένα «χαμένο» αγώνα και αναζήτηση τύχης στον επόμενο. Συγκυριακές καταστάσεις, εξωτερικοί παράγοντες, τυχαία γεγονότα, διάθεση της στιγμής. Να σταματήσω; Δεν πρέπει να υπάρχει δρομέας σε όλο τον κόσμο που δεν αντιμετώπισε έστω και μια φορά το δίλημμα. Όταν έρχονται τα δύσκολα, όταν οι δυνάμεις εξαντλούνται, όταν το μυαλό δεν είναι καθαρό, τότε εμφανίζεται ο καθένας αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Μια φωνή μέσα σου λέει: «δεν έχει νόημα, σταμάτα!». Κάπου εκεί αρχίζει μια κουβέντα με την άλλη φωνή, μια μάχη εσωτερική. «Έλα προσπάθησέ το ακόμα, μην τα παρατάς έτσι! Και την άλλη φορά το ίδιο έγινε, τουλάχιστον σώσε τα προσχήματα.Μην το ρίξεις στο περπάτημα και γελοιοποιηθείς». «Η μιζέρια πρέπει να σταματήσει. Θα τραυματιστείς. Μετά θα είσαι χειρότερα αν θα παρατείνεις το βασανιστήριο. Βρες δικαιολογία σύντομα, τώρα, αμέσως! Δεν είσαι ο μόνος που εγκαταλείπει. Κοίταξε το επόμενο βήμα, όχι μόνο αυτή τη στιγμή, καταστρέφεις και την προπόνηση των επόμενων ημερών αν συνεχίσεις. Θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία, το ξέρεις». Είναι άλλοθι; Αναζητάμε δικαιολογίες μέσα στην παραζάλη και στις δυσκολίες ενός αγώνα; Πόσο σοβαρή είναι μια ενόχληση που νιώθουμε; Πόσο καθαρό είναι το μυαλό και πόση πείρα διαθέτουμε για να αξιολογήσουμε άμεσα και κάτω από συνθήκες πίεσης τη σοβαρότητα μιας κατάστασης; Πολλές φορές χρειαζόμαστε ένα έναυσμα απ΄ έξω, από κάποιον άλλον, για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που εκείνη τη στιγμή μοιάζουν ανυπέρβλητες. Άλλες φορές πάλι, μετά τον αγώνα, αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες του πείσματος με πολλή περίσκεψη, μετανιώνουμε για την επιμονή μας να ολοκληρώσουμε τον αγώνα, μετανιώνουμε ακόμα και για τη συμμετοχή μας. «Τι να το κάνεις; Τερμάτισες αλλά δε θα μπορείς να τρέχεις για καιρό!». Οι τραυματισμοί δεν έρχονται από μόνοι τους, εμείς τους προκαλούμε. Ένα εύθραυστο σώμα θέλει την ανάλογη αντιμετώπιση, σε ένα δυνατό σώμα είναι αναγκαίο να ανιχνευτούν τα πιθανά του όρια, αν θέλουμε να μη ρισκάρουμε κι αυτή τη χαρά στο τρέξιμο. Ο πόνος είναι ένα υπέροχο φυσικό όριο. Μας κάνει να αισθανόμαστε και να εκτιμάμε το ότι είμαστε ζωντανοί και έτοιμοι για δράση. Είναι μια ευεργεσία γιατί είναι ένα καμπανάκι που χτυπάει το σώμα υπενθυμίζοντάς μας και φωνάζοντας ότι κάποια όρια έχουν ήδη ξεπεραστεί. Ας το λάβουμε υπόψη μας. Όταν υπάρχουν ενοχλήσεις στο σώμα, τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στο σοβαρό, το επιπόλαιο και το τυχαίο μήνυμα που στέλνει το σώμα είναι ρευστά και ασαφή. Όταν η ενόχληση γίνεται πόνος και αδυναμία συνέχιση της προσπάθειας κάτω από τις ίδιες συνθήκες, τα όρια αυτά δεν είναι καθόλου