Κουβέντες

Από τη στήλη “Τρέχοντας” της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Τον είδα κάπου στη μέση του πρώτου μου γύρου. Ανέβαινε αργά αλλά σταθερά την ανηφόρα και, όσο προσπαθούσα να μπω σε ρυθμό, έβλεπα από μακριά την πλάτη του, μ’ ένα πράσινο μπλουζάκι. Δεν έδωσα σημασία, πέρα από εκείνη την πρώτη ανοιχτή ματιά στον δρόμο που άνοιγε μπροστά μου και τον περιλάμβανε. Ήταν άλλος ένας δρομέας που απολάμβανε το σαββατιάτικο πρωινό στη διαδρομή μου. Έναν γύρο αργότερα, κάπου στο ίδιο σημείο, τον ξαναείδα. Ζεστή όπως ήμουν πια, έτρεχα άνετα και τον προσπέρασα αβίαστα μουρμουρίζοντας μια καλημέρα. Λίγο ψηλότερα, στην κορυφή της ανηφόρας, σταμάτησα για να αλλάξω τις μουσικές μου και με πλησίασε. Η κουβέντα σύντομη και τυπική για την περίσταση: καλημέρα, πώς πας, τέτοια. Στο ίδιο κλίμα κι η απάντησή μου. Κι έπειτα: «Να τρέξω για λίγο μαζί σου;» και «Βεβαίως ναι». Και φύγαμε. Είχα ακόμα μπροστά μου κανένα πεντάρι χιλιόμετρα, αργά και ήσυχα. Μαζί τους, είχα σκοπό να μαζέψω λίγο ήλιο, τόσο όμορφη που ήταν η μέρα. Κι όσο για παρέα, δεν το ’χα σκεφτεί καν. Πάει καιρός που τρέχω μόνη, χωρίς να αναζητώ συνοδοιπόρο – αφού από μήνες ούτε η διάθεση, ούτε η απουσία προγράμματος ευνοούν το χτίσιμο μιας δρομικής συντροφιάς.

Μας πήρε λίγο χρόνο να βρούμε κοινό βήμα και να συντονιστούμε. Κι όταν το καταφέραμε, αρχίσαμε την κουβέντα. «Πόσο θα τρέξεις;», «Είναι καλός αυτός ο ρυθμός;», τα γνωστά. Έπειτα, ανεβαίνοντας, «Κάθε πότε τρέχεις;» και «Πώς σε λένε;». Ήταν, λοιπόν, ο Δημήτρης. Λίγο μεγαλύτερός μου. Οδηγός στα αστικά λεωφορεία. Με δουλειά καθιστική και, εξ αυτής, με την ανάγκη να κάνει κάτι για το σώμα του, σε πρώτη φάση. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς δρομικό σκοπό πέρα από την ευχαρίστηση της στιγμής. Άρχισε να μου λέει για τις διαδρομές στον λόφο, που τις ήξερε από παιδί, καθώς εκεί μεγάλωσε. Για τη δουλειά του, τις βάρδιες, τους μισθούς, τις δυσκολίες. Έπειτα για τη ζωή του. Για την κόρη του που είναι αθλήτρια. Για τον ίδιο. Για το ότι έχει χωρίσει και τη μεγαλώνει μόνος. Λίγη σιωπή και αργότερα για το πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις μόνος ένα παιδί, να μένεις μόνος στη μέση της ζωής. Κουβέντα αληθινή, που ξεκινούσε με τα απλά και βάθαινε βήμα το βήμα. Στον τελευταίο μας γύρο, είχαμε ήδη πει αρκετά. Χωρίς εισαγωγή, χωρίς σκοπό. Χωρίς τέτοια πρόθεση.

Στο κλείσιμο του τελευταίου γύρου αποχαιρετιστήκαμε δίχως πολλά. Δίχως υπόσχεση πως θα ξανασυναντηθούμε, έστω στα λόγια, δίχως αυτή τη βεβαιότητα. Με ένα απλό «Ίσως σε ξαναδώ». Εκείνος έστριψε δεξιά προς τα Εξάρχεια, εγώ κατηφόρισα λίγο ακόμα ως τη βάση μου. Σ’ αυτό το μικρό μοναχικό υπόλοιπο της διαδρομής, μου ήρθαν στον νου οι αναπάντεχες συναντήσεις στους δρόμους. Πρόσωπα που βρίσκεις στη διαδρομή και συμπορεύεσαι μαζί τους για μερικά χιλιόμετρα, χωρίς σκοπό. Σχέσεις που ξεκινούν απ’ το «Να τρέξω λίγο μαζί σου;» και τελειώνουν εκεί – λίγα χιλιόμετρα αργότερα. Παρέες που χτίζονται στον δρόμο. Κάποτε μένουν στο πρώτο χαμόγελο και σε μια καλημέρα. Άλλοτε αναπτύσσονται. Όπως στη ζωή, θα έλεγε κανείς.
Μόνο που οι συναντήσεις στους δρόμους, όσες περνούν πέρα από την καλημέρα και το νεύμα της αναγνώρισης, έχουν ένα βάθος ασυνήθιστο για την κανονική ζωή, στη νηφάλια έκδοσή της. Στον δρόμο, υπάρχει κάτι που διευκολύνει τη συνύπαρξη. Κάτι που κάνει τις κουβέντες να ρέουν. Μια ιδιότυπη μέθη. Κάτι που προξενεί εξομολογήσεις και πυροδοτεί σκέψεις βαθύτερες από τις καθημερινές. Κάτι που δημιουργεί δεσμούς που, παρότι στιγμιαίοι, έχουν βάθος που θυμίζει φιλίες ετών. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με όρους ιατρικούς – με ορμόνες που εκλύονται και δημιουργούν πρόσφορο πεδίο. Δεν μπορώ ούτε με όρους ψυχιατρικής – το αφήνω στους ειδικούς. Για την ακρίβεια, είναι καλύτερο να μην προσπαθήσω καν να το εξηγήσω. Το ξέρω από τα χρόνια και τα χιλιόμετρα πως οι κουβέντες που αρχίζουν στους δρόμους φέρουν κάτι από τη στιγμή που τις γεννά: την ελευθερία, το βάθος, τη λυτρωτική αλήθεια. Αντανακλούν, στο περιεχόμενο, κάτι από τη συνθήκη που τις γέννησε. Πολύωρες ή σύντομες, συχνά μισοτελειωμένες, συντομεύουν τις διαδικασίες της αναγνώρισης. Ο χώρος, η στιγμή, η κοινή δράση οδηγούν στο ουσιώδες αβίαστα, χωρίς περιττή προσπάθεια. Αθροίζονται στη χαρά της ζωής.

της Αγγελικής Κοσμοπούλου
RUNNER 66

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γιατί να μην είναι έτσι όλοι οι Έλληνες ρε... φίλε μου!
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Να  συμμετάσχει κανείς ή να μη συμμετάσχει; Ιδού η απορία…
Το Σαββατοκύριακο 30-31 Μαΐου πραγματοποιήθηκε για όγδοη συνεχή χρονιά, στην καταπληκτική φύση των Τζουμέρκων, ο ομώνυμος άθλος.
Όρια
Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο