Η άγνωστη

Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Την έβλεπα καιρό να τρέχει στη διαδρομή μου. Χρόνια. Συνήθως πρωινά Κυριακής, σε αντίθετη κατεύθυνση, τέτοια που συναντιόμασταν. Με το κεφάλι σκυμμένο, κόκκινο καπελάκι και χρυσά γυαλιά μυωπίας. Μεσόκοπη, κουρασμένη απ’ τη ζωή, λίγο αφημένη. Δεν θύμιζε καθόλου δρομέα, έμοιαζε παράταιρη στη σκηνή. Την έβλεπα καιρό και τη χαιρετούσα. Με ένα νεύμα στην αρχή, με μια καλημέρα έπειτα και μήνες μετά μ’ ένα δυνατό: «γειά σου, κούκλα», που έκτοτε ακουγόταν εκατέρωθεν, σαν πάγιος χαιρετισμός. Πάντα με τα ίδια ρούχα – φαρδύ σορτσάκι εποχής, φαρδύ μπλουζάκι με στάμπα, το κόκκινο καπελάκι. Χαιρόμουν να τη βλέπω, όπως χαίρομαι με κάθε τι γνώριμο που αντικρίζω στις διαδρομές μου. Και τη θαύμαζα στην επανάληψή της: ίδια ρούχα, ίδια διαδρομή, ίδιος ρυθμός. Με το βλέμμα χαμηλωμένο και στο δρόμο, μια σοβαρότητα εμφανή. Με μια προσήλωση στις ανηφόρες που τις ανέβαινε με συγκλονιστική αποφασιστικότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Ένα πρωινό δυο-τρία χρόνια πριν, στο εβδομαδιαίο μας συναπάντημα, με ρώτησε φωναχτά κι από απέναντι αν θα έτρεχα στο μαραθώνιο της Αθήνας, στο δεκάρι. «Ίσως», απάντησα. «Εγώ ναι», είπε εκείνη. Ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσε για κάτι, πέρα από καλημέρα, μια χαραμάδα σε μια ζωή που ούτε τη φανταζόμουν ούτε προσπαθούσα να τη σκιαγραφήσω. Εγώ τελικά δεν έτρεξα, απέχοντας απ’ τους αγώνες με όσες δικαιολογίες έχω καταφέρει συστηματικά να βρω τελευταία. Εκείνη έτρεξε. Δε χρειάστηκε να μου το πει. Το κατάλαβα. Από τη νέα φορεσιά, την πιο μοντέρνα, και το νέο μπλε καπελάκι που φορούσε. Κι από κάτι νέο στο βλέμμα της. Το ίδιο αποφασιστικό, άλλα λιγότερο χαμηλωμένο. Κι από μια δόση χαράς που έφτανε ως εμένα.

Τη φαντάστηκα στον πρώτο της αγώνα, στην αφετηρία, παράταιρη μέσα στον κόσμο, διαφορετική. Λίγο πιο μεγάλη, λίγο πιο κουρασμένη, λίγο πιο θλιμμένη από το πολύχρωμο πλήθος. Τη φαντάστηκα κλεισμένη στον εαυτό της, στην προσπάθεια να είναι αθέατη. Κι έπειτα την είδα νοερά στον τερματισμό. Αλλιώς. Με το μετάλλιο στο λαιμό, λαμπερή, χαρούμενη.

Πέρσι το καλοκαίρι την είδα ένα μεσημέρι στο δρόμο, απέναντι από τη Βουλή. Με ρούχα της δουλειάς, μιας κανονικής μέρας. Χαιρετηθήκαμε πολύ απλά, σαν να μην είχε τίποτα παράδοξο το νέο σκηνικό της συνάντησης, και βηματίσαμε για λίγο μαζί. «Πού πας»; τη ρώτησα. «Στο σπίτι», απάντησε. «Τώρα έφυγα από το υπουργείο και γυρίζω στο σπίτι να φροντίσω τη μάνα μου». Ήταν σαν να το ήξερα, σαν να ήταν η ερμηνεία που θα περίμενα. Μια φράση που άνοιγε τη χαραμάδα.

Τη φαντάστηκα εγκλωβισμένη σε μια ζωή ανάμεσα στη δουλειά και στις φροντίδες, στις υποχρεώσεις και στην πλήξη της επανάληψης. Μόνη κυρίως – αδυνατούσα να τη δω αλλιώς. Έβαλα νοερά στο κάδρο της ζωής της τις ανηφόρες μας. Σκέφτηκα αλλιώς το κατεβασμένο βλέμμα. Όχι πια κούραση από την προσπάθεια, μα ελευθερία, ανάσα, μια ζωή που εκπληρώνεται κάπως, ακόμα και με φαινομενικά παράδοξο τρόπο. Είδα στους γύρους της στιγμές που γεμίζει η ζωή. Αντίθετα από εμένα, από εμάς, που βγαίνουμε στο δρόμο για αποσυμπίεση, για να βγάλουμε από πάνω μας τον κάματο της μέρας, να ταξινομήσουμε τις πολλές παραστάσεις, να ησυχάσουμε, να χαρούμε τη δυσεύρετη μοναξιά.

Για να δείτε θέματα ενδυνάμωσης-ευλυγισίας ειδικά για δρομείς πατήστε εδώ.

Θα ‘θελα να ‘ξερα τι την έβγαλε στο δρόμο την πρώτη της φορά, ποια να ήταν η αφορμή της. Να μπορούσα να άκουγα την ιστορία της, ξεχωριστή ανάμεσα στις πολλές που έφτασαν ως εμένα μέσα στα χρόνια. Να έβλεπα τη μεταμόρφωσή της εντός, πέρα από αυτήν την αργή που τεκμηριώνεται πρόδηλα στο δρόμο. Να ήξερα τι την οδήγησε εκεί, στην ελευθερία των δρόμων, την κάπως παράταιρη με αυτό που δείχνει. Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ – ούτε αν θα ξαναβρεθούμε, αν θα μιλήσουμε στην κανονική ζωή, έξω απ’ την κοινή διαδρομή μας. Ξέρω πως όταν τη βλέπω, θα αφήνω λίγο περισσότερο το βλέμμα μου επάνω της αναζητώντας σημάδια χαράς στη βόλτα της. Όχι στοιχεία αναμέτρησης και βασανιστικής σκιαμαχίας με έναν καλύτερο εαυτό, σαν αυτά που κάποτε με βασανίζουν τρέχοντας. Σημάδια χαράς, μόνο.

Δημοσίευση στο Runner 67, της Αγγελικής Κοσμοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Aleksandr Sorokin: Αποκλειστική συνέντευξη στο RUNNER Magazine
Συνέντευξη με τον κορυφαίο υπερμαραθωνοδρόμο
Επιστροφή στους λαϊκούς αγώνες!
Από τη στήλη «Ιστορίες του Δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο