Γεμάτη εμπιστοσύνη στη λαϊκή σοφία και στις ρήσεις της, είχα τη βεβαιότητα πως και το δικό μου μήλο θα έπεφτε κάτω απ’ τη μηλιά. Με άλλα λόγια, πως ο γιος μου θα αγαπούσε το τρέξιμο, όπως κι εγώ. Λίγο η κληρονομικότητα και λίγο η έμφυτη αγάπη όλων των παιδιών για την κίνηση με είχαν, με κάποιον τρόπο, σιγουρέψει γι’ αυτό. Εξάλλου, ο μικρός μου είχε τρέξει μαζί μου αρκετά χιλιόμετρα στους λίγους μήνες που μοιραζόμασταν, στο ίδιο σώμα, προπονήσεις και διαδρομές και είχε μπει από μικρός στα δρομικά βάσανα. Στους δυο του μόλις μήνες έκανε την πρώτη του αθλητική φωτογράφηση στο καρότσι, με δίπλωμα και μετάλλιο, στη Μεσσήνη, όπου με περίμενε ανυποψίαστος στον τερματισμό. Μεγαλώνοντας, με συναντούσε όλο και πιο συχνά σε γραμμές τερματισμών, πάντα με χαρά, αν και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει προς τι ο τόσος ενθουσιασμός. Με τέτοιο υπόβαθρο, ήμουν σίγουρη πως θα χαιρόταν τους δρόμους όπως κι εγώ. Μα, όπως φαίνεται, έκανα λάθος.
Αντίθετα με κάθε μου πρόβλεψη, ο Οδυσσέας αντιπαθεί το τρέξιμο – για την ακρίβεια το απεχθάνεται όταν αυτό περιλαμβάνει εμένα, τη μαμά του. Στις βόλτες μας στο Λυκαβηττό και στον Κήπο πάντα κοιτάζει με ενδιαφέρον τους δρομείς και σχολιάζει «αυτός τρέχει, σαν τη μαμά», αναγνωρίζοντας κάτι οικείο. Μα τις δικές μου δρομικές εξόδους ούτε τις ανέχεται, ούτε τις συγχωρεί.
Το κατάλαβα, για πρώτη φορά, το καλοκαίρι, στις διακοπές. Κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να βγω για την αγαπημένη μου πρωινή προπόνηση, άρχιζε τα παρακάλια ή, πιο εμφατικά, την προσταγή «μαμά όχι, δεν θα τρέξεις». Το φθινόπωρο, όταν η ζωή επέστρεψε στα συνήθη της κι ανέβαινα στο διάδρομο με συχνότερους ρυθμούς, άρχισε να διαμαρτύρεται και γι’ αυτό, με το «κατέβα αμέσως» ή το απειλητικό του «θα ανέβω κι εγώ» – που πάντα με κατεβάζει στο λεπτό, για λόγους ασφαλείας. Από τότε, κάθε φορά που με βλέπει με αθλητική περιβολή, ό,τι κι αν κάνει εκείνη την ώρα, με τραβάει θυμωμένα απ’ τα ρούχα και διατρέχουμε εκεί, στα όρθια, όλη την γκάμα απ’ το «μην τρέξεις» ως το αμείλικτο «βγάλτο αυτό τώρα»!
Όσο κι αν μοιάζει δύσκολο, ιδίως για τους άτεκνους και τους μπαμπάδες, δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς με ένα δίχρονο. Την ώρα εκείνη, όποιος τυχαίνει να είναι μπροστά με προτρέπει ανεξαιρέτως να προχωρήσω. «Φύγε», μου λένε, «και θα του περάσει. Θα το ξεχάσει σε λίγο». Κι εγώ είμαι σίγουρη πως θα το ξεχάσει, όμως κάθε φορά, εκείνη τη στιγμή, ζω μια απ’ τις πιο δύσκολες αναμετρήσεις της ενήλικης ζωής μου. Γιατί εκείνη η μικρή στιγμή που βρισκόμαστε απέναντι, είναι μια μεταφορά της ζωής μου όλης. Αυτό που θέλω κι αυτό που πρέπει, αυτό που δικαιούμαι κι αυτό που χρωστώ, αυτό που δίνω κι αυτό που κρατώ για μένα, εγώ και ο άλλος – σε λιλλιπούτεια κλίμακα, μα με γιγάντια δύναμη.
Για να δείτε θέματα διατροφής ειδικά για δρομείς πατήστε εδώ.
Κάθε φορά που βγαίνω στην πόρτα το πρωί, έτοιμη να απολαύσω μια ώρα δική μου, πληρώνω, άθελά μου, το πιο ακριβό πρόστιμο. Και στην περίπτωσή μου, με ποινικό μητρώο καθαρό, δεν μπορώ ούτε καν να το σκάσω, αδιαφορώντας για το τι θα γίνει όσο θα λείπω. Δεν αντέχω το κλάμα, ούτε καν το δάκρυ, κι έτσι προσπαθώ να θυμηθώ στα βιαστικά, με γρήγορες διαδικασίες, γιατί το καθημερινό μου «έγκλημα» είναι ίσως πιο σημαντικό από ένα του δάκρυ. Να θυμηθώ πως κάθε φορά που βγαίνω, επιστρέφω πιο ήρεμη, πιο ευχαριστημένη, μα και καλύτερη μαμά – πιο ορεξάτη για παιχνίδια, πιο ανθεκτική για βόλτες και περισσότερο παιδί από ότι η ηλικία μου υπαγορεύει.
Ξέρω πως δεν μπορεί ακόμα να το καταλάβει – κι έτσι δεν προσπαθώ να το εξηγήσω με λόγια που δεν έχουν αντίκρυσμα. Όμως επιμένω να φεύγω, κι ας στενοχωριόμαστε κι οι δυο. Και η επιμονή μας μάλλον δικαιώνεται. Τις τελευταίες μέρες, διασκεδάζοντας τις τύψεις μου, τον πάω μισοτρέχοντας ως τον παιδικό σταθμό. Φεύγουμε απ’ το σπίτι μαζί, πιασμένοι απ’ το χέρι, και κατηφορίζουμε ανάποδα στο δρόμο, φωνάζοντας δυνατά. Τα βλέμματα των περαστικών στο παράδοξο θέαμα δεν με νοιάζουν. Εγγράφω τη στιγμή στην εκπαίδευση του παιδιού μου – εκπαίδευση στη χαρά, στο παιχνίδι και στην ανοχή του ακατανόητου και του διαφορετικού. Και είμαι σίγουρη πως κάποια μέρα ο μικρός μου τύραννος θα αγαπήσει τους ανοιχτούς δρόμους όσο κι εγώ.
Δημοσίευση στο τεύχος 37, της Αγγελικής Κοσμοπούλου