Η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Γιώργος Παπαβασιλείου στο RUNNER Magazine και στη Νατάσα Γιαννούση-Varney και είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 31 (Απρίλιος 2009).
“Ο Γιώργος Παπαβασιλείου, πρωταθλητής της αντοχής και ειδικά των στηπλ, που μεσουράνησε στο διεθνές στερέωμα κατά τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, μιλάει στο RUNNER Magazine για όλες τις επιτυχίες, αλλά και τις ατυχίες μίας πορείας που παραμένει ακόμα και σήμερα αθλητικό πρότυπο.
To βιβλίο του Κώστα Τσαγκαράκη, Γιώργος Παπαβασιλείου – «Ο θρύλος των στηπλ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ξύπνησε σε όλους μας μνήμες από το ένδοξο παρελθόν του ελληνικού κλασικού αθλητισμού, μνήμες από χρόνια δύσκολα, όπου ο αγώνας για επιβίωση ήταν για τους πρωταθλητές μας άρρηκτα συνυφασμένος με τον πόθο για αθλητική βελτίωση και το όνειρο των ρεκόρ.
Η βιογραφία του σπουδαίου δρομέα των αποστάσεων Γιώργου Παπαβασιλείου, που με πολύ μεράκι και αφοσίωση συνέταξε ο δραστήριος στα αθλητικά δρώμενα (ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Αθηνών, ιδρυτικό μέλος του Α.Γ.Σ. Ανατολή & μέλος της Οργανωτικής επιτροπής του Κλασικού Μαραθωνίου της Αθήνας) Κώστας Τσαγκαράκης, μας παρακίνησε να συναντήσουμε από κοντά τον μεγάλο αυτό δρομέα, για να αφουγκραστούμε μαζί του μερικές από τις μνήμες του παρελθόντος.
Ο Γιώργος Παπαβασιλείου είχε θριαμβευτική πορεία στα 3.000 μ. στηπλ, όπου από του πρώτους του αγώνες το 1953 κατέρριψε το Πανελλήνιο ρεκόρ, με 9.27.40, ενώ το ατομικό του ρεκόρ, 8.45.8, «μετράει» ακόμα και στις μέρες μας… Στις επιτυχίες του συγκαταλέγονται ακόμα πανελλήνια ρεκόρ στα 1.500 μ. και στα 5.000 μ., επτά πρώτες νίκες σε Βαλκανικά πρωταθλήματα, 11 νίκες σε Πανελλήνια, δύο σε Μεσογειακούς αγώνες, ενώ κατέκτησε την 8η θέση στους Πανευρωπαϊκούς (1958) και πήρε μέρος δύο φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Μία σπουδαία καριέρα.
Τον 79χρονο παλαίμαχο πρωταθλητή συναντήσαμε γύρω από ένα μελίσσι παιδιών, στο στάδιο της Φιλοθέης, σε αγώνες σχολείων Ανατολικής Αττικής, όπου ο ίδιος υπό την ιδιότητα του αλυτάρχη επέβλεπε προστατευτικά και υπεύθυνα το νέο φυτώριο ταλέντων.
Γιατί, όπως θα μας πει ο ίδιος λίγο αργότερα, ταλέντα υπάρχουν και σήμερα, όπως υπήρχαν και τότε. Το πρόβλημα είναι τι εξέλιξη έχουν τα ταλέντα αυτά. Πρώτα, όμως, ας ξεφυλλίσουμε μαζί του το βιβλίο του κ. Τσαγκαράκη…
Κύριε Παπαβασιλείου, πώς νιώθετε σήμερα καθώς διαβάζετε την ιστορία σας σε ένα βιβλίο;
Είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτό το πόνημα, γιατί μας δόθηκε η ευκαιρία να μεταδώσουμε τις δικές μας εμπειρίες από το χώρο του αθλητισμού. Το βιβλίο το γράψαμε μαζί με τον Κώστα τον Τσαγκαράκη ακριβώς για να μάθουν οι νεώτεροι πώς κάναμε τότε εμείς αθλητισμό… Με ποιες συνθήκες. Γιατί από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά… Και αυτό το έργο καταφέρνει να αναδείξει την ατμόσφαιρα της εποχής… Επίσης, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου διατίθενται για φιλανθρωπικό σκοπό, για την Κιβωτό του Κόσμου. Γι’ αυτό και ευχαριστούμε πολύ και τον ΣΕΓΑΣ που μας βοήθησε με την έκδοση.
Ας ξαναθυμηθούμε όμως μαζί πώς αρχίσατε να ασχολείστε με τον αθλητισμό. Ξεκίνησα στη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία, είκοσι χρονών. Γιατί τότε ήταν δύσκολες εποχές και τρέχαμε για να επιβιώσουμε στη ζωή. Με βλέπει λοιπόν ένας ξάδερφός μου, δάσκαλος στο δημοτικό, και μου λέει: «Στο σχολείο όταν σε είχα δει, τους κέρδιζες όλους, στο τρέξιμο, στο ύψος… Τώρα τι κάνεις; Γιατί δεν ασχολείσαι; Θα σε πάω στον Άρη». Και έτσι ξεκίνησα μία υποτυπώδη προπόνηση, τρεις φορές την εβδομάδα, όχι αρκετή φυσικά για σοβαρό αθλητισμό. Είχα βέβαια κάποιο ταλέντο. Τον δεύτερο χρόνο με είδε ο προπονητής της Εθνικής, ο Σίμιτσεκ, να τρέχω στους αγώνες που έγιναν για τα εγκαίνια της ΧΑΝΘ και με παρότρυνε να κατέβω στην Αθήνα και να προπονηθώ μαζί του γιατί, όπως είπε, «είχα δυνατότητες»! Όταν κατέβηκα τελικά, έτρεχα πολύ άτσαλα, με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά. Με συμβούλεψε να διορθώσω το στιλ μου και με τον καιρό το κατάφερα. Όταν έχει κανείς επιμέλεια και θέληση, μπορεί να τα καταφέρει, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία!
Ποια ήταν η μεγάλη ευκαιρία σας να αναδειχθείτε;
Θα έλεγα όταν ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος. Τότε ο φίλος μου και συναθλητής μου Παναγιωτόπουλος του Μακεδονικού, ο οποίος ήταν ήδη στη Χωροφυλακή, με παρότρυνε: «Δεν έρχεσαι κι εσύ, θα πληρώνεσαι και θα κάνεις και τον αθλητισμό σου…». Κάνω λοιπόν τα χαρτιά μου και στο μεταξύ πήρα μέρος και στους Στρατιωτικούς αγώνες όπου κέρδισα στα 800 μ. και στα 1.500 μ., χωρίς να έχω κάνει ειδική προπόνηση. Έτσι μπήκα στην Εθνική Ενόπλων γεγονός που μου έδωσε φτερά γιατί κέρδισα και στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ενόπλων και αργότερα πήγαμε στην Κοπεγχάγη σε διεθνείς αγώνες. Στη Ρόδο, στη Σχολή της Χωροφυλακής, όταν τελικά ξεκίνησα την εκπαίδευση το επόμενο φθινόπωρο, το καλό ήταν ότι το πρωί μπορούσα να πηγαίνω στο διπλανό δάσος και να τρέχω μόνος μου, δεν υπήρχε κανένας άλλος να τρέχει, πριν αρχίσουν τα μαθήματα στη σχολή. Αυτή η ρουτίνα συνεχίστηκε όλη τη χρονιά του 1952. Το επόμενο φθινόπωρο ήρθα στην Αθήνα αλλά και εδώ στην
προπόνηση δεν είχαμε σχεδόν καμία βοήθεια. Κάναμε νυχτερινές βάρδιες, σκοπιές και γενικά υπήρχαν πολλές δυσκολίες. Αλλά εγώ είχα πείσμα και θέληση.
