Σε κάθε δρομική παρέα υπάρχει και κάποιος με το ψευδώνυμο «παρένθεση» ή ποδοσφαιριστής. Πρόκειται συνήθως για δρομείς που τα πόδια τους από τα γόνατα και κάτω παρουσιάζουν μία καμπυλότητα θυμίζοντας αρκετά μερικούς από τους μάγους της στρογγυλής θεάς. Κι αν στο ποδόσφαιρο το γεγονός αυτό, είναι συνυφασμένο (στη συνείδηση πολλών) με την επιδεξιότητα στο τρέξιμο δεν ισχύει κάτι αντίστοιχο αλλά αντίθετα λογίζεται ως μειονέκτημα ή ακόμα χειρότερα σαν προάγγελος για πολλούς τραυματισμούς. Ισχύει όμως πράγματι κάτι τέτοιο;
Eίναι αρκετά συχνό το φαινόμενο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα να συναντάμε παίκτες με στραβά πόδια, ένα χαρακτηριστικό που ενδεχομένως τους επιτρέπει να ελέγχουν καλύτερα την μπάλα, να αντέχουν στις ιδιαίτερες φορτίσεις και γενικότερα να ανταπεξέρχονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του εν λόγω αθλήματος.
Τα στραβά πόδια δεν είναι, ωστόσο, αποκλειστικό προνόμιο των ποδοσφαιριστών καθώς συναντάμε και σε άλλα αθλήματα, αθλητές που έχουν την ίδια ιδιαιτερότητα.
Στον στίβο, αρκετοί ρίπτες αλλά και δρομείς έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί, με στραβά πόδια που εντυπωσίαζαν. Πριν από δέκα χρόνια, ο Μορίς Γκριν, ο ταχύτερος άνθρωπος του πλανήτη εκείνη την εποχή, δεν θα ήταν προφανώς υπερήφανος για την ευθυγράμμιση των σκελών του. Φίλαθλοι και αθλητές όλου του κόσμου ηρεμήστε: το σχήμα των κνημών δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την απόδοση των αθλητών.
Τα πόδια «παρενθέσεις»
Τα στραβά πόδια των αθλητών ισοδυναμούν με ό,τι στην ιατρική ορολογία αποκαλείται «ραιβογονία». Και είναι άξιο απορίας το γεγονός πως η ραιβογονία φέρνει συχνά κρίσεις πανικού στους γονείς, όταν τη διαπιστώσουν στα παιδιά τους! Σε αυτές τις περιπτώσεις τα κάτω άκρα μοιάζουν με παρενθέσεις. Στην όρθια στάση, τα γόνατα βρίσκονται σε απόσταση ενώ συνυπάρχει μία σημαντική έσω στροφή των κάτω άκρων.
Το 1975, οι Salenius και Vankka μελέτησαν τη γωνία ανάμεσα σε μηρό και κνήμη σε 1.500 περίπου υγιή παιδιά στις ΗΠΑ, ανεξαρτήτου φυλής και φύλου, από τη γέννησή τους μέχρι την ηλικία των 7 ετών. Διαπίστωσαν ότι, ενώ η μηροκνημιαία γωνία (η έξω γωνία που σχηματίζεται από το οστό του μηρού και της κνήμης από μπροστά) είναι αρκετά μεγάλη στα νεογέννητα, ελαττώνεται σταδιακά και σχεδόν μηδενίζεται στην ηλικία των 2 ετών.
Στα επόμενα 2-3 χρόνια, παρατηρείται αναστροφή της γωνίας σε βλαισότητα, η οποία προοδευτικά διορθώνεται κι αυτή στα επόμενα χρόνια. Οι μετρήσεις αυτές αποτελούν έκτοτε σημείο αναφοράς για οποιαδήποτε αξιολόγηση.
Σπανιότερα
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις που η ραιβογονία δεν είναι φυσιολογική, αλλά υπονοεί κάποια νόσο. Από τις σπάνιες παθολογικές μορφές ραιβογονίας έχουν απομονωθεί μερικές που σχετίζονται κυρίως με την αχονδροπλασία, διάφορες σκελετικές δυσπλασίες, αλλά και τον ελλειμματικό οστικό μεταβολισμό (ραχίτιδα, ατελής οστεογένεση κλπ.).
Στα 1937 ο Walter Blount ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της παρατήρησης ελάχιστων περιστατικών με βαριά ραιβογονία. Απέδωσε την παραμόρφωση στη διαταραχή της ανάπτυξης στο έσω τμήμα του κεντρικού άκρου της κνήμης. Η νόσος φέρει έκτοτε το όνομά του και αντιπροσωπεύει την υπ’ αριθμόν ένα παθολογική μορφή ραιβογονίας που απαιτεί χειρουργική επέμβαση.
Ραιβογονία και δρομείς
Η ραιβογονία στους δρομείς δεν έχει ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση ενοχλημάτων, εκτός εάν συνοδεύεται με υψηλή ποδική καμάρα και πτώση των μεταταρσίων, αυτό που έχουμε συνηθίσει ν’ αποκαλούμε «κοιλοποδία».
Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι συχνή η εμφάνιση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων, όπως σύνδρομο τριβής της λαγονοκνημιαίας ταινίας, τενοντοπάθεια περονιαίων μυών, κατάγματα κόπωσης (συνήθως της περόνης ή των μεταταρσίων), πόνοι στους τροχαντήρες και πελματιαία απονευρωσίτιδα. Η αντιμετώπιση είναι συντηρητική και αποβλέπει κατά κανόνα στη σωστή προπονητική πρακτική και στην εφαρμογή κατάλληλων υποδημάτων με, ή χωρίς, ειδικά ορθοπεδικά πέλματα.
Η αντίθετη περίπτωση
Το αντίθετο της ραιβογονίας είναι η «βλαισογονία», η παραμόρφωση δηλαδή εκείνη όπου τα γόνατα συναντιούνται και οι κνήμες απομακρύνονται η μία της άλλης. Δικαίως, η παραμόρφωση αυτή είναι γνωστή ως «knock knees» στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία. Η μέτρια βλαισογονία μπορεί να περάσει απαρατήρητη, ή να θεωρηθεί ανάξια λόγου, από τον ίδιο τον αθλητή ή το γιατρό. Παρ’ όλα αυτά, η σοβαρή βλαισογονία χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή.
Υπάρχουν παθολογικές μορφές βλαισογονίας που ευτυχώς είναι σπάνιες. Άτομα που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια, για παράδειγμα, έχουν την τάση να αναπτύσσουν παρόμοια απόκλιση των σκελών τους μέσα από μια σειρά ορμονικών αντιδράσεων που σχετίζονται με τον περιορισμένο μεταβολισμό του ασβεστίου. Σπάνιες καταστάσεις, όπως η μεταφυσιακή δυσπλασία και η νόσος των πολλαπλών εξοστώσεων, χαρακτηρίζονται, εκτός των άλλων παραμορφώσεων, από σοβαρή βλαισογονία.
Υπάρχουν όμως και άτομα εντελώς φυσιολογικά που έχουν αναπτύξει βλαισά γόνατα από την πρώιμη κιόλας παιδική ηλικία. Πρόκειται συνήθως για παχύσαρκα παιδιά με ογκώδεις μηρούς, γενικευμένη χαλαρότητα των συνδέσμων και υποτονία του μυϊκού τους συστήματος. Τα άτομα αυτά, αν αποφασίσουν τελικά να αθληθούν, θα εμφανίσουν σύντομα ενοχλήσεις. Και δεν θα ευθύνεται τόσο η παχυσαρκία (με τις εγγενείς δυσκολίες άθλησης που αυτή συνεπάγεται), όσο η διαταραχή του άξονα των κάτω άκρων και οι έκκεντρες φορτίσεις που δέχονται τα γόνατα.
Δρομείς και βλαισογονία
Οι δρομείς με βλαισογονία δεν υπερηφανεύονται συνήθως για τις επιδόσεις τους στα δρομικά αθλήματα. Είναι συνήθως βαρείς, δύσκαμπτοι και κουράζονται εύκολα. Κανείς ωστόσο δεν είναι σε θέση να τους αποτρέψει να αθλούνται, εφ’ όσον γι’ αυτούς το τρέξιμο δίνει χαρά και ψυχική ευεξία. Τα περισσότερα προβλήματα που παρουσιάζονται επικεντρώνονται κυρίως στα γόνατα (με χονδροπάθεια της επιγονατίδας), αλλά και στις ποδοκνημικές, εξ’ αιτίας του υπερβολικού πρηνισμού των ποδιών. Η συντηρητική θεραπεία με την επιλογή των κατάλληλων παπουτσιών, ή με την εφαρμογή ειδικών ορθοπεδικών πελμάτων μετά από πελματογράφημα, μπορούν να δώσουν τη λύση. Σπάνια καταφεύγουμε στη χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση του άξονα. Οι επιφυσιοδέσεις στην εφηβεία, ή οι οστεοτομίες στην ενηλικίωση, έχουν δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα, αλλά σπάνια ενδείκνυνται.
Διαταραχές στροφής
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στοιχειοθετείται όταν συνυπάρχει διαταραχή στροφής τόσο στις κνήμες όσο και στους μηρούς. Η συχνότερη κατάσταση αφορά την έσω στροφή του μηρού με την ταυτόχρονη έξω στροφή της κνήμης. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η κίνηση της επιγονατίδας διαταράσσεται. Εξ αιτίας των έκκεντρων δυνάμεων που δέχεται, αντί να κινείται με ασφάλεια ανάμεσα στους μηριαίους κονδύλους στην κάθε κάμψη και έκταση του γόνατος, λοξοδρομεί προς τα έξω. Στις ελαφρές μορφές, η επιγονατίδα μπορεί να οδηγηθεί αναπόφευκτα σε προοδευτική φθορά του χόνδρου της και σε ανάπτυξη χονδροπάθειας. Στις πιο βαριές μορφές, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εξαρθρωθεί.
Η αντιμετώπιση σε αυτές τις καταστάσεις είναι κατά κανόνα συντηρητική. Προτείνονται ασκήσεις ενδυνάμωσης του τετρακεφάλου και των γλουτιαίων μυών της λεκάνης. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην εκγύμναση του έσω πλατέος μυός (μέρος του τετρακεφάλου) με σκοπό την καλύτερη σταθεροποίηση της επιγονατίδας.
Οι μόνες περιπτώσεις που οδηγούνται στη χειρουργική αίθουσα είναι εκείνες που αφορούν τα υποτροπιάζοντα εξαρθρήματα της επιγονατίδας, όταν δηλαδή η επιγονατίδα εξαρθρώνεται υπό την επήρεια μιας ασήμαντης αφορμής. Η χειρουργική τεχνική αποσκοπεί στην ανακατασκευή του ανατομικού μηχανισμού που τεντώνει το γόνατο.
Δημοσίευση στο Runner 63, του Νίκου Μαρκέα, Ορθοπεδικού Χειρούργου