Δημήτρης Βούρος: Ο “υπέροχος”

Μία ξεχωριστή συνέντευξη στην Νατάσα Γιαννούση

Share
Δημήτρης Βούρος

Είναι ένας από τους σημαντικούς Έλληνες μαραθωνοδρόμους, που έγραψε ιστορία τη δεκαετία του ’60. Σχεδόν 50 χρόνια μετά ο Δημήτρης Βούρος θυμάται μαζί μας τα χρόνια του πρωταθλητισμού που τον σημάδεψαν. Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο RUNNER Magazine και στην Νατάσα Γιαννούση το 2011:

Κρατάω στα χέρια μου ένα απόκομμα της Βραδυνής από το 1969. Φέρει την υπογραφή του Γιάννη Μαμουζέλου, στα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα. Ο τίτλος του άρθρου τα λέει όλα. «Ο υπέροχος Βούρος».


Συνεχίζω να διαβάζω, την πρώτη παράγραφο, που κουβαλάει όλη την ατμόσφαιρα μίας εποχής που είναι μεν μακρινή αλλά ταυτόχρονα μοιάζει τόσο σύγχρονη, με τις ανησυχίες και τις ελπίδες της για τον ελληνικό αθλητισμό:
«Έφθασε άραγε η στιγμή να χειροκροτήσουμε την αναγέννησιν του αθλητισμού μας;
Διά πρώτη φορά Έλληναι αθληταί προξενούν τόσο μεγάλο ενθουσιασμό με την εμφάνισή των και μάλιστα εις τον μαραθώνιον»
, γράφει ο Γιάννης Μαμουζέλος.

«Πρώτος εξ όλων ο πρωταθλητής μας Βούρος, υπέροχος όσο καμμία άλλη φορά, εσημείωσε χρόνον διεθνούς επιπέδου, ενίκησε διασήμους αντιπάλους και έδειξε ότι έχει τα προσόντα να πετύχει κάτω από 2 ώρες 20 λεπτά και να διακριθεί διεθνώς».

Σήμερα βέβαια ξέρουμε την συνέχεια. Αν και τελικά ο Βούρος δεν έτρεξε κάτω από το όριο των 2:20, το 1969, κατάφερε να τερματίσει στην 9η θέση της γενικής κατάταξης του 8ου Διεθνή Κλασικού Μαραθώνιου της Αθήνας (όπως λεγόταν τότε) και με 2:23.33 να είναι πρώτος πανελληνιονίκης, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Στέλιου Κυριακίδη από τη Βοστόνη, που είχε μείνει άθικτο από το 1946!


Ενώ εγώ διαβάζω, απέναντί μου βρίσκεται αυτοπροσώπως αυτός ο «υπέροχος Βούρος». Καθόμαστε σε ένα καφέ επί της εθνικής, στον Άγιο Στέφανο κοντά στο σπίτι του. Έχει καταφτάσει πριν από λίγο φέρνοντας μαζί του νοσταλγικές φωτογραφίες και αποκόμματα σαν και αυτό της «Βραδυνής», που έχει ήδη τραβήξει την προσοχή μου.

Σήμερα ο Δημήτρης Βούρος είναι ένας λεπτός, κομψός, καλοστεκούμενος κύριος, που ίσως δεν θα έλεγε κανένας ότι υπήρξε πρωταθλητής μαραθωνοδρόμος, αλλά σίγουρα όλοι θα πρόσεχαν την εξαιρετική φόρμα που έχει για την ηλικία του.

Και για να μην έχω καμία αμφιβολία περί τούτου, σπεύδει να με ενημερώσει. «Πόσο χρονών νομίζεις ότι είμαι; Πέντε ημερών ενός έτους και επτά δεκαετιών»!

Και η συζήτηση ανάβει…

Τρέχετε καθόλου σήμερα;
Τρέχω όποτε έχω διάθεση και χρόνο, αλλά ο χρόνος μου είναι πλέον περιορισμένος, καθώς ασχολούμαι όλη μέρα με γεωργικές εργασίες. Εδώ κοντά έχω ένα κατάστημα με γεωργικά προϊόντα, πίσω από το οποίο βρίσκεται το σπίτι όπου μένουμε με τη σύζυγό μου. Έχω ένα κτήμα στο δρόμο από τον Άγιο Στέφανο προς το Καπανδρίτι, με δέντρα και ζαρζαβατικά. Ξέρεις τι δουλειά έχει αυτό; Έχουμε, ακόμα, στην Άνδρο ένα κτήμα και κάθε φορά που πηγαίνω μοιάζει με ζούγκλα. Πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα όλον τον χειμώνα και ασχολούμαι με τον κήπο γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να μπούμε μέσα από την πυκνή βλάστηση. Η γυναίκα μου είναι από εκεί, από τον όρμο του Φελλού. Μου αρέσει πολύ η Άνδρος, και αν μπορούσα θα έμενα εκεί, δεν θα ερχόμουν καθόλου στην Αθήνα. Αλλά, βλέπεις, εδώ είναι τα παιδιά, τα εγγόνια, οι δουλειές, είναι δύσκολο.

Ποια θεωρείτε ότι ήταν τα καλύτερα χρόνια σας στον κλασικό αθλητισμό;
Αυτά βέβαια που είχα τις καλύτερες επιδόσεις, τα τελευταία χρόνια της καριέρας μου, από το 1965 μέχρι που σταμάτησα, το 1971.

Πώς ασχοληθήκατε με το τρέξιμο;
Σε ηλικία 15 χρονών δούλευα σε ένα τυπογραφείο και έμενα στη Δάφνη. Τελείωνα τη δουλειά στις τρεις-τέσσερις το απόγευμα και πήγαινα στο σπίτι με τα πόδια γιατί μου άρεσε. Πέρναγα λοιπόν από τα στάδιο και έβλεπα τους αθλητές που έκαναν προπόνηση, μου άρεσε να τους χαζεύω. Τον Καμπαδέλλη, τον Δεπάστα… Ονόματα της εποχής που έτρεχαν εκεί, στο Καλλιμάρμαρο. Κάποια στιγμή σκέφτηκα: «Δεν πάω κι εγώ;». Μπαίνω μέσα και βλέπω κάποιον που κοντοστεκόταν και τον ρωτάω: «Πως μπορώ κι εγώ να γίνω αθλητής;». «Φέρε ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και δύο φωτογραφίες» μου απαντάει. Την άλλη μέρα τα πήγα τρέχοντας και μου λέει ο ίδιος εκείνος κύριος: «Από τώρα είσαι αθλητής του Παναθηναϊκού». «Κάτσε,» του απαντάω, «αλλά εγώ είμαι ΑΕΚτζής!» «Άστα», λέει, «ξέχνα τα τώρα αυτά». Ήταν ο Δήμου, ο τότε έφορος του Παναθηναϊκού στο στίβο. Από τότε έγινα αθλητής του Παναθηναϊκού και διγενής στα φίλαθλα αισθήματα!

Σε ηλικία 15 χρονών έγινα αθλητής και από τότε κάθε μέρα έκανα προπόνηση. Έκανα όμως και άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Πήγαινα νυχτερινό σχολείο. Τα πρωινά βοηθούσα τον πατέρα μου στην οικοδομή, ήταν εργολάβος βλέπεις. Εκτός από τη δουλειά στο τυπογραφείο, που συνέχισα να πηγαίνω πότε-πότε.

Μερικές φορές μου έλεγε ο πατέρας μου: «Βρε Δημητράκη, δεν τα αφήνεις τώρα αυτά, να κοιτάξουμε τη δουλειά;». «Πατέρα,» του απαντούσα, «η δουλειά δουλειά και ο στίβος στίβος». «Μα κουράζεσαι πολύ». «Σε ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον, αλλά εγώ θα συνεχίσω». Εμένα μου άρεσε ο αθλητισμός, μου άρεσε ο στίβος, δεν είχα τίποτα να κερδίσω πέρα από αυτήν την αγνή αγάπη. Και να ξαναγεννιόμουν πάλι στίβο θα έκανα. Μου άρεσε να αγωνίζομαι.

Οπότε, τελικά δεν σας κατάφερε να τα παρατήσετε.
Φυσικά και όχι! Εγώ συνέχισα. Πήγαινα στην προπόνηση, και μετά στο νυχτερινό. Μάλιστα μία εποχή είχα το θράσος να θέλω να κάνω και ξιφασκία. Πάω μία φορά στην προπόνηση και έτρεμε το χέρι μου καθώς κρατούσα το ξίφος. «Τι συμβαίνει;» μου λέει ο προπονητής; «Είμαι κουρασμένος σήμερα,» λέω εγώ. «Άστα μου λέει τώρα αυτά, δεν γίνονται όλα μαζί». Και έτσι σταμάτησα την ξιφασκία! (γελάει). Και ευτυχώς που έφυγα γιατί πράγματι δεν γίνονταν όλα μαζί.

Ποιος ήταν ο προπονητής σας;
Στον Παναθηναϊκό είχαμε όλοι οι αθλητές, ανεξαρτήτως αγωνίσματος, ένα γυμναστή, τον Μητροφάνη με τον οποίο και ξεκίνησα. Εγώ τον γνώρισα βέβαια σε μεγάλη ηλικία, καθώς είχε κολλήσει στον Παναθηναϊκό και γύμναζε όλα τα αγωνίσματα του στίβου, ενώ ο ίδιος δεν είχε προϋπάρξει αθλητής. Και το αναφέρω αυτό επειδή κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό ένας προπονητής να έχει και αγωνιστική εμπειρία. Δεν λέω, καλά τα κατάφερνε, αλλά αυτή η κατάσταση είχε ως συνέπεια πολλοί αθλητές του Παναθηναϊκού να μην έχουν έναν προπονητή ειδικό στο αγώνισμά τους. Βέβαια τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν ήταν επαγγελματικός ο αθλητισμός. Στη συνέχεια είχα και κάποιους άλλους προπονητές, αυτούς που προπονούσαν την Εθνική ομάδα. Αλλά τολμώ να πω ότι ούτε αυτοί ήξεραν πολλά, αν και τους είχαν προσλάβει για να προπονήσουν αποστάσεις. Μπορώ να πω ότι μόνος μου τα κατάφερα να ανέβω σαν δρομέας. Έβγαινα στην Μεσογείων, τότε είχε πολλά τρακτέρ που πήγαιναν στη δουλειά. Ακολουθούσα, λοιπόν, κι εγώ πίσω από τα τρακτέρ τρέχοντας! Αυτά πήγαιναν με 20-25 χλμ. την ώρα και εγώ τα κυνηγούσα και αυτό με ανέβασε πολύ! Η μοναχική προπόνηση με ανέβασε. Βέβαια, δεν ήταν συγκεκριμένη προπόνηση, απλά με τα πολλά χιλιόμετρα βελτίωσα την αντοχή μου. Αυτή η προπόνηση μπορεί να σε ανεβάσει μέχρι ένα σημείο. Και φυσικά μην ξεχνάς ότι εγώ έκανα και άλλα αγωνίσματα, ακόμα και 400 μ. και 400 μ. με εμπόδια, ότι ήθελε ο Παναθηναϊκός. Όλα για τον Παναθηναϊκό!

Υπήρξε κάποιο σημείο μηδέν στην καριέρα σας;
Ναι, υπήρξε ένα τέτοιο κρίσιμο σημείο. Όπως σου είπα, κάποια στιγμή κατάφερα να μπω στην Εθνική ομάδα. Έλαβα μέρος, λοιπόν, στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα Ανωμάλου Δρόμου, που έγινε στην Αθήνα, αλλά σταμάτησα στο 5-6ο χλμ. Δεν ήμουν καλά και εγκατέλειψα. Με βλέπει λοιπόν ο Ματζώρος, που ήταν τότε αμισθί προπονητής στον Παναθηναϊκό (το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, έφτιαχνε μπάλες) και μου λέει: «Τι κάνεις εκεί;» «Κύριε Γιώργο,» του λέω, «δεν μπορώ άλλο, θα εγκαταλείψω τον αθλητισμό. Αφού το βλέπω ότι δεν πάει». «Γιατί, παιδάκι μου, τι πάει να πει δεν πάει; Κάτσε να το συζητήσουμε». Του λέω: «Θα με αναλάβεις εσύ;» Απαντάει: «Ναι, αλλά δεν θα κάνεις ούτε μέτρο πάνω ή κάτω από αυτό που θα σου λέω εγώ». «Μα κι εγώ αυτό θέλω, να έχω έναν προπονητή να μου λέει τι να κάνω. Να έχω ένα πρόγραμμα». Και με ανέλαβε και μέσα σε έξι μήνες έγινα από αθλητής της σειράς πρωταθλητής. Του είχα πει πολλές φορές να με αναλάβει αλλά μέχρι τότε δεν είχε δεχθεί, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή είχε ήδη πολλούς αθλητές. Εκείνη τη φορά όμως συμφώνησε.

Και πρακτικά τι άλλαξε μετά τη συνεργασία σας με το Ματζώρο;
Έκανα προπόνηση προγραμματισμένη και ποιότητας, όχι «τρέχα, τρέχα, τρέχα»! Ο Σίμιτσεκ μας έβαζε να τρέχουμε πολλά χιλιόμετρα άσκοπα κατά τη γνώμη μου. Έκανα προγραμματισμένη προπόνηση και τίποτα άλλο. Με έβαζε και έκανα δέκα 800άρια, για παράδειγμα. Όλα μετρημένα με το χρονόμετρο. Τότε βέβαια ήταν άλλα χρόνια, πιο δύσκολα. Είχαμε και τη δικτατορία. Όταν το έμαθα ότι είχε γίνει δικτατορία, ήμουν στο στάδιο και έκανα προπόνηση. Είχα μία μοτοσικλέτα, μία Λαμπρέττα, την πήρα και άρχισα να κάνω βόλτες στον Πειραιά και στο Τουρκολίμανο, για να ξεδώσω. Τελικά έφτασαν στο σημείο να μου απαγορεύσουν να κάνω προπόνηση με τον Ματζώρο γιατί ήταν κομμουνιστής. Μία φορά στον Παναθηναϊκό συγκεντρωθήκαμε όλοι οι αθλητές.
Ο έφορος, που ήταν διορισμένος από τη χούντα, ρώταγε κάθε αθλητή τι θα κάνει στο πρωτάθλημα. Οπότε όταν έφτασε η σειρά μου, απάντησα: «Εγώ δεν μπορώ να πω τι θα κάνω γιατί έχω μείνει από προπονητή». «Κάτσε,» μου λέει, «στο τέλος να το συζητήσουμε». Ποιό τέλος; Δεν είδα κανέναν.

Οπότε τι κάνατε;
Έκανα προπόνηση ακολουθώντας το πρόγραμμα του Ματζώρου. Προσπάθησαν να με «δώσουν» σε άλλους προπονητές, αλλά εγώ τους έλεγα, «Με συγχωρείτε πάρα πολύ αλλά εγώ έχω πρόγραμμα».

Πότε αποφασίσατε να τρέξετε μαραθώνιο;
Δεν μπορώ να πω ότι έχω μία συγκεκριμένη ανάμνηση γι’ αυτό. Εγώ ήμουν αθλητής αντοχής. Κάθε φορά που έβλεπα ότι σε μία μικρότερη απόσταση δεν τα πήγαινα και τόσο καλά, ανέβαινα αγώνισμα. Ο πρώτος μαραθώνιος έγινε γύρω στο 1964. Ποτέ δεν είχα άγχος στον αγώνα. Έτρεχα γιατί μου άρεσε ο αθλητισμός αλλά και γιατί ήθελα να είμαι πρώτος.
Βέβαια, σήμερα πρωταθλητισμός σημαίνει να κάνεις μόνο αθλητική ζωή. Δεν σημαίνει να δουλεύεις και στην οικοδομή. Όμως εγώ δεν μπορούσα να διώξω από τη ζωή μου αυτήν την πραγματικότητα, έτσι ουσιαστικά ο αθλητισμός ήταν το χόμπι μου.

Πόσες ώρες μπορούσατε να αφιερώσατε κάθε μέρα στην προπόνηση, με δεδομένο ότι έπρεπε και να δουλεύετε;
Έκανα έως και τρεις ώρες προπόνηση, αν χρειαζόταν. Ο μαραθώνιος δεν βγαίνει χωρίς προπόνηση. Το χειμώνα πήγαινα στη Λούτσα και στον Μαραθώνα και έκανα προπόνηση στην άμμο, και μετά έπεφτα και στη θάλασσα! Είναι δύσκολο αγώνισμα ο μαραθώνιος. Στον πρώτο που έτρεξα πλήγιασαν τα πόδια μου, στα πέλματα, από τα παπούτσια. Ευτυχώς, όταν ήμασταν στην Εθνική ομάδα, μας έδιναν αθλητικό εξοπλισμό και μας τάιζαν κιόλας. Κάτι ήταν και αυτό.

