Μέχρι πριν από, περίπου, τρεις δεκαετίες αυτό που γνωρίζαμε ήταν ότι τα γονίδιά μας καθορίζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μας που σχετίζονται τόσο με την εμφάνιση και την προσωπικότητά μας, όσο και με τη νοσηρότητα στη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό που δεν γνωρίζαμε είναι ότι τα γονίδιά μας μπορεί να εκφραστούν ή να μην εκφραστούν, ανάλογα με τα ερεθίσματα που δέχονται από το περιβάλλον σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και η επιστήμη που μελετά αυτή την επίδραση του περιβάλλοντος στη γονιδιακή έκφραση λέγεται επιγενετική.
Aπό το 2001 και έπειτα έχει χαρτογραφηθεί ολόκληρο το ανθρώπινο γονιδίωμα, κάτι που πλέον επιτρέπει τη γενετική διάγνωση. Μελέτες σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς έχουν αναδείξει πλέον γονίδια και clusters* γονιδίων που σχετίζονται με συγκεκριμένα νοσήματα και μπορεί κανείς να αναζητήσει αν έχει αυτά τα γονίδια και να επιλέξει ένα τρόπο ζωής που μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη εμφάνισης της κάθε νόσου. Βέβαια, η γενετική προδιάθεση δεν είναι κάτι που ανήκει αποκλειστικά στον 21ο αιώνα: το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες στην εκτίμηση του κινδύνου για συγκεκριμένα νοσήματα. Πολλοί από εμάς γνωρίζοντας ότι κάποιος στην οικογένειά μας έχει διαβήτη ή παχυσαρκία, προσπαθούμε να είμαστε πιο συνεπείς στις κατευθυντήριες οδηγίες για πιο υγιεινή διατροφή.
Τι είναι όμως πιο υγιεινό και κατάλληλο για το καθημερινό μας πιάτο; Μια ερώτηση που βομβαρδίζεται καθημερινά από πολλές απαντήσεις και δημιουργεί ακόμα περισσότερα ερωτηματικά. Οι μελέτες στην επιστήμη της διατροφής πλέον είναι πάρα πολλές και συνεχώς ακούμε κάτι καινούριο, που πολλές φορές καταρρίπτει όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Υπάρχουν καλά και κακά νέα πάνω σε αυτό: τα καλά νέα είναι ότι πλέον μπορούμε να πάρουμε πολλές πληροφορίες από το DNA μας για τον τρόπο που χρειάζεται να τρώμε, ενώ τα κακά νέα είναι ότι ο βομβαρδισμός του ανθρώπου από πληροφορίες για τη διατροφή δεν θα σταματήσει εδώ.
Τα πιο πρόσφατα δεδομένα από τις μελέτες πάνω στα γονίδιά μας και την έκφρασή τους δείχνουν ότι οι διατροφικές μας επιλογές μπορούν να επηρεάσουν την επιγενετική, τον τρόπο δηλαδή που εκφράζονται τα γονίδιά μας. Η έκφραση των γονιδίων είναι η διαδικασία με την οποία η πληροφορία του DNA μεταφράζεται σε κάποια ουσία που παράγει ο οργανισμός μας για να διεκπεραιωθεί κάποια συγκεκριμένη λειτουργία των κυττάρων ή του οργανισμού μας. Νορβηγοί ερευνητές σύστησαν σε ανθρώπους με υπερβάλλον σωματικό βάρος πολλές διαφορετικές δίαιτες και μελέτησαν την επίδραση της κάθε μίας από αυτές στη γονιδιακή έκφραση. Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης τους ήταν ότι μια διατροφή με περιεκτικότητα 65% σε υδατάνθρακες προκαλεί υπερλειτουργία σε συγκεκριμένα γονίδια, τα οποία φαίνεται να συνδέονται με την εξέλιξη των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά και με αυξημένα επίπεδα φλεγμονής στον οργανισμό. Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα της επίδρασης των διατροφικών μας επιλογών στην έκφραση των γονιδίων μας αλλά, σίγουρα όπως αναφέρουν και οι ερευνητές, χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Σαφώς η διατροφή είναι ένα βασικό κλειδί για να ελέγξει κανείς τη γενετική του προδιάθεση για συγκεκριμένες ασθένειες, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος. Επίσης, μπορεί κανείς να διερευνήσει γονιδιακά αν είναι καλύτερο να ασχοληθεί με αθλήματα αντοχής ή δύναμης. Μέχρι σήμερα, άλλωστε, έχουν ανακαλυφθεί περισσότερα από 100 γονίδια που επιδρούν στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Με αυτή τη λογική μπορεί κανείς να γνωρίζει από την ημέρα της γέννησής του αν θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ γρήγορος μαραθωνοδρόμος. Κάτι που δεν είναι εντελώς παράλογο, μιας και ακόμα και το ύψος και ο σωματότυπος του κάθε ανθρώπου σε σημαντικό βαθμό καθορίζεται γονιδιακά, και τα χαρακτηριστικά αυτά είναι σημαντικά για κάποιον αθλητή που ασχολείται με το τρέξιμο αντοχής.
Η επιστήμη κάνει ανακαλύψεις με πολύ γρήγορους ρυθμούς και πλέον μπορεί οποιοσδήποτε θελήσει να κάνει γονιδιακό έλεγχο, αλλά και να μετρήσει με πολλούς τρόπους πως εκφράζονται συγκεκριμένα γονίδια. Το μεγάλο ερώτημα που δεν τίθεται συχνά, όμως, είναι πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι αυτή η πληροφορία σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και πως μπορεί να τον βοηθήσει να προλάβει συγκεκριμένες ασθένειες. Το πιο απλό παράδειγμα, ίσως, είναι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Βέβαια, αν κάποιος γνωρίζει ότι είναι πολύ ευαίσθητος γονιδιακά στην εμφάνιση καρδιαγγειακών θα κάνει κάτι πολύ διαφορετικό στη διατροφή του και στον τρόπο ζωής του σε σχέση με κάποιον που δεν έχει τα αντίστοιχα γονίδια; Πρόκειται για μια πολύ λεπτή ισορροπία που δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα και να δημιουργηθούν συστάσεις που να προάγουν την εξέταση συγκεκριμένων γονιδίων ή ολόκληρου του γονιδιώματος. Σαφώς υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια που υπάρχει λόγος να ελέγξει κανείς αν έχει, όπως είναι τα πολύ διάσημα γονίδια BRCA1/2 που δημιουργούν πολύ ισχυρή προδιάθεση για καρκίνο του μαστού και η ανίχνευσή τους μπορεί να οδηγήσει κάποια γυναίκα κυρίως σε προληπτική μαστεκτομή και συγκεκριμένο τρόπο ζωής που συμβάλλει στην πρόληψη της νόσου. Πρόκειται για ένα γονίδιο που δημιουργεί πολύ ισχυρή προδιάθεση για συγκεκριμένο νόσημα όμως.
Και τα καρδιαγγειακά που αναφέρονται ως παράδειγμα παραπάνω αποτελούν επίσης ένα επικίνδυνο νόσημα, αλλά αν γνωρίζουμε ότι ένα παιδί έχει μειωμένο κίνδυνο γονιδιακά για καρδιαγγειακά νοσήματα επειδή κάναμε γονιδιακή διάγνωση κατά την γέννησή του –ή ακόμα και πριν γεννηθεί– θα κάνουμε κάποια διαφορετική παρέμβαση διατροφικά σε σχέση με ένα παιδί που δεν έχει κάνει γονιδιακό έλεγχο; Φυσικά και όχι. Και στα δυο παιδιά θα συστήσουμε μια διατροφή πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά και φτωχή σε κορεσμένα και trans λιπαρά για να τα προφυλάξουμε από τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Με λίγα λόγια
Η επιστήμη της διατροφογενομικής είναι πάρα πολύ σημαντική καθώς επιτρέπει την αποκάλυψη των μηχανισμών που επιδρούν τα διάφορα θρεπτικά συστατικά και άλλες χημικές ενώσεις στον μεταβολισμό και την ομοιόσταση του ανθρώπινου οργανισμού. Με αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να κάνει παρεμβάσεις στη διατροφή και τον τρόπο ζωής του κάθε ατόμου και να βελτιστοποιεί, όπου χρειάζεται, την πρόσληψη συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών για την αποκατάσταση της ισορροπίας ή την πρόληψη της εμφάνισης κάποιου νοσήματος. Ακόμα, η διατροφογενομική μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ανθρώπους που ασκούνται, οι οποίοι συχνά είναι επιρρεπείς σε διατροφικές ελλείψεις ή αναζητούν τις βέλτιστες διατροφικές πρακτικές για να μεγιστοποιήσουν την αθλητική τους απόδοση.
* Clusters: Oμάδες που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα γονίδια των οποίων τα πρότυπα έκφρασης μοιάζουν και που είναι πολύ πιθανό να εμπλέκονται σε κοινές ή παρόμοιες κυτταρικές λειτουργίες.
Δημοσίευση στο Runner 110, της Ειρήνης Χριστάκη, Κλινικής Διαιτολόγου – Διατροφολόγου, MSc, Υποψήφιας Διδάκτορος Ιατρικής Σχολής Αθηνών