ασαφή. Η απόφαση για εγκατάλειψη δεν είναι εύκολη, είναι σχεδόν πάντα αποτέλεσμα των στιγμιαίων νοητικών διεργασιών και είναι εντελώς προσωπική υπόθεση. Τη συναντάς στον πρωταθλητή το ίδιο συχνά όπως στον ερασιτέχνη δρομέα, σε μικρές και μεγάλες αποστάσεις. Το αν ήταν σοφή η απόφαση για διακοπή της προσπάθειας, αναλύεται και αξιολογείται αρκετά αργότερα, σχεδόν ποτέ επιτόπου, όταν η συνολική εικόνα της σωματικής και της ψυχικής κατάστασης, όταν όλες οι παράμετροι του αγώνα και προπάντων οι συνέπειές του βρίσκονται στη διάθεση εκείνου που προσπαθεί να αναλύσει το τι έφταιξε. … Ή να συνεχίσω; Και από την άλλη: «Τι έχεις πάθει; Έχασες τη μαχητικότητά σου; Δεν μπορείς να αντισταθείς; Ψάχνεις για άλλοθι; Άσε τις σειρήνες της εγκατάλειψης. Αν σταματήσεις, μπορεί το σώμα να είναι πιο ξεκούραστο, η ψυχή όμως θα πονά. Δεν προσπαθείς όσο πρέπει, μήπως έγινες φυγόπονος; Τι θα πεις όταν κάποιοι σε ρωτήσουν το γιατί;» Η απάντηση σε αυτό το τελευταίο γιατί, σε άλλους έρχεται εύκολα, άλλοι δυσκολεύονται. Στα σίγουρα δε δυσκολεύονται να πάρουν την απόφαση όσοι εγκαταλείπουν σχεδόν από συνήθεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο προσωπικός εγωισμός δεν επιτρέπει την παραδοχή από μέρους του αθλητή ότι κάτι δεν πάει καλά. Είτε είναι η προπόνηση (κυρίως) που οδηγεί στη μόνιμη αποτυχία, είτε ο φόβος της αποτυχίας, είτε ο λανθασμένος στόχος (λέγε με επίδοση…). Οδηγούμε πολλές φορές τον εαυτό μας και το σώμα μας σε μονοπάτια που δεν είμαστε (ακόμα) έτοιμοι να τα περπατήσουμε. Για να ξεκολλήσεις από μια χρόνια αποτυχία, από τη νοοτροπία της προσωπικής ήττας, χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και ίσως χρειάζεται να αναζητήσεις νέα ερεθίσματα μέσα από το καθημερινό σου τρέξιμο. Πόσο σοφή είναι η επιλογή για εγκατάλειψη; Ούτε η επιμονή στο αρχαίο «ή ταν ή επί τας» ούτε η αντιμετώπιση της εγκατάλειψης σαν προσωπική ήττα φαίνεται να δίνουν ένα ασφαλές κριτήριο με το οποίο να μπορεί κάποιος να παίρνει μελλοντικά τις αποφάσεις του. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι το δίλημμα δε θα επανεμφανιστεί. Αντιμετωπίζεται κάθε φορά από την αρχή. Όλοι γινόμαστε πλουσιότεροι σε εμπειρίες και προσπαθούμε να διατηρούμε καθαρό το μυαλό για κάθε ξεχωριστή περίπτωση που θα τεθούμε αντιμέτωποι με το δίλημμα «συνεχίζω ή σταματάω». Το πόσο σοφή ήταν η επιλογή του καθενός φανερώνεται εκ των υστέρων, ίσως αρκετά αργότερα. Αν η απόφασή μας έχει να κάνει με το ψυχολογικό μέρος του ζητήματος, μπορούμε να δοκιμάσουμε Mental Training. Αυτή την αξία μπορούμε να την προπονήσουμε.•
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Νέα έρευνα επιβεβαιώνει πως η διαλειμματική προπόνηση βελτιώσει σε κάθε ηλικία