Οι περισσότεροι τους έχουμε ακούσει. Πολλοί τους έχουν πιστέψει εξ αρχής λόγω ελλιπών γνώσεων ή παραπληροφόρησης ενώ άλλοι τους έχουν απορρίψει είτε γιατί γνωρίζουν, είτε γιατί έτυχε να έχουν προσωπική εμπειρία άρα και άποψη επ’ αυτών. Τέλος υπάρχουν και κάποιοι που βρίσκονται στο μεταίχμιο, ταλαντευόμενοι πότε προς την μία ή την άλλη πλευρά. Ο λόγος για τους διάφορους μύθους γύρω από το τρέξιμο. Θεωρίες σχετικά με την προπόνηση, τη διατροφή, την υγεία, τους τραυματισμούς, την ψυχολογία αλλά και την ιστορία που πολλοί τις πιστεύουν ως αληθινές χωρίς όμως να έχουν αναζητήσει περαιτέρω αποδείξεις. Απλά διαδόθηκαν με το πέρασμα των καιρών, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, κουβέντα την κουβέντα περνώντας από δρομέα σε δρομέα. Ήρθε όμως η στιγμή να αποκατασταθεί η αλήθεια και να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Το RUNNER με τη βοήθεια των έγκριτων συνεργατών του συγκέντρωσε 20 γνωστούς δρομικούς μύθους, ρίχνοντας φως στα αδιευκρίνιστα σημεία τους έτσι ώστε να γνωρίζουμε όλοι που σταματά η αλήθεια και ξεκινά ο μύθος!
Ο Γιάννη Ζαρώτης, αθλητικός ψυχολόγος, μας βάζει στο κλίμα σχετικά με την ψυχολογία των μύθων. «Υπάρχουν αρκετοί μύθοι που είναι συνυφασμένοι με το κάθε άθλημα ξεχωριστά, όπως για παράδειγμα αυτό που λέγεται στη σφαιροβολία, ότι αν η πρώτη βολή είναι π.χ. στα 18 μ., το καλύτερο που μπορεί να ρίξει κανείς στη συνέχεια είναι ένα μέτρο περισσότερο. Τέτοιου είδους μυθοπλασίες λειτουργούν στην επιστήμη της Ψυχολογίας ως «αυτό-εκπληρούμενες προφητείες»: πραγματοποιείται αυτό που πιστεύαμε ότι θα γίνει, επιβεβαιώνουμε, ίσως και χωρίς να το θέλουμε, τον εαυτό μας. Οι μύθοι είναι προσωπικά ανυπέρβλητα εμπόδια, τα οποία εμείς δημιουργούμε, εμείς καλλιεργούμε και διατηρούμε, συνεισφέροντας στην ενίσχυσή τους, άθελά μας. Η ενδεικνυόμενη στάση είναι να αντιμετωπίζει κανείς κάθε κατάσταση ξεχωριστά μεν, αλλά με την πραγματική της διάσταση δε. Η ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων είναι το «αντίδοτο» στη διατήρηση των μύθων, μας αποτρέπει από το να ενισχύουμε τις ανασφάλειές μας, πιστεύοντας στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων που συνωμοτούν για την προσωπική μας επιτυχία ή αποτυχία».
Όπου υπάρχουν μύθοι υπάρχουν και θαύματα για τα οποία ο Αϊνστάιν είχε την εξής άποψη: «Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι, εκείνοι που πιστεύουν στα θαύματα και εκείνοι που τα δημιουργούν. Οι πρώτοι πιστεύουν στην τύχη και οι δεύτεροι στη σκληρή δουλειά».
Κάνει να πίνω;
Παλαιότερα αποτελούσε γενικό κανόνα με αποτέλεσμα πολλοί δρομείς που τον ακολουθούσαν να αποτυγχάνουν σε αγωνίσματα αντοχής όπως ο μαραθώνιος ή να μην επιτυγχάνουν τις επιδόσεις που θα μπορούσαν. Πρόκειται για την κατανάλωση νερού ή αθλητικών ποτών κατά τη διάρκεια του τρεξίματος, η οποία θεωρούνταν από ορισμένους απαγορευμένη, με τη δικαιολογία ότι προκαλεί στομαχικές διαταραχές, επηρεάζει το ρυθμό της αναπνοής κ.λ.π. Κι όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Η διατροφολόγος Ειρήνη Μπαμπαρούτση εξηγεί πως εάν ασκείστε ή εμπλέκεστε σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που σας κάνει να ιδρώνετε, θα πρέπει να πίνετε περισσότερο νερό για να αντισταθμίσετε την απώλεια υγρών. Έτσι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση η κατανάλωση υγρών πρέπει να είναι ικανοποιητική, ώστε να αποφεύγεται η αφυδάτωση ιδιαίτερα όταν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Αν πρόκειται για σύντομες περιόδους άσκησης, 400 με 600 ml επιπλέον νερό (1,5-2,5 φλιτζάνια / με ρυθμό 3-4 γουλιές αν 15-20 λεπτά) επαρκούν, ενώ για έντονη άσκηση (για παράδειγμα το τρέξιμο ενός μαραθωνίου) η πρόσληψη υγρών και μάλιστα εμπλουτισμένων με ηλεκτρολύτες ή / και υδατάνθρακες, θα πρέπει σίγουρα να είναι μεγαλύτερη και ιδανικά υπολογισμένη με βάση τον ρυθμό εφίδρωσης, ζυγίζοντας το βάρος σας πριν και μετά από έναν αγώνα ή μία προπόνηση στον ίδιο ρυθμό. Εξαιρέσεις υπάρχουν βέβαια, κυρίως από τον παρελθόν, όπως ο Ρον Χιλ, ο οποίος δεν έπινε εκ πεποιθήσεως αλλά και ο δικός μας, ο Βαγγέλης Βαγιανός ο οποίος σημείωσε πανελλήνιο ρεκόρ στο μαραθώνιο χωρίς να πιει γουλιά νερό! Προσοχή βέβαια να μην περάσουμε στην τελείως αντίθετη κατάσταση κατά την οποία η υπερβολική χρήση νερού μπορεί να οδηγήσει σε υπονατριαιμία με επικίνδυνες επιπτώσεις για τον οργανισμό.
Όσο περισσότερα τόσο καλύτερα
Είναι ίσως η πιο συχνή ερώτηση ανάμεσα στους δρομείς κάθε επιπέδου. Πόσα χιλιόμετρα κάνεις; Πόσες διαλειμματικές την εβδομάδα και κάθε πότε Long Run; Είναι γεγονός ότι μέχρι ενός σημείου η αύξηση του προπονητικού φορτίου έχει ως αποτέλεσμα την βελτίωση της αθλητικής απόδοσης. Αυτό που δεν υπολογίζουν οι περισσότεροι είναι ότι το παραπάνω ισχύει υπό προϋποθέσεις.
Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες αποκατάστασης και ξεκούρασης έτσι ώστε να μπορεί κανείς να επωφεληθεί από την αύξηση της προπόνησης. Διαφορετικά τα αποτελέσματα μπορεί να είναι δυσάρεστα και να επέλθει κάποιος τραυματισμός ή υπερκόπωση. Ακόμα και για τους αθλητές πολύ υψηλού επιπέδου υπάρχει ένα ανώτατο όριο στον αριθμό των χιλιομέτρων που καλύπτουν σε κάθε προπονητική περίοδο και ο οποίος σπάνια ξεπερνά τα 220-240 (για το μαραθώνιο) ενώ για ερασιτέχνες δρομείς ο αριθμός αυτός δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 100-120 χλμ.
Οι πρωταθλητές παίρνουν ρεπό;
Στη θέα ενός καλού δρομέα να τρέχει πολλοί είναι αυτοί που θα πουν: «Εμ, βέβαια, αυτός δεν ξεκουράζεται ποτέ, συνέχεια τρέχει». Κι όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι δρομείς υψηλού επιπέδου που εκτελούν πολλά χιλιόμετρα και δυνατές προπονήσεις παίρνουν ρεπό σε τακτά χρονικά διαστήματα έτσι ώστε να ξεκουράζονται, δίνοντας στο σώμα τους τη δυνατότητα να απορροφήσει τις προσαρμογές της προπόνησης. Για παράδειγμα η Πόλα Ράντκλιφ κάθε επτά ημέρες ξεκουράζεται μία όπως πρόσφατα μας εκμυστηρεύτηκε στο υψόμετρο του Φοντ Ρομέ. Αυτό βέβαια δε συμβαίνει μόνο στους κορυφαίους δρομείς. Έτσι, όπως υποστηρίζει και ο προπονητής τριάθλου, Βασίλης Κρομμύδας με μία, δύο ή ακόμα και τρεις ημέρες αποχής από την προπόνηση όχι μόνο δεν χάνονται οι προσαρμογές που έχει αποκτήσει το σώμα αλλά αν συνυπολογίσουμε την ξεκούραση που θα έχει ο οργανισμός, τότε πιθανότατα στο τέλος θα υπάρχουν οφέλη αρκεί βέβαια κάτι τέτοιο να μην γίνεται σε τακτική βάση.
