Την κριτική την αντιπαθώ – και την τρέμω. Το «καλό παιδί» μέσα μου, μια ταυτότητα που με χαρακτηρίζει εκ γενετής, αποζητά τον έπαινο και την έγκριση και απεχθάνεται κάθε ψήγμα δυσαρέσκειας ή αμφιβολίας από μέρους του συνομιλητή. Μη με παρεξηγήσετε, δε θεωρώ τον εαυτό μου «ακουσουρίαστο», όπως έλεγε η Πόντια γιαγιά του Κωστή, άρα αλώβητο από την κριτική. Μόνο που ο ανοιχτός μου χαρακτήρας με κάνει συχνά εύκολη λεία για κάθε είδους σχολιασμό. Από τις μόνιμες ενδυματολογικές παραινέσεις της μαμάς μου που μετρούν κοντά τέσσερις δεκαετίες ως τις υποδείξεις των υπαλλήλων μου στη δουλειά και τη γενετικά προκαθορισμένη κριτική της πεθεράς μου, νιώθω συχνά πως φοράω στο μέτωπο ένα αθέατο σε μένα ταμπελάκι που παροτρύνει τους άλλους σε σχόλια και συμβουλές.
Η κριτική δε θα μπορούσε, φυσικά, να αφήσει αλώβητη τη δρομική μου υπόσταση. Στα πρώτα μου βήματα στους δρόμους, οι παραινέσεις του Κωστή και του Αλέξανδρου, των δυο πιο έμπειρων δρομέων της οικογένειας, ήταν καλοδεχούμενες και δικαιολογημένες. Ακόμα ακούω στα αυτιά μου φράσεις όπως «χαλάρωσε τα χέρια σου» και «κατέβασε τους ώμους», απόλυτα συνυφασμένες με φθινοπωρινές προπονήσεις στο Καλλιμάρμαρο και την προετοιμασία για τον πρώτο μου μαραθώνιο. Έκτοτε, ο συγχρωτισμός μου με τους δρομείς, περισσότερο ή λιγότερο έμπειρους από μένα, συχνότατα έχει ως αποτέλεσμα απρόσκλητα κύματα ενδιαφέροντος για το διασκελισμό, το ιδιότυπο πάτημα ή την απέχθειά μου για τα ενεργειακά ποτά και τους υδατάνθρακες. Δε μιλάω για τις αγαπημένες συζητήσεις μετά την προπόνηση, όταν ο διάλογος περιστρέφεται εκούσια γύρω από θέματα κοινού ενδιαφέροντος, αλλά για το φαινομενικό δικαίωμα καθενός να προσφέρει άκριτα συμβουλές, ακόμα κι αν η εμπειρία του ουδόλως το δικαιολογεί.
Αν προσθέσω σ’αυτά τις υποδείξεις των προπονητών στους οποίους στράφηκα γεμάτη ελπίδα στο παρελθόν, τα λεπτομερή προγράμματα των διαιτολόγων που κατά καιρούς ακολούθησα, αλλά και τα ευρήματα της μοναδικής εργομέτρησης στην οποία υπέβαλα τον εαυτό μου, δεν είναι να απορεί κανείς που υπερασπίζομαι με θέρμη την επιθυμία να τρέχω πια μόνο για τη χαρά, χωρίς άμεσο σκοπό να βελτιωθώ. Για να κάνω μια εντελώς ερασιτεχνική βουτιά στην ψυχολογία, μένω στα όρια της προπονητικής μου πεπατημένης από ένα βαθιά ριζωμένο φόβο της αποτυχίας και του κριτικού ρεύματος που την ακολουθεί. Έτσι, η περιστασιακή διάθεση να ακολουθήσω οδηγίες προπόνησης ή διατροφής σκοντάφτει πάντα –σε όλο και πιο σύντομους κύκλους – στην άρνηση της πειθαρχίας σ’ ένα χώρο που προσωπικά τον συναρτώ με τη χαρά – κι ας μοιάζει ακατανόητο στους πολλούς.
Με όλα αυτά για σκηνικό, μοιάζει περίεργη η αγάπη που επιδεικνύω τους τελευταίους μήνες προς τον πιο αγαπημένο μου σύντροφο στην προπόνηση – συγνώμη αγόρια! Τον ηλεκτρονικό προπονητή στο ρολόι που, με δική μου παρότρυνση, μου χάρισε για τη δέκατη όγδοη κιόλας επέτειο του γάμου μας ο Κωστής. Πριν καν καλοδιαβάσω τις οδηγίες, βιάστηκα να εντάξω τα προσωπικά μου δεδομένα στη βάση του, να δώσω πληροφορίες για την εβδομαδιαία μου άθληση και να αρχίσω, για πρώτη φορά στην πολύχρονη δρομική μου ζωή, να τρέχω με το μάτι στο ρυθμό της καρδιάς μου. «Μία ώρα σε τόσους παλμούς», προστάζει το ρολόι, κι εγώ σπεύδω να ακολουθήσω την εντολή, ακόμα κι αν χρειαστεί να τσακίσω τα πόδια μου σε ταχύτατα ανοίγματα ή να πειθαρχήσω σε 45 λεπτά ενοχλητικά αργού, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα, τρεξίματος. Κι όμως πειθαρχώ. Κάθε βράδυ ρίχνω μια ματιά στο πρόγραμμα που μου επιφυλάσσει για τις ερχόμενες ημέρες και το επόμενο πρωί το ακολουθώ, συνήθως ευλαβικά, καταγράφοντας με ένα πάτημα τα αριθμητικά μου δεδομένα.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει ο έρωτας με το νέο μου προπονητή. Δεν μπορώ να προδιαγράψω αν θα ξεφτίσει, όπως τόσοι, με το τέλος του καλοκαιριού ή θα με συνοδεύει το χειμώνα στη γραμμή του τερματισμού, σπάζοντας ένα κολλημένο από χρόνια «ατομικό ρεκόρ». Αλλά, όπως συμβαίνει στους έρωτες που αξίζουν, δε με νοιάζει διόλου η διάρκεια. Μένω στην ένταση. Αγαπώ το ρολόι μου και τις συγκινήσεις που μου χαρίζει το αόρατο τζίνι που κρύβει μέσα του. Και το ακολουθώ, αφού, όπως οι έρωτες που μένουν στο χρόνο, ακούει και σέβεται τη δική μου καρδιά!
της Αγγελικής Κοσμοπούλου