Γιατί τρέχουμε; Οι απαντήσεις είναι δεκάδες -κάποιες κοινές για τους πολλούς, άλλες ξεχωριστές, τόσο διαφορετικές, όσο οι άνθρωποι που αποφασίζουν κάποτε να βγουν στο δρόμο και, εμπνεόμενοι από τις προκλήσεις του, παραμένουν δρομείς. Αν εξαιρέσουμε τους λόγους υγείας και τους λόγους αισθητικής που παραμένουν σταθερά στις πρώτες θέσεις της κοινής ιεράρχησης, οι περισσότεροι τρέχουμε συχνά για να μην σκεφτόμαστε. Για να κερδίσουμε αυτήν την ευλογημένη ώρα του διαλογισμού εν κινήσει -μια προσωπικά θεσμοθετημένη ανάπαυλα από τη ροή της ζωής, που δε θα μπορούσαμε να τη διεκδικήσουμε επικαλούμενοι τη φαινομενικά απλή ανάγκη για ησυχία, μα την υπερασπιζόμαστε καλύτερα, όταν περιβάλλεται από το «αμπαλάζ» του τρεξίματος. Δεν ξέρω γιατί, ακριβώς, η ιδέα του τρεξίματος νομιμοποιεί και κάνει αποδεκτή την, έστω, στιγμιαία φυγή από μια συνθήκη πίεσης, μα ξέρω πως το κάνει αποτελεσματικά, κι αυτό είναι αρκετό.
Είναι, λοιπόν, φορές που τρέχουμε για να ξεφύγουμε από τη στιγμή. Για να αφήσουμε για λίγο πίσω τα προβλήματα, για να ξεχαστούμε και για να ξεχάσουμε. Για να «χαθούμε», τόσο όσο χρειάζεται για να ανακτήσουμε δυνάμεις και κουράγιο και να προχωρήσουμε. Να αναβαπτιστούμε στα θεραπευτικά ύδατα της προσπάθειας, να μεταφέρουμε τη σκέψη λίγο πιο μακριά, να την αφήσουμε να περιπλανηθεί χωρίς πίεση. Χωρίς προσπάθεια, με τον τρόπο που κάνει τα πράγματα απλώς να συμβαίνουν.
Είναι κι άλλες φορές που τρέχουμε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: για να σκεφτούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις έγνοιες. Για να βρεθούμε σε μια συνθήκη που επιτρέπει στο νου να «κινείται» και να τρέχει μαζί με τα βήματά μας. Να αναζητά λύσεις σε μια παράλληλη διαδρομή που δεν μειώνει τη μαγεία του δρόμου ούτε επηρεάζει την ομορφιά της στιγμής -αλλά απλώς την υπομνηματίζει. Φορές που ξεκινάμε τη διαδρομή σκοτισμένοι, φορτωμένοι έγνοιες, βαρείς από υποχρεώσεις, κουρασμένοι από λόγια και, τρέχοντας, καταφέρνουμε να ελευθερωθούμε. Όταν κάποτε ρωτήθηκε εάν η κίνηση είναι κάτι πραγματικό ή όχι, ο Διογένης ο Κυνικός σηκώθηκε, μετακινήθηκε περπατώντας από το σημείο όπου στεκόταν («αναστάς περιεπάτει» κατά τις πηγές) και απάντησε με μια φράση που έμεινε γνωστή στη λατινική εκδοχή της: «Solvitur ambulando» ή αλλιώς «λύνεται βαδίζοντας». Στην ιστορία της επιστήμης, η ρήση αυτή έμεινε να συμβολίζει την αξία της εμπειρικής δοκιμής, του πειράματος που δίνει την επιθυμητή απάντηση. Δοκιμάζεις, παρατηρείς και κατανοείς το αποτέλεσμα. Για τους δρομείς -όπως αντίστοιχα και για τους συνειδητούς περιπατητές- σημαίνει και κάτι περισσότερο. Πως βγαίνοντας στον ανοιχτό δρόμο, στην επανάληψη της κίνησης, όταν απομακρύνεσαι από τη συνειδητή, επίμονη και συχνά επίπονη προσπάθεια να κάνεις στον εαυτό σου τις σωστές ερωτήσεις, να «αλέσεις» τα προβλήματα και να αναζητήσεις λύσεις, η απάντηση συχνά εμφανίζεται από μόνη της. Αναδύεται καθαρή και σαφής, χωρίς ανάγκη άλλων υπομνηματισμών. Τη φέρνουν τα βήματά σου. Τη φέρνει ο δρόμος.
Ναι, ο δρόμος, πάντοτε ευεργετικός, τακτοποιεί τα ζητήματα με έναν τρόπο δικό του. Εσωτερικό, συχνά αθόρυβο. Βγαίνεις με νου σκοτισμένο, γεμάτο ερωτήσεις, φωνές, υποχρεώσεις και άγραφες λίστες. Τρέχεις. Η σκέψη χάνεται, επανέρχεται, τα πόδια συνεχίζουν. Επιστρέφεις στη βάση σου, πιστεύοντας πως είναι μόνον το σώμα που γυμνάστηκε, μα αντιλαμβάνεσαι πως η κίνηση «αέρισε» τον νου. Αφαίρεσε τα περιττά, έλυσε τους κόμπους, έβαλε προτεραιότητες και συντεταγμένες -κι αυτό δίχως να καταλάβεις πώς. Απλώς. Συνέβη. Ανεπαισθήτως. Αν τρέχεις, ξέρεις πως ό,τι κι αν είναι που σε ταλανίζει, λύνεται τρέχοντας. Κι αυτό σε οδηγεί στην αφετηρία, ξανά και ξανά.
Δημοσίευση στο Runner 96, της Αγγελικής Κοσμοπούλου