Ρεκόρ χωρίς συμπληρώματα δεν γίνεται
Μία όχι και τόσο ακίνδυνη θεωρία που ακούγεται έντονα στους χώρους των ασκουμένων και όχι μόνο. Δεν είναι λίγες οι φορές άλλωστε που πριν καν ξεκινήσει κανείς μία νέα αθλητική δραστηριότητα, είτε αυτό είναι τρέξιμο είτε κάποιο άλλο άθλημα, ψάχνει πρώτα να βρει τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής που θα πρέπει να πάρει.
Πρόκειται όμως για έναν μεγάλο αλλά και επικίνδυνο μύθο καθώς η ισορροπημένη διατροφή, η εφαρμογή του σωστού προπονητικού προγράμματος και η προσεκτική αποκατάσταση αποτελούν τον σωστό συνδυασμό για την επίτευξη του στόχου. Τα συμπληρώματα διατροφής μπορούν να βοηθήσουν τους ερασιτέχνες αθλητές εάν κι εφόσον καλύπτουν κάποια διατροφική έλλειψη η οποία είναι ιατρικά αποδεδειγμένη (π.χ. σιδηροπενική αναιμία) ή κάποια επιπλέον διατροφική ανάγκη η οποία λόγω έλλειψης χρόνου και επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπορεί να καλυφθεί με τρόφιμα από το καθημερινό διαιτολόγιο.
Το ψυχολογικό φράγμα
Κλασικό παράδειγμα μύθου αποτελεί το «ψυχολογικό φράγμα», το οποίο αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι οι αθλητές κάποια στιγμή στην καριέρα τους. Αναφέρεται στην προσπάθεια να «σπάσει» κάποιος το ατομικό του ρεκόρ, να «κατέβει» για παράδειγμα τα 22 δευτερόλεπτα στο 200άρι, να περάσει το φράγμα των 5 μέτρων στο επί κοντώ, να σπάσει το όριο των 3 ωρών στο Μαραθώνιο. Οι αριθμοί στις προκείμενες περιπτώσεις και ο στόχος τον οποίο θέτουν οι αθλητές αποτελούν τα ψυχολογικά τους όρια. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο μεγαλοποιούν τον στόχο τους και τον φαντάζονται κάπως υπερβολικό και ξεχωριστό, δημιουργώντας γύρω του ένα «μύθο», με αρνητική επίδραση στην προσπάθειά τους, καθώς την έννοια του μύθου ακολουθεί «η στοιχειωμένη» επίδοση. Όταν «μυθοποιούμε» καταστάσεις, αισθανόμαστε «μικρότεροι» και πιο αδύναμοι απέναντι στην μεγαλοσύνη των γεγονότων.
Φαβορί ή αουτσάιντερ;
Η έννοια του φαβορί αποτελεί έναν ισχυρό μύθο στον αθλητισμό, καθώς για πολλούς καθορίζει εκ των προτέρων την εξέλιξη του αγώνα. Ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν οι αθλητές τη λέξη και το ρόλο του «φαβορί», καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την επίδραση που μπορεί να έχει στους μετέχοντες στην αγωνιστική διαδικασία. Υπάρχουν φαινομενικά δύο θεωρήσεις της έννοιας «φαβορί»: Η θετική διάσταση του φαβορί αναφέρεται στον αθλητή, ο οποίος βιώνει την αίσθηση υπεροχής, αισθάνεται ικανός και προετοιμασμένος, αντλεί σιγουριά από τις επιτυχίες του παρελθόντος, εκείνες που του έδωσαν τη δυνατότητα να είναι το φαβορί.
Η αρνητική διάσταση αναφέρεται στην «υποχρέωση» που δημιουργεί στον αθλητή να «ξανακερδίσει οπωσδήποτε», στη διαδικασία επιβεβαίωσης ενός άτυπου τίτλου. Η θετική ερμηνεία γεμίζει με αυτοπεποίθηση τον αθλητή, ενώ η αρνητική με άγχος και πίεση. Καμία από τις δύο ερμηνείες δε δίνει τη νίκη ή την ήττα αλλά επιδρά στη συναισθηματική κατάσταση του αθλητή και κατ’ επέκταση στην απόδοσή του στον αγώνα.
Ποιος ήταν τελικά ο πρώτος μαραθωνοδρόμος;
Ένας ακόμη μύθος που χάνεται στα παρελθόν και που λανθασμένα έχει περάσει στους περισσότερους μέσα από τα σχολικά βιβλία. Είναι γνωστό λοιπόν πως ο μαραθώνιος αποτελεί ένα φόρο τιμής στον Αρχαίο Έλληνα ημεροδρόμο που ξεψύχησε φτάνοντας στην Αθήνα όταν και ήρθε τρέχοντας από το Μαραθώνα για να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης κατά των Περσών στους Αθηναίους το 490 π.χ. Πιστεύεται λοιπόν πως αυτός ο ημεροδρόμος ήταν ο Φειδιππίδης. Κι όμως δεν ήταν! Ο Φειδιππίδης βέβαια ήταν μεν ένας ξακουστός ημεροδρόμος της εποχής αφού αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο ως ο αγγελιοφόρος που έτρεξε από την Αθήνα στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, όμως δεν ήταν αυτός που έκανε τον πρώτο μαραθώνιο. Οι λόγοι που του προσάφθηκε και αυτός ο άθλος είναι άγνωστοι ενώ διάφοροι ιστορικοί υποστηρίζουν πως ο «εμπνευστής» του μαραθωνίου ήταν είτε ο Ευκλής είτε ο Θέρσιππος.
Τρέξε να προλάβεις
Το γρήγορο ξεκίνημα στις προπονήσεις αλλά κυρίως στους αγώνες αποτελεί συνήθεια της πλειονότητας των δρομέων. Η άποψη που επικρατεί είναι «να κερδίσουμε μερικά δευτερόλεπτα στην αρχή που είμαστε ξεκούραστοι έτσι ώστε αργότερα, που θα πέσει ο ρυθμός μας να βγούμε ωφελημένοι».
Πρόκειται για μύθο με καταστροφικά αποτελέσματα για τους περισσότερους δρομείς, καθώς είναι πολύ σπάνιο να ξεκινήσει κανείς πολύ πιο γρήγορα από αυτό για το οποίο είναι προπονημένος και να καταφέρει να αντέξει μέχρι το τέλος. Μπορεί η έξαψη και η αδρεναλίνη στο ξεκίνημα ενός αγώνα να μας καθιστούν ανυπόμονους, όμως η εγκράτεια στην αρχή θα ανταμείψει στο τέλος όσους δείξουν υπομονή.
Η ώρα των διατάσεων
Μύθος ή και συνήθεια που την ακολουθούν πολλοί δρομείς. Κι όμως είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφεύγουμε καθώς οι φυσικοθεραπευτές συστήνουν να μην κάνουμε ποτέ διατάσεις χωρίς το απαραίτητο ζέσταμα. Αντίθετα, για να διατείνουμε ένα μυ θα πρέπει η εσωτερική του θερμοκρασία να έχει ανέβει κάτι που επιτυγχάνεται μετά από ένα ζέσταμα τουλάχιστον 10-15 λεπτών. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να τον τραυματίσουμε αφού ενώ είναι κρύος και άκαμπτος εμείς προσπαθούμε να τον τεντώσουμε. Ακούτε κάτι; Μάλλον είναι ο μύθος που σπάει…
Γιατί οι δρομείς ξυρίζουν τα πόδια τους;
Το ότι πολλοί δρομείς ξυρίζουν τα πόδια τους δεν είναι από μόνο του μύθος. Μπορεί άλλωστε να το διαπιστώσει ο καθένας κάνοντας μια βόλτα σε ένα στάδιο. Στην περίπτωση αυτή, ο μύθος της υπόθεσης είναι ο λόγος. Κι επειδή ο σωστός δρομέας πρέπει να είναι ενημερωμένος για όλα, θεωρούμε ότι και σε αυτό το θέμα θα πρέπει να μάθετε την αλήθεια προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Πολλοί, λοιπόν πιστεύουν ότι ο λόγος που οι δρομείς αναγκάζονται να καταφεύγουν στη… χαλάουα είναι η μείωση της αντίστασης του αέρα. Οι τρίχες των ποδιών, λένε, δημιουργούν μεγάλη αντίσταση στον αέρα κι έτσι οι δρομείς χάνουν χρόνο με συνέπεια οι επιδόσεις τους να χειροτερεύουν. Μύθος!
Κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αμελητέο αφού η τριχοφυΐα του δέρματος μεγαλώνει ελάχιστα τη συνολική επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος και κατά συνέπεια την τριβή με τον αέρα. Ο πραγματικός λόγος έχει να κάνει με τη μάλαξη καθώς οι τρίχες εμποδίζουν τον μασέρ να εκτελέσει σωστά τις κινήσεις του προκαλώντας έντονη τριβή με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ερεθισμοί και μικροοιδήματα στο δέρμα. Ακόμα, το λείο δέρμα απορροφά καλύτερα τις κρέμες (αντιφλεγμονώδεις, θεμαντικές, κρυοθεραπείας), ενώ καθαρίζεται και καλύτερα. Γενικότερα λοιπόν, οι δρομείς και οι αθλητές που εκτελούν πολύωρες προπονήσεις συνηθίζουν να ξυρίζουν τις τρίχες στα πόδια τους αλλά και σε άλλα σημεία τριβής ώστε να αποφεύγονται οι ερεθισμοί αλλά και για καλύτερη υγιεινή. Τώρα που μάθατε το λόγο μήπως αρχίσατε να βλέπετε το ξυράφι με άλλο μάτι;
Μην τρώτε μετά την άσκηση γιατί το φαγητό μετατρέπεται σε λίπος
Ακόμα μία θεωρία που πολλές φορές βγάζει τους διατροφολόγους από τα… ρούχα τους. Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Σύμφωνα με την Ειρήνη Μπαμπαρούτση, το ιδανικό είναι ο ασκούμενος να καταναλώσει ένα γεύμα μέσα σε 15 λεπτά από το τέλος της προπόνησης, διότι στα πρώτα 45 λεπτά τόσο η ανασύνθεση του γλυκογόνου των μυών το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί κατά την άσκηση όσο και η πρωτεϊνοσύνθεση, γίνονται με σημαντικά ταχύτερους ρυθμούς. Συνδυάζει τροφές που περιέχουν εκτός των υδατανθράκων και λίγη πρωτεΐνη (π.χ. γιαούρτι ή τοστ με τυρί και γαλοπούλα ή ενεργειακή μπάρα ή ανάλογα και με την ώρα ένα πλήρες γεύμα όπως κοτόπουλο με ρύζι και σαλάτα ή ψάρι με πατάτα ψητή και λαχανικά). Με αυτό το τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερη αναπλήρωση και ο ασκούμενος / αθλητής είναι έτοιμος να προπονηθεί την επόμενη μέρα.
Δρομείς με… μυς
Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι δρομείς δεν πρέπει να εκτελούν ασκήσεις δύναμης. Κι όμως αποτελεί ένα μύθο που δεν ισχύει καθώς η ενδυνάμωση είναι βασικό κομμάτι στην προπόνηση ενός δρομέα. Ο βασικότερος είναι η προστασία από τραυματισμούς καθώς ένας δυνατός μυς δύσκολα τραυματίζεται. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Μέσα από την προπόνηση ενδυνάμωσης συντελούνται αρκετές αλλαγές στα μυϊκά κύτταρα αλλά και στις νευρομυϊκες συνάψεις κι έτσι η συνεργασία των δύο αυτών συστημάτων γίνεται αρμονικότερα. Ενδυνάμωση βέβαια δεν γίνεται μόνο με τα… σίδερα. Ειδικά για τους δρομείς ενδείκνυνται ασκήσεις ενδυνάμωσης με άλλες μεθόδους όπως με λάστιχα, με πλειομετρικές ασκήσεις, ισομετρικά με το βάρος του σώματος αλλά και τρέχοντας σε ανηφόρες.
Η μόδα του κρεμμυδιού
Πολύ συχνά συναντάμε δρομείς ή και ασκούμενους που τρέχουν φορώντας πολλά ρούχα ανεξάρτητα από την εξωτερική θερμοκρασία. Ο λόγος είναι ότι θεωρούν ότι έτσι θα χάσουν τα περιττά κιλά και θα αποκτήσουν τη σιλουέτα που επιθυμούν ταχύτερα και με λιγότερο κόπο. Αυτός είναι ένας μύθος ο οποίος μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί και επικίνδυνος. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Τα πολλά ρούχα δεν επιτρέπουν την απομάκρυνση της παραγόμενης θερμότητας οδηγώντας σε σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος κατά τη διάρκεια αερόβια ή αναερόβιας άσκησης, με αποτέλεσμα η εφίδρωση να είναι πολύ έντονη και η απώλεια υγρών σημαντικά μεγαλύτερη. Αυτό έχει άμεσο αποτέλεσμα στο βάρος, αφού αν ζυγιστούμε αμέσως μετά θα βρούμε τον εαυτό μας κατά 2-3 ή και περισσότερα κιλά ελαφρύτερο.
Στην πραγματικότητα όμως αυτά τα κιλά είναι ως επί των πλείστων νερό το οποίο όχι μόνο θα το ξαναπάρουμε αλλά είναι και απαραίτητο για πολλές λειτουργίες του οργανισμού ενώ με τον τρόπο αυτό χάνονται σε μεγάλες ποσότητες και πολύτιμα ανόργανα συστατικά.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό αφού η πολύ έντονη απώλεια ιδρώτα μπορεί να προκαλέσει αφυδάτωση που ισοδυναμεί με απώλεια 5% του σωματικού βάρους κάτι που πρακτικά σημαίνει μείωση της απόδοσης από 20 ως 30% για τις παρατεταμένες μυϊκές προσπάθειες όπως είναι το τρέξιμο αντοχής. Αν μάλιστα η απώλεια είναι ακόμα μεγαλύτερη και φτάσει μέχρι και το 10% του σωματικού βάρους τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα αφού μπορεί να προκληθεί κυκλοφορική ανεπάρκεια. Απώλεια βάρους μετά από άσκηση έως 2% θεωρείται κανονική ενώ πάντοτε μετά την άσκηση επιβάλλεται η κατανάλωση υγρών. Στο τρέξιμο μεγάλης διάρκειας μάλιστα αυτό μπορεί να γίνει και κατά τη διάρκεια και μάλιστα καταναλώνοντας παράλληλα και κάποιο ενεργειακό gel ή αθλητικό ποτό. Επίσης, ο ρουχισμός του δρομέα πρέπει να είναι άνετος και ευχάριστος, να επιτρέπει την αναπνοή του σώματος και να μην περιορίζει την κίνηση του.
Ακόμα ένας μύθος λοιπόν που εκτός του ότι δεν ισχύει, κρύβει και πολλές παγίδες για αυτούς που τον πιστεύουν.
Το τρέξιμο κάνει κακό στα γόνατα
Τo έχουμε ακούσει όλοι πολλές φορές κυρίως σε κύκλους μη δρομέων με αποτέλεσμα να είναι ίσως το πρώτο πράγμα που ίσως προβληματίσει όποιον αποφασίζει να ασχοληθεί με το τρέξιμο. Τα φορτία και οι επιβαρύνσεις λένε πολλοί, κουράζουν τα γόνατα και δημιουργούν τραυματισμούς. Όμως καμία έρευνα δεν έχει καταφέρει να συσχετίσει τα προβλήματα στα γόνατα με το συστηματικό τρέξιμο. Το αντίθετο μάλιστα, πολλές από αυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όποιος δεν τρέχει, διατρέχει περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα στις αρθρώσεις των κάτω άκρων από αυτούς που ασκούνται τρέχοντας τακτικά.
Ο μοναδικός κίνδυνος που μπορεί να προέλθει στη συγκεκριμένη περιοχή από το τρέξιμο έχει να κάνει με την απότομη αύξηση του προπονητικού φορτίου, γεγονός που πολύ απλά σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να ανεβάζουμε τόσο τον όγκο όσο και την ένταση της προπόνησης μας προοδευτικά και με μέτρο. Και βέβαια να φροντίζουμε να μην τρέχουμε σε σκληρά εδάφη για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να χρησιμοποιούμε τα σωστά παπούτσια με ικανοποιητική ικανότητα απορρόφησης κραδασμών. Ακόμα ένας μύθος καταρρίφθηκε!
Ποια είναι η πραγματική απόσταση του μαραθώνιου δρόμου;
Πρόκειται για έναν ιστορικό μύθο που ίσως αρκετοί ακόμα πιστεύουν. Αναφερόμαστε στην απόσταση του μαραθωνίου, στα 42.195 μ. που όμως δεν είναι το πραγματικό μήκος της απόστασης που διένυσε ο Αθηναίος ημεροδρόμος. Το 1886 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας η απόσταση ήταν 40 χλμ., το 1900 στο Παρίσι 40,26 χλμ., το 1904 στο Σεντ Λιούις 41 χλμ. και το 1906 στην μεσοολυμπιάδα της Αθήνας 41,86 χλμ. Το 1908 στους πέμπτους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο οι διοργανωτές μεγάλωσαν λίγο τη διαδρομή ώστε να φτάνει από τα ανάκτορα του Ουίνδσορ στο Ολυμπιακό στάδιο στην περιοχή Σέφερντ Μπους στα δυτικά της πόλης. Η απόσταση αυτή ήταν ακριβώς 42 χλμ. όμως έπρεπε να προστεθούν κάποια μέτρα μέσα στο στάδιο ώστε να μπορέσει η βασιλική οικογένεια να δει τους νικητές. Έτσι τα 40 χλμ. έγιναν 42,195 χλμ. και παρά το γεγονός ότι για τις επόμενες δύο διοργανώσεις η Ολυμπιακή Επιτροπή χρησιμοποίησε άλλες αποστάσεις τελικά το 1921 επανέφερε την τρέχουσα η οποία και θεωρείται μέχρι και σήμερα η επίσημη απόσταση του μαραθωνίου. Αν δυσανασχετείτε κι εσείς στα τελευταία χιλιόμετρα ενός μαραθωνίου τώρα θα ξέρετε τουλάχιστον που να απευθυνθείτε…
Τα όξινα φρούτα καίνε λίπος
Ίσως να έχετε ακούσει ότι τα λεμόνια και τα γκρέιπφρουτ καίνε λίπος. Είναι όμως δυνατό ένα φρούτο να έχει τέτοια ικανότητα; Η Ειρήνη Μπαμπαρούτση μας εξηγεί πως η οξύτητα ενός τροφίμου καθορίζεται από τον αριθμό των ιόντων υδρογόνου που αποδεσμεύει όταν διαλύεται στο νερό. Τα τρόφιμα που χάνουν πολλά ιόντα υδρογόνου ονομάζονται «όξινα». Μερικά τρόφιμα, όπως τα εσπεριδοειδή, είναι πολύ όξινα εκτός του ανθρώπινου οργανισμού, αλλά έχουν μια ισχυρή αλκαλική δράση όταν καταναλωθούν. Έτσι, οι επιπτώσεις των τροφίμων στην υγεία εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τις βιοχημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στο σώμα μας. Τόσο το γκρέιπ φρουτ, το λεμόνι όσο και άλλα όξινα τρόφιμα (π.χ. ξίδι), δε διαλύουν το λίπος. Αν τα τρόφιμα αυτά είχαν λιποδιαλυτικές ιδιότητες το αποτέλεσμα θα ήταν οδυνηρό για τον οργανισμό μας γιατί δε θα διέλυαν μόνο τα αποθηκευμένα λίπη άλλα και τα υπόλοιπα όργανα και ιστούς που αποτελούνται από λίπος. Ουσιαστικά τα συγκεκριμένα φρούτα περιέχουν θρεπτικά συστατικά που ρυθμίζουν τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης, ελέγχοντας την όρεξη και την πρόσληψη τροφής, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αποθήκευση βάρους και να αυξάνεται η χρήση του λίπους για παραγωγή ενέργειας. Η συνδυαστική δράση αυτών των ουσιών, έτσι όπως τεκμηριώνεται από αξιόπιστες μελέτες, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του βασικού μεταβολισμού από 2% έως 4%.
Μα δεν κουράστηκα…
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι αν δεν αισθανθούν έντονη κούραση όταν τρέχουν τότε η προπόνησή τους δεν έχει αποτέλεσμα. Κι όμως αυτό είναι λάθος. Στη βασική αερόβια ένταση που αποτελεί και τον κύριο όγκο της προπόνησης των δρόμων αντοχής, η αίσθηση της κόπωσης είναι μικρή και για αυτό το λόγο επιβάλλεται η χαμηλή ένταση, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Κρομμύδας. Ο ίδιος συνεχίζει «Οι καθαρές προσαρμογές της βασικής αντοχής επιτελούνται σε καρδιακή συχνότητα κάτω του 70% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας επομένως δεν είναι πάντοτε θεμιτό να έχουμε έντονο το αίσθημα της κόπωσης αλλά και του λαχανιάσματος όταν τρέχουμε και στοχεύουμε στη βελτίωση της βασικής αντοχής μας».
Το «κακό» γαλακτικό
Πρόκειται ίσως για την πλέον… μισητή ουσία όχι μόνο ανάμεσα στους δρομείς αλλά και σε όλους όσους ασχολούνται με ταχυδυναμικά αθλήματα. Βλέπετε το γαλακτικό οξύ είναι υπεύθυνο για την περίεργη αίσθηση δυσφορίας, το έντονο σφίξιμο στους μυς, τη ζάλη και τον πόνο σε διάφορα σημεία, που συχνά εμφανίζονται μετά από ένα δυνατό τερματισμό ή τη συμμετοχή σε έναν αγώνα μικρής σχετικά διάρκειας και μεγάλης έντασης.Στην πραγματικότητα βέβαια βρίσκεται πάντα στο αίμα απλά δεν γίνεται αισθητή η παρουσία του καθώς η συγκέντρωσή του είναι πολύ χαμηλή. Το γαλακτικό οξύ παράγεται από τον οργανισμό μας ως προϊόν αποδόμησης του γλυκογόνου. Όταν κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης δεν επαρκεί το οξυγόνο για να καλύψει τις ενεργειακές απαιτήσεις των καύσεων, αυξάνεται σημαντικά ο ρυθμός παραγωγής του γαλακτικού οξέος το οποίο μεταφέρεται στους διάφορους μυϊκούς ιστούς επιτρέποντας τη συνέχιση της διαδικασίας παραγωγής ενέργειας η οποία χωρίς την παρουσία του θα σταματούσε. Το χρονικό διάστημα της «παράτασης» αυτής εξαρτάται από την ένταση και τη συνολική διάρκεια της προσπάθειας και την ικανότητα και τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του δρομέα. Άρα δεν ευθύνεται το γαλακτικό οξύ για την αδυναμία συνέχισης της προσπάθειας αλλά η έλλειψη οξυγόνου.
Από τη μία πλευρά λοιπόν είναι καματογόνο αφού παράγεται σε μεγαλύτερη συγκέντρωση όταν εκτελούμε για αρκετή ώρα, συνεχόμενα ή διαλειμματικά, έργο υψηλής έντασης, από την άλλη όμως είναι και «εργογόνο» αφού βοηθά στη συνέχιση της παραγωγής ενέργειας.Επιπλέον οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι μία ελάχιστη παραγωγή του είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των λιπαρών οξέων σε ένα καλό επίπεδο, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την κατανάλωση υδατανθράκων στο μέγιστο δυνατό βαθμό, κάτι που σε έναν αγώνα μαραθωνίου είναι πιο οικονομικό και αποδοτικό.
Τεχνική και τρέξιμο
Χάσιμο χρόνου. Έτσι χαρακτηρίζουν αρκετοί δρομείς, και συνήθως οι γηραιότεροι, την κάθε προσπάθεια να διορθώσουν την κίνηση του χεριού που κάνει έντονη στροφή στο τρέξιμο, τη διασταύρωση των ώμων, το στραβό πάτημα και κάθε είδους σημάδι κακής τεχνικής. Αυτό κι αν είναι μύθος. Η τεχνική μπορεί πάντα να βελτιωθεί ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, μειώνοντας τους κινδύνους τραυματισμού και ευνοώντας την αύξηση της απόδοσης. Σε έρευνες μάλιστα που έχουν γίνει σε ανθρώπους 70 – 80 ετών που ξεκίνησαν να γυμνάζονται με ασκήσεις με βάρη, παρατηρήθηκε ότι μετά τις τρεις πρώτες εβδομάδες οι ασκούμενοι εκτός από σημαντική αύξηση της μυϊκής τους δύναμης σημείωσαν και βελτίωση της τεχνικής και του συντονισμού τους. Αυτό που χρειάζεται είναι να εντοπίσει και να κατανοήσει κανείς τα ακριβή λάθη στην τεχνική του, και να προσπαθήσει να τα διορθώσει εισάγοντας σταδιακά στο τρέξιμο τις όποιες διορθώσεις, εκτελώντας τις κατάλληλες ασκήσεις, βελτιώνοντας τη στάση του σώματος, τη νευρομυϊκή του συναρμογή αλλά και δυναμώνοντας τον κορμό του, αφού πολλές φορές κάποιες μυϊκές αδυναμίες είναι αυτές που οδηγούν στην κακή τεχνική των μελών.
Φυσικά, πολλές φορές τα τεχνικά λάθη οφείλονται και σε κάποιες σωματικές ιδιαιτερότητες (ανισομετρίες, ανισοσκελίες, υπερπρηνισμός κ.ά.), πλέον όμως με τη βοήθεια των ειδικών είναι δυνατόν αφού εντοπιστούν, να διορθωθούν με το κατάλληλο ασκησιολόγιο ή με διάφορα τεχνικά μέσα (ορθωτικά, νάρθηκες κ.ά.).
Το κρίσιμο σημείο
Ο αθλητισμός, όπως και κάθε τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας, παρουσιάζει μια σειρά από «ανεξήγητα» φαινόμενα, καταστάσεις τις οποίες πολλές φορές μεγαλοποιούμε, υπερτονίζουμε ή τις αντιμετωπίζουμε ως εξαιρετικές, δημιουργώντας γύρω από αυτές ένα τεράστιο μύθο. Η διάσταση του «μύθου» εμφανίζεται σε περιπτώσεις έντονης δυσκολίας και σχετίζεται με «κρίσιμα» σημεία, προσωπικά «γούρια», «ψυχολογικά όρια» κλπ. Στον αθλητισμό υπάρχει επίσης ο μύθος του «κρίσιμου» σημείου, οι «κρίσιμοι» πόντοι, τα «κρίσιμα» χρονικά περιθώρια, τα οποία θεωρούμε ότι αποτελούν τους προπομπούς της εξέλιξης ενός αγώνα. Για παράδειγμα στο τένις, ένας πόντος, ακόμη και αν είναι το ματς μπολ, είναι τόσο κρίσιμος όσο και οι υπόλοιποι πόντοι του αγώνα, οι οποίοι έχουν την ίδια βαρύτητα για την εξέλιξη του παιχνιδιού. Μεγαλώνοντας την κρισιμότητα αυξάνουμε τη συναισθηματική μας διέγερση και θα απολέσουμε σταδιακά τον έλεγχο.
Έτσι σε έναν αγώνα δρόμου δεν θα πρέπει να αγχωθούμε ούτε να ενθουσιαστούμε αν το πέρασμα από ένα ενδιάμεσό σημείο είναι πιο αργό ή πιο γρήγορο. Αντίθετα θα πρέπει να αντιδράσουμε ψύχραιμα και αν κρίνουμε ότι είναι απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική μας.
Δημοσίευση στο Runner 49, των Γιάννη Ζαρώτη, Βασίλη Κρομμύδα, Ειρήνης Μπαμπαρούτση, Βασίλη Παπαϊωάννου, Νίκου Πολιά.