Θυμάστε την πρώτη φορά που κάνατε πανελλήνιο ρεκόρ;
Τότε μάλιστα, θα σημειώσω εγώ, το λέγαμε ελληνικό ρεκόρ! Το 1953 κέρδισα για πρώτη φορά σε Πανελλήνιους αγώνες στο αγώνισμα των στηπλ – κάνοντας ακόμα υποτυπώδη προπόνηση. Το ίδιο φθινόπωρο σε μία διεθνή συνάντηση Ελλάδα-Γερμανία, έκανα πανελλήνιο ρεκόρ (9.27.40) και έτσι μπήκα στην Εθνική ανδρών. Οι αλτικές ικανότητες που είχα με βοήθησαν αρκετά. Ξεκίνησα σαν άλτης μήκους και τριπλούν, αλλά τελικά ο συναγωνισμός στους δρόμους με τράβηξε περισσότερο.
Πότε αρχίσατε λοιπόν να κάνετε πιο συστηματική προπόνηση;
Θυμάμαι ότι ήταν το 1954 όταν έπιασα μεν το όριο για τους Πανευρωπαϊκούς αγώνες, αλλά επειδή μετά δεν τα πήγα καλά στους Βαλκανικούς αγώνες, οι υπεύθυνοι του ΣΕΓΑΣ προτίμησαν να στείλουν τρεις αθλητές ρίψεων και όχι εμένα. Αυτό με πείσμωσε. Το συζήτησα με τον προπονητή μου και μου είπε, με τη βαριά ουγγαρέζικη προφορά που είχε: «Γιώργο, από εδώ και πέρα θα κάνουμε κάτι διαφορετικό. Θα κάνεις διπλές προπονήσεις. Το πρωί θα κάνεις χιλιόμετρα μόνος σου στο δάσος γύρω από τη Σχολή της Χωροφυλακής και το απόγευμα θα κάνουμε μαζί κανονικά προπόνηση». Κάθε πρωί λοιπόν έκανα γύρω στα 10-12 χλμ. και κάθε απόγευμα στο στάδιο. Το 1955, με την αρχή της αγωνιστικής σεζόν, ήμουν ο πρώτος που έκανε διπλές προπονήσεις και είχα προσαρμοστεί πολύ καλά, μια και στο ενδιάμεσο, καθώς παρακολουθούσα μαθήματα στη σχολή, μπορούσα να ξεκουράζομαι… Έτσι έγινα και πάλι πρώτος και μάλιστα εκείνη τη χρονιά οι δημοσιογράφοι με ανακήρυξαν Αθλητή της Χρονιάς. Είδαν και οι υπόλοιποι αθλητές ότι η διπλή προπόνηση είχε αποδώσει καρπούς και άρχισαν και αυτοί να την εφαρμόζουν. Κι έτσι όλοι μας ανεβήκαμε επίπεδο και καταφέραμε να αλλάξουμε τα ρεκόρ…
Ήσασταν πρωταθλητής, αλλά ταυτόχρονα δουλεύατε και σκληρά. Πώς καταφέρνατε και τα συνδυάζατε αυτά τα δύο;
Το 1955 απολύθηκα από τη Χωροφυλακή. Αμέσως μετά έμεινα ένα χρόνο άνεργος ενώ συνέχισα να γυμνάζομαι κανονικά. Έμενα στους ξενώνες του Παναθηναϊκού σταδίου και αυτό με βόλευε γιατί δεν είχα οικονομική ευχέρεια. Αλλά μετά άρχισα να δουλεύω κανονικά. Μπήκα στην Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών, στην τότε ΔΕΗ. Σηκωνόμουν στις 6 το πρωί, πήγαινα για τρέξιμο μέχρι τις 7.30 και στις 8 ήμουν στη δουλειά, και μετά τη δουλειά φυσικά πήγαινα για προπόνηση. Το 1957 μετακομίσαμε με τα αδέρφια μου στον Αγ. Δημήτριο, στο Μπραχάμι. Και από εκεί κάθε πρωί πήγαινα τρέχοντας μέχρι τη Γυμναστική Ακαδημία, πηδούσα τα κάγκελα, έκανα την πρωινή μου προπόνηση και μετά έφευγα για τη δουλειά. Και μετά το βράδυ πάλι προπόνηση. Και αργότερα ξεκίνησα να πηγαίνω και νυχτερινό γυμνάσιο για να πάρω το απολυτήριο που δεν το είχα πάρει μέχρι τότε! Η γενιά μας ήταν σκληραγωγημένη. Από μικροί δουλεύαμε, στον βιοπορισμό. Δεν κάνατε καταχρήσεις; Η πρώτη κατάχρηση, λοιπόν, που μπορεί να κάνει κανείς είναι το ξενύχτι… Όχι το να πιεις ένα ποτό… Ο οργανισμός τα θέλει όλα… Ένα ποτό δεν θα σε βλάψει. Αλλά το ξενύχτι είναι το χειρότερο. Το παρατήρησα και στην καριέρα μου, όταν καμιά φορά σε διεθνείς αγώνες μας έκαναν κάποια δεξίωση και αργούσαμε να κοιμηθούμε, μετά στην προπόνηση ένιωθα πεσμένος για καμία εβδομάδα. Ο νυχτερινός ύπνος δεν αναπληρώνεται με τίποτα!
Δεν είχατε κάποιες διευκολύνσεις λόγω πρωταθλητισμού;
Δεν υπήρχε περίπτωση να μας αφήσει η ΔΕΗ τότε να δουλέψουμε με μειωμένο ωράριο. Άδεια έπαιρνα μόνο για να αγωνιστώ σε αγώνες του εξωτερικού. Την ημέρα που έτρεξα με αντίπαλο τον Εμίλ Ζάτοπεκ, εγώ ήμουν μέχρι τις πέντε το απόγευμα στη δουλειά… Δεν υπήρχε κατανόηση… Εκείνη την εποχή όμως η ΔΕΗ είχε τον καλύτερο μισθό και γι’ αυτό εγώ ήθελα να πάω εκεί. Τότε στη ΔΕΗ πήγαιναν οι ποδοσφαιριστές… Θυμάμαι θα μπορούσα να είχα μπει και στην Ιωνική Τράπεζα αλλά εκεί ο μισθός τότε ήταν 1.200 δρχ. ενώ στη ΔΕΗ το πρώτο μισθολόγιο ήταν 2.600 δρχ. το μήνα. Σημαντικά με βοήθησε ο Σίμιτσεκ, ο οποίος αργότερα μου είπε ότι ήμουν από τους ελάχιστους, που ακόμα και μετά που μας τακτοποίησε σε δουλειά, δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι… Αλλά εγώ το λάτρευα αυτό που έκανα και δεν θα μπορούσα να το εγκαταλείψω.
Ποια είναι η γνώμη σας για το ντόπινγκ, που σήμερα αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα για τον αθλητισμό;
Στην εποχή μας δεν είχαμε ακόμα τέτοια κρούσματα. Οι νέοι αθλητές θα πρέπει να κάνουν σωστή και σκληρή προπόνηση και όχι να καταφεύγουν στην «εύκολη λύση» και σε απαγορευμένες και επικίνδυνες μεθόδους. Εγώ δεν κατάφερα να προκριθώ στον τελικό της Ολυμπιάδας στη Ρώμη το 1960, επειδή την προηγούμενη εβδομάδα είχα ένα ελαφρύ κρυολόγημα και παρακαλούσα τον γιατρό να μου κάνει μία εντριβή και να μου δώσει μία ασπιρίνη και δεν μου έδινε.
Τι ακριβώς συνέβη τότε στην Ολυμπιάδα της Ρώμης;
Είχα πάει και το 1956 στην Ολυμπιάδα της Μελβούρνης αλλά δεν ήμουν ακόμα στο επίπεδο που θα μπορούσα να διεκδικήσω κάτι με αξιώσεις. Αυτή όμως η εμφάνιση, όπως και κάθε δυσκολία που αντιμετώπισα στην καριέρα μου, με γέμιζε δύναμη. Δεν το έβαλα κάτω. Δούλεψα σκληρά για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1960, με στόχο την Ολυμπιάδα της Ρώμης. Αλλά χρειάζεται και λίγη τύχη σε αυτά τα θέματα. Πριν τους Ολυμπιακούς δεν είχα χάσει από κανέναν από τους αθλητές που συμμετείχαν. Μόνο με τον χρυσό Ολυμπιονίκη, τον Πολωνό Κρισκόβιακ, δεν είχε τύχει να αναμετρηθώ… Δέκα μέρες μετά τους Ολυμπιακούς, σε μία συνάντηση μέσα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έριξα διακόσια μέτρα στον τέταρτο και τον πέμπτο Ολυμπιονίκη… Ήμουν όμως άτυχος και για άλλον ένα λόγο. Εκείνη τη χρονιά στη Ρώμη μόνο εννιά δρομείς από τις προκριματικές σειρές θα έτρεχαν στον τελικό και εγώ ήμουν δέκατος, ενώ σε όλες τις προηγούμενες Ολυμπιάδες προκρίνονταν 12-14 αθλητές. Να φανταστείτε ότι παρά το κρυολόγημα έκανα 8:51.20. Αναρωτιέστε τι έγινε; Απλά, το κλίμα της Ρώμης ήταν υγρό και εγώ ξεσκεπάστηκα στον ύπνο μου και κρύωσα… Ένα ελαφρύ κρυολόγημα, που όμως στο τρέξιμο το αισθάνεσαι πολύ καλά… Αλλά ο γιατρός δυστυχώς ούτε που έδωσε σημασία…
Τρέχατε όμως και άλλες αποστάσεις, όχι μόνο στηπλ.
Εμένα ανέκαθεν με ενθουσίαζαν τα στηπλ. Έχω τρέξει και 5.000 μ. και 10.000 μ. και αγώνες ανωμάλου δρόμου, όμως μόνο μία φορά έτρεξα με τόσο μεγάλη όρεξη τα 5.000 μ. όση είχα στα στηπλ. Γίνονταν κάτι αγώνες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, είχα ήδη κερδίσει τα 3.000 μ. στηπλ και ήθελα να κερδίσω και τα 5.000 μ. Τότε λοιπόν, στην τελευταία στροφή, πάτησα στο κράσπεδο και έπεσα. Σηκώθηκα αμέσως και συνέχισα να τρέχω αλλά τερμάτισα δεύτερος… Εκείνη την ώρα αν με έβαζαν να τρέξω άλλο ένα πεντάρι με τον ίδιο ρυθμό, θα έτρεχα. Τόσο πολύ ήθελα τη νίκη… Ήταν ατυχία, γδάρθηκα κιόλας… Μάλλον με είχαν ματιάσει! Αυτή την στροφή την είχα κάνει δέκα χιλιάδες φορές γιατί εκεί μέσα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, γυμναζόμασταν!
Ποιες θεωρείτε ότι ήταν οι πιο αξιομνημόνευτες στιγμές στην καριέρα σας;
Τα προηγούμενα περιστατικά που σας ανέφερα ήταν βέβαια ατυχίες, αλλά υπήρχαν και πάρα πολλές καλές στιγμές. Οι καλύτερες εμφανίσεις μου ήταν στους Μεσογειακούς Αγώνες στη Βαρκελώνη το 1955, όπου έκανα την μοναδική ελληνική νίκη. Επίσης, ξεχωρίζω τους διεθνείς αγώνες Ελλάδα – Η.Π.Α. στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι το Παναθηναϊκό στάδιο ήταν γεμάτο, με εισιτήριο, δεν έπεφτε καρφίτσα… Εκεί, στην τελευταία στροφή, μόλις πέρασα τη λίμνη, κάνω μία επίθεση αλλάζοντας το ρυθμό όπως συνήθιζα μόλις έφευγα από τη λίμνη και πήρα κεφάλι… Τότε λοιπόν σπρίνταρα και έμειναν πίσω οι Αμερικανοί. Και έτσι μου έδωσαν το 1958, και το 1960 αργότερα, το ασημένιο κύπελλο, ως ο καλύτερος αθλητής των αγώνων. Επειδή η επίδοσή μου ήταν κοντά στο παγκόσμιο ρεκόρ, είχα πάρει πολλούς πόντους… Και θυμάμαι πάντα τους διεθνείς στρατιωτικούς αγώνες CISM που κέρδισα και τα 3.000 μ. στηπλ και τα 5.000 μ. Τότε ήταν όλοι εκεί εκτός φυσικά από τα ανατολικά κράτη.
Πώς και πότε πήρατε την απόφαση να αποσυρθείτε;
Είχα φτάσει σε ηλικία 35 ετών όταν σταμάτησα. Αν ήθελα να συνεχίσω θα έπρεπε να προσθέσω και άλλες ώρες προπόνησης για να διατηρήσω την ελαστικότητά μου. Αλλά τις ώρες αυτές δεν τις είχα. Γιατί δούλευα… Αν συνέχιζα, θα μπορούσα να είμαι για λίγο ακόμα καλός σε πανελλήνιο επίπεδο, αλλά δεν θα μπορούσα πλέον να σταθώ στο εξωτερικό. Αλλά αυτό δεν μου άρεσε, είχα συνηθίσει αλλιώς. Το 1964 λοιπόν κέρδισα τους Πανελλήνιους αγώνες και σταμάτησα. Μπορεί πάντως κάποιος να κάνει καλή καριέρα και σε μεγαλύτερη ηλικία, όπως ο Γίφτερ που κέρδισε Ολυμπιακούς αγώνες σε ηλικία 43 ετών. Αρκεί να κάνει πολλή προπόνηση.
Στη συνέχεια, όμως, ασχοληθήκατε – και ασχολείστε ακόμα και σήμερα – με τον αθλητισμό υπό άλλες ιδιότητες…
Σωστά! Αργότερα άρχισα να δουλεύω ως προπονητής, παίρνοντας άδεια από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Διετέλεσα προπονητής στον Εθνικό Γ.Σ. και κυρίως στην ΑΕΚ η οποία ήταν και ο σύλλογος που με ανέδειξε όταν ήρθα στην Αθήνα. Εφάρμοσα τη βασική αρχή ότι κάθε προπονητής πρέπει να ετοιμάζει προπόνηση ξεχωριστά για κάθε αθλητή. Με άλλα λόγια, κάθε αθλητής θέλει το δικό του πρόγραμμα. Εγώ άντεχα τη σκληρή προπόνηση, ως οργανισμός, αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Άλλοι θέλουν λιγότερη! Γενικά, πάντως, ο αθλητισμός θέλει δουλειά, πολλή προσπάθεια και να μη φοβάσαι. Αυτά λέω και στους αθλητές που προπονώ σήμερα κάθε απόγευμα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Είναι γεγονός ότι σήμερα τα παιδιά μας τα βρίσκουν όλα έτοιμα και δεν έχουν μάθει να κουράζονται. Μόλις λοιπόν κουραστούν λιγάκι, τα παρατάνε. Είναι και αυτός ένας λόγος που δεν έχουμε αναπτυγμένο αθλητισμό. Όχι ότι δεν υπάρχουν ταλέντα… Αλλά θέλει σκληρή δουλειά και καλή ζωή.