Δημήτρης Βούρος

Θυμάστε μία δύσκολη προπόνηση που είχατε κάνει;
Δύσκολη προπόνηση δεν υπάρχει! Αν έχεις σωστό προπονητή ποτέ δεν θα ξεκινήσει από τα δύσκολα και όταν σε φέρει σε αυτά πλέον θα είσαι σε θέση να τα κάνεις. Όλα με ρέγουλα γίνονται. Και το πρόγραμμα πρέπει να είναι πάντα ελαστικό και κλιμακωτό – ο αθλητής πρέπει να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Εγώ βέβαια, όταν με πήρε ο Ματζώρος, ήμουν ήδη φτασμένος αθλητής και δεν χρειαζόταν να ακολουθήσω κλιμακωτό πρόγραμμα, απλά μου έφτιαξε ένα πρόγραμμα ποιότητας, το οποίο προσπάθησα να εφαρμόσω, όχι μόνο σαν αθλητής αλλά και στη συνέχεια, όταν έγινα προπονητής του στίβου αλλά και του μπάσκετ. Γιατί πρέπει να σου πω ότι ήμουν δεκαεπτά χρόνια αθλητής και δεκαοκτώ χρόνια προπονητής!

Προβλήματα τραυματισμού είχατε;
Ευτυχώς δεν είχα ποτέ, εκτός από μία φορά μόνο, πολύ αργά στην καριέρα μου, που έπαθα μία θλάση στον τετρακέφαλο. Και αυτό πρέπει να συνέβη επειδή πήγα να κάνω κάτι χωρίς να έχω προετοιμαστεί σωστά. Επίσης, το 1970 στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Μαραθωνίου σταμάτησα στο 20ο χιλιόμετρο γιατί ένιωσα το μηνίσκο μου να με ενοχλεί. Συνέχισα μέχρι ένα σημείο αλλά μετά δεν πήγαινε άλλο και τελικά ήρθε το αυτοκίνητο και με μάζεψε. Ένα χρόνο αργότερα σταμάτησα τον πρωταθλητισμό, το 1971. Παντρεύτηκα κιόλας και τα εγκατέλειψα.

Υπάρχει μία επιτυχία που την χαρήκατε πάρα πολύ;
Η κατάρριψη ενός ρεκόρ είναι οπωσδήποτε μία επιτυχία. Για μένα το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ισπανία το 1969 αποτελεί μία ιδιαίτερη στιγμή, επειδή έκανα δύο πανελλήνια ρεκόρ, στα 10 και στα 5 χιλιόμετρα. Την πρώτη μέρα έκανα 29:37 και την επόμενη 14:11. Επίσης, είναι σημαντικό για μένα ότι κατέρριψα ένα Πανελλήνιο ρεκόρ στον μαραθώνιο που είχε να καταρριφθεί πολλά χρόνια, από το 1946 όταν ο Κυριακίδης έτρεξε στη Βοστόνη. Μάλιστα σε μία συγκέντρωση που είχαμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο μετά τον Κλασικό Μαραθώνιο του 1969, ο τότε γ.γ. του ΣΕΓΑΣ, ο Ασλανίδης, μου είπε χαριτολογώντας:

«Βούρε, άντε να πας στην Βοστόνη, να κάνεις κι εκεί ρεκόρ, γιατί ο Κυριακίδης πήρε το μέτρο και μέτραγε την διαδρομή που έτρεξες εδώ προχθές πασέτο-πασέτο!».

Τελικά, συνοδεία του ίδιου του Κυριακίδη, πήγα και στη Βοστόνη, νομίζω ήταν μόλις δύο βδομάδες μετά. Εκεί έτρεξα λίγο πιο αργά από το Πανελλήνιο ρεκόρ μου, αλλά και πάλι ήμουν πιο γρήγορος από τον Κυριακίδη. Ήμουν, θυμάμαι, 11ος σε εκείνη τη διοργάνωση.

Σας λείπουν σήμερα εκείνα τα χρόνια;
Όχι γιατί τα χόρτασα. Σήμερα με απασχολούν τα πράγματα που κάνω τώρα. Τα παλιά τα θυμάμαι με ευχαρίστηση αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα αναπολώ και συνέχεια. Ήταν κουραστικά χρόνια. Σήμερα όμως μπορώ να πω ότι τότε κατάφερα να φτάσω σε ένα καλό επίπεδο για τα προσόντα μου και για την εποχή που έκανα τις επιδόσεις αυτές. Και αυτό μου φτάνει.

της Νατάσας Γιαννούση
Δημοσίευση RUNNER Magazine 49

Δημήτρης Βούρος
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αυτό είναι. Δεν έχει άλλο!
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου»
Απροσδόκητα συνεπής
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Απλά τα πράγματα
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο