Κορδόνια & τακούνια

Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Άνοιξα το κουτί βιαστικά, με τον τρόπο των παιδιών που δεν ξέρουν να περιμένουν. Ξετύλιξα το λεπτό ρυζόχαρτο και τα έβγαλα ένα-ένα, με προσοχή. Έριξα μια γρήγορη ματιά: κομψά και κοριτσίστικα, με φωτεινά χρώ­ματα, διαφορετικά από όσα φορούσα τόσα χρόνια. Γλίστρησα το χέρι μέσα τους, τράβηξα το χαρτόνι και χαλάρωσα τα κορδό­νια. Δεν ήταν ώρα να τα δοκιμάσω, ντυμένη όπως ήμουν με τα ρούχα της δουλειάς – κι εξάλλου δεν χρειαζόταν καν, αφού ο πελματογράφος είχε ήδη κάνει το προξενιό. Ωστόσο, παρορμη­τική απ’ τη φύση μου, δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Η στιγμιαία ματιά στον καθρέφτη δεν επιδεχόταν αισθητική ανάλυση. Ναι, το παράδοξο θέαμα μιας δεκάποντης καστόρινης γόβας στο αριστερό κι ενός ολοκαίνουργιου Nirvana στο δεξί δεν ήταν εικόνα συνηθισμένη. Η φωτογραφική της απλότητα αποτύπω­νε, σ’ ένα μόλις ενσταντανέ, την αιώνια πόλωση της ζωής μου ή, σε άλλη ανάγνωση, την πληρότητα που μόνον τα αντίθετα μπορούν να γεννήσουν. Βγήκα στο δρόμο κρατώντας τη σα­κούλα σφιχτά. Παρά τη δεκάποντη διαδρομή ως τη βάση μου, η αίσθηση εκείνης της μίας στιγμής ήταν ακόμα εκεί – κι έμεινε ζωντανή και παρούσα όλο το βράδυ, στριμωγμένη ανάμεσα σε συναντήσεις, κουβέντα για δουλειές κι ένα προγραμματισμέ­νο επαγγελματικό δείπνο.

Γυρίζοντας στο σπίτι αργά, τα έβγαλα προσεκτικά απ’ το κου­τί και τα ‘βαλα απέναντί μου σε θέση στρατηγική, μαζί με τα ρούχα της προπόνησης. Ξυπνώντας έστρεψα το πρώτο βλέμμα εκεί, όπως κάναμε μικροί για να βεβαιωθούμε πως δεν έφυ­γαν από κοντά μας τα πρωτοχρονιάτικα δώρα. Ετοιμάστηκα με γρήγορες κινήσεις κι έδεσα μαλακά τα κορδόνια για την πρώτη έξοδο. Πρωινός Λυκαβηττός, ο δρόμος άδειος, η μέρα βροχε­ρή. Λίγα βήματα για να πάρω εμπρός, λίγα ακόμα για να συνη­θίσω την αίσθηση του καινούργιου κι έφυγα. Ο γνωστός εαυτός μου, η γνωστή διαδρομή και, ανεβαίνοντας τις ανηφόρες, κλε­φτές ματιές στη νέα μου παρέα, με την τρυφερότητα που αξίζει να επιφυλάσσει κανείς στα άψυχα που τον συντροφεύουν. Όχι για την υποκειμενική ομορφιά τους, ούτε για την πρακτικότητα, σμιλεμένη μέσα από χρόνια δοκιμών σε υπερσύγχρονα εργα­στήρια – μα για τον αρχέγονο συμβολισμό τους. Ένα νέο ζευγά­ρι παπούτσια, πέρα από αναγκαίο αξεσουάρ, είναι η αφετηρία μιας νέας δρομικής πορείας, το ιδεόγραμμα μιας ολοκαίνουρ­γιας κι εμβληματικής προσωπικής διαδρομής. Περιέχει, απ’ τη φύση του, όνειρα ευδιάκριτα και ξεχωριστά για τον καθένα μας: προσδοκίες για ανοιχτούς δρόμους, το αρχέγονο κάλεσμα για παιχνίδι, τη γοητεία της άμιλλας και την επιθυμία για χαρές γεννημένες από απλά υλικά. Παίζει με τα όρια, προκαλεί την υπέρβαση, συμμετέχει στην προσπάθεια. Αντέχει τον κάματο, συγχωρεί το στραβοπάτημα, αποτυπώνει την ανάμνηση. Και, πάνω από όλα, υποτάσσεται στη σημειολογία κάθε εργαλεί­ου, λειτουργώντας αφαιρετικά, ως σύμβολο του κόσμου του δρομέα. Αν κάθε αντικείμενο που μας συνοδεύει φέρει στην ύλη του κάτι από εμάς, ένα νέο ζευγάρι παπούτσια ισορροπεί ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία. Αφόρετο ακόμα στο ράφι, αραδιασμένο ανάμεσα σε άλλα ομοειδή του, δεν είναι παρά παθητικός συμμέτοχος σε διαγωνισμό καλλονής. Το ίδιο ζευγάρι στο χέρι, όταν το πρωτοπιάνεις, το ζυγίζεις και το ψηλαφείς προσεκτικά, γίνεται αποδέκτης ενός πρώιμου και ιδιότυπου φλερτ. Στην πρώτη του δοκιμή αφήνει μια πρόγευση κρυμμένων δυνατοτήτων, που ισορροπούν τα τεχνικά χαρα­κτηριστικά με την προσωπική επιδίωξη – κι έπειτα, στο δρόμο, γίνεται, μέρα τη μέρα, φυσική συνέχεια του σώματος και συ­ντομογραφία ενός ολόκληρου κόσμου. Στη ντουλάπα μου, ψη­λοτάκουνες γόβες και πέδιλα στη γραμμή σηκώνουν το βάρος μιας σοβαρής, επαγγελματικής, θηλυκής εικόνας. Δίπλα τους, τα παπούτσια του τρεξίματος, σκονισμένα και λασπωμένα, τα­λαιπωρημένα απ’ τους δρόμους και μπολιασμένα απ’ τη ζωή, μυρίζουν περιπέτεια. Επιλέγοντας ανάμεσά τους κάθε πρωί, επιλέγω ασυνείδητα την ταυτότητα της μέρας που αρχίζει. Την ίδια στιγμή, κλείνω το μάτι στην άλλη όψη που μένει, για λίγο, κρυμμένη, περιμένοντας τη σειρά της. Εκεί, στη συνύπαρξη ετερόκλητων συμβολισμών, καθορίζομαι και κατακτώ την πληρότητα. Εκεί ισορροπώ τους ρόλους μου, κάποτε απροσ­δόκητους στο συνδυασμό τους. Και με μια μόνο ματιά στα κορ­δόνια και τα τακούνια, στα μαλακά δέρματα και στα εύπλαστα νέα υλικά, βλέπω αραδιασμένα μπροστά μου τα συστατικά της ζωής να μου κλείνουν το μάτι.

Δημοσίευση στο Runner νο. 45, της Αγγελικής Κοσμοπούλου    

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εσύ, γιατί άργησες;
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Μαμά εσένα τι σου αρέσει;
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Κάτι μεγάλο, κάτι μικρό
Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο