Una faccia una razzia

Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου

Share

Ναι ξέρω. Αυτές οι γενικεύσεις είναι απαράδεκτες, δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζουμε έναν ολόκληρο λαό με μία φράση και ακόμα περισσότερο να αποδίδουμε τα όποια χαρακτηριστικά θεωρούμε ότι διαθέτει ο ελληνικός λαός, στους γείτονές μας τους Ιταλούς. Εγώ όμως θα επιμείνω και μάλιστα θα προσπαθήσω να πείσω και εσάς, περιγράφοντάς σας πώς πέρασα στον μαραθώνιο της Ρώμης.

Κάθε χρόνο, προσπαθώ να τρέχω σε τουλάχιστον ένα μαραθώνιο στο εξωτερικό. Ο λόγος είναι απλός. Η εμπειρία της συμμετοχής σε ένα μαραθώνιο στο εξωτερικό είναι μοναδική. Βλέπεις τις πόλεις και τον κόσμο στα καλύτερά τους, από την καλύτερη θέση, αυτή του αθλητή. Κάθε καλοκαιράκι λοιπόν, αρχίζουν τα chain mails με τους φίλους δρομείς και όλοι μαζί προσπαθούμε να αποφασίσουμε πού θα τρέξουμε. Τα κριτήρια συχνά είναι λιγότερο αγωνιστικά και περισσότερο τουριστικά, φροντίζουμε όμως τουλάχιστον να τρέχουμε περίπου 5-6 μήνες μετά τον Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας ώστε να έχουμε ολοκληρώσει την προετοιμασία μας. Φέτος είχαμε αποφασίσει να τρέξουμε στην Ρώμη, καθώς είναι ωραία πόλη, τα εισιτήρια ήταν φθηνά και ο μαραθώνιος γινόταν στις 20 Μαρτίου άρα την κατάλληλη περίοδο. Αποφασίσαμε επίσης, ότι δεν μασάμε με το πλακόστρωτο, για τη δυσκολία του οποίου μας είχαν προειδοποιήσει όλοι οι άλλοι δρομείς, καθώς δεν πηγαίναμε για να σπάσουμε κάποιο ρεκόρ αλλά για να περάσουμε ωραία.
Και έτσι κλείσαμε τα εισιτήριά μας, βάλαμε τους στόχους μας, αρχίσαμε την προπόνησή μας και σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε πέρασε ο καιρός και φτάσαμε μια εβδομάδα πριν την αναχώρησή μας. Οπότε και εγώ κρύωσα. Όχι αστείο κρύωμα, αλλά με πυρετούς και βήχα, κρεβατωμένη και σκασμένη που για άλλη μια φορά, αν είναι δυνατόν πια, πριν από αγώνα αρρώστησα. Οχτώ τόνους βιταμίνες και έξι μέρες μετά, πέταγα προς Ρώμη ελπίζοντας ότι αν μη τι άλλο θα επιτύχω τον στόχο μου του 4:45 παρόλο που όσο ήμουνα καλά πίστευα ότι είχα την δυνατότητα και για κάτι καλύτερο.

Αφού προσγειωθήκαμε λοιπόν και πήραμε το τρένο προς το κέντρο της πόλης, φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας, αφήσαμε τις αποσκευές μας και φύγαμε σφαίρα για να παραλάβουμε τους αριθμούς μας. Εκεί αισθανθήκαμε ακριβώς σαν «στο σπίτι μας», αφού ο κόσμος φώναζε, περίμενε άτακτα σε διπλές και τρίδιπλες ουρές και όταν τελικά λάβαμε τον αριθμό μας είδαμε ότι δεν είχε το όνομά μας τυπωμένο, ήταν από πολύ-πολύ λεπτό χαρτί που τσαλακώθηκε σαν να είχαμε ήδη τρέξει τον μαραθώνιο από την στιγμή που το βγάλαμε από τη σακούλα, ενώ είχε καρφωμένο πάνω του ένα πολύ βαρύ τσιπάκι χρονομέτρησης. Η εμπειρία στο pasta party ήταν αντίστοιχη, με τους Ιταλούς να ξεμένουν από… pasta και να περιμένουμε ώωωωωρα να ξαναφτιάξουν.    
Ώρες μετά, χορτάτοι και κουρασμένοι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για το επόμενο πρωί που ήταν και ο αγώνας. Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε, φάγαμε, ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Το μετρό ήταν δωρεάν για τους αθλητές του αγώνα και γέλασα πάρα πολύ με τους υπόλοιπους Ιταλούς που προσπαθούσαν πρωί-πρωί στο μετρό να παραστήσουν τους αθλητές για να μην πληρώσουν. Χαμογελώντας αλλά δυστυχώς χαπακωμένη προσπαθώντας να ρίξω τον πυρετό, βγήκα από το μετρό σαν μαστουρωμένη για να αντικρύσω το πανέμορφο θέαμα χιλιάδων αθλητών έξω από το Κολοσσαίο. Με την φίλη μου την Νίκη διστάζαμε να αποχωριστούμε τα ζεστά μας ρούχα γιατί είχε κρύο, αλλά τελικά με τα πολλά, χαιρετίσαμε τους άντρες της παρέας αφήνοντάς τους έξω από ένα φορτηγό που έβγαζε ζεστό αέρα και στριμωχθήκαμε στην εκκίνηση προσπαθώντας να φτάσουμε τα κόκκινα μπαλόνια που ήταν ο λαγός για τις 4:45 ώρες. Εκεί γέλασα για άλλη μια φορά με τους φίλους μας τους Ιταλούς. Αντί να έχουν μοιραστεί οι «λαγοί» σε διάφορα σημεία της εκκίνησης ώστε να μπορέσουν πολλοί αθλητές να τους ακολουθήσουν, αυτοί είχαν μαζευτεί όλοι μαζί κάααααααααπου μπροστά, τουλάχιστον 4 λεπτά μακριά μας. 

Το αποτέλεσμα; Αμέσως μετά την εκκίνηση ξεκίνησαν όλοι μαζί και εμείς δεν μπορούσαμε να τους φτάσουμε με τίποτα. Στην προσπάθειά μου όμως να τους φτάσω, βλακωδώς κουράστηκα και ανέβασα σφυγμούς τσάμπα. Έτσι ήδη από το δέκατο χιλιόμετρο ένιωθα εξαντλημένη και απογοητευμένη. Αποφάσισα όμως ότι μπορώ, έβαλα την μουσική μου στο τέρμα, σταμάτησα να κοιτάζω τα εντυπωσιακά μνημεία γύρω μας, έβαλα το κεφάλι κάτω και άρχισα να τρέχω μόνο εγώ και το ρολόι μου. Και το πλακόστρωτο και οι λακκούβες βέβαια, γιατί τελικά όχι μόνο το κατάλαβα το πλακόστρωτο, αλλά το ένιωσα στα κόκαλα, ακόμα και στο μεδούλι μου μπορώ να πω. Έτσι σιγά – σιγά, χιλιόμετρο – χιλιόμετρο, πέρναγα τους υπόλοιπους αθλητές που πήγαιναν πιο αργά, έπαιρνα τα ισοτονικά μου από τους σταθμούς και έφτασα κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη στο 30ο χλμ. Οπότε και άρχισε ο Γολγοθάς του πλακόστρωτου ξανά, των στενών δρόμων αλλά και των υπόλοιπων αθλητών που σταματούσαν χωρίς καμία προειδοποίηση μπροστά σου. Τι «scusi» και «sorry» έλεγες εσύ, δεν είχες να περάσεις από πουθενά. Αν προσθέσουμε και τους τουρίστες που διέσχιζαν τους δρόμους, έβγαζαν φωτογραφίες, έπιναν καφέ δίπλα στον δρόμο, στενεύοντάς τον ακόμα περισσότερο, καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο ήταν να διατηρήσω το ρυθμό μου. Το ρολόι μου είχε ήδη γράψει 42 χλμ. όταν εξαντλημένη είδα από μακριά το Κολοσσαίο που σηματοδοτούσε και τον τερματισμό. Χωρίς να έχω καμία αίσθηση αν είχα ακόμα μόνο 300 μ. ή 2 χλμ. συνέχισα να τρέχω και να ζητάω συγγνώμη από τον κόσμο γύρω μου.
Και ένα ολόκληρο χιλιόμετρο μετά, είδα την αψίδα του τερματισμού στο βάθος. Ο χρόνος μου ήταν ήδη 4:44 και έπρεπε πάση θυσία να τερματίσω μέσα στο 4:45 – τον χρόνο μου. Πιέζοντας τον εαυτό μου όσο δεν γινόταν άλλο, πέρασα χαμογελώντας τον τερματισμό στο 4:45. Τα είχα καταφέρει, παρά το κρύωμα, παρόλο τον κόσμο, παρά το ζιγκ – ζαγκ που με έκανε να γράψω 44 χλμ. στο ρολόι μου! Και για να επιβραβεύσω τον εαυτό μου, περίμενα δύο ολόκληρες ώρες όρθια να παραλάβω το μετάλλιό μου, που το είχα αφήσει να το χαράξουν με το όνομα και τον χρόνο μου. Και φυσικά περπάτησα μέχρι το ξενοδοχείο γιατί οι Ιταλοί φίλοι μας δεν είχαν κάνει καμία, μα καμία, πρόβλεψη για το πώς όλοι αυτοί οι χιλιάδες αθλητές θα έφευγαν από τον χώρο του τερματισμού. Όταν εγώ λέω μία φάτσα μία ράτσα λοιπόν άδικο έχω; Όχι πείτε μου.

Για να μην πω ότι η δική μας φάτσα είναι μερικές φορές καλύτερη – Una Faccia una Razzia λοιπόν και… σε όποιον αρέσουμε!

Δημοσίευση στο Runner νο 47, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γλωσσολογία του δρόμου
Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο