Κάτι μεγάλο, κάτι μικρό

Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Έτρεχα χαλαρά στη γνώριμη διαδρομή μου. Κυριακή, αποκαλόκαιρο (όπως είναι φέτος της μόδας να λες αυτήν την ενδιάμεση εποχή, ξορκίζοντας το παλιό καλό φθινόπωρο), στις ανηφόρες του Λυκαβηττού. Απ’ το σημείο που βρισκόμουν, στην αρχή μιας απαιτητικής ανηφόρας, έβλεπα κάπως μακριά μια φιγούρα να προπορεύεται, τρέχοντας στην ίδια κατεύθυνση. Δεν έριξα παρά μια στιγμιαία ματιά και συνέχισα στο ρυθμό μου, απορροφημένη από τις μουσικές μου και την ευτυχία της δρομικής μοναξιάς. Λίγο πιο πέρα, από έναν πλαϊνό δρόμο, βγήκε στον περιφερειακό μια κυρία με το σκυλάκι της κρατημένο από το λουρί. Πήρε κι εκείνη θέση στο δρόμο και ξεκίνησε την ανηφόρα. Την έβλεπα σαν μια δεύτερη κουκίδα, με μια μικρότερη λευκή στο πλάι, μακριά μου, χωρίς διάθεση προσέγγισης. Πήγαινα χαλαρά, όπως συνηθίζω τελευταία, με έγνοια να βάζω χιλιόμετρα στα πόδια μου και δρομική αγαλλίαση στην καρδιά.

Όταν έφτασα στην κορυφή της ανηφόρας, στο σημείο από όπου έβλεπα καθαρά το δρόμο μακρύτερα, είδα ξανά τις δυο κουκίδες, κι έπειτα, πιο μακριά, μπροστά τους, άλλες δυο, ασύνδετες. «Κίνηση», σκέφτηκα.
Συνέχισα να τρέχω χαλαρά κι ευχάριστα, απολαμβάνοντας τις αυτόματες σκέψεις και τη μουσική, χωρίς πρόγραμμα. Έβλεπα από απόσταση την παρέα, καθέναν στο ρυθμό του, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, ανάλογα με την πορεία του δρόμου. Τους παρατηρούσα νωχελικά, όπως νωχελικό ήταν το τρέξιμό μου, δίχως διάθεση να πιεστώ. Μέχρι που κάτι απροσδιόριστο με έκανε να δω αλλιώς τη σκηνή.

Δεν ξέρω πώς έγινε, ούτε με απασχόλησε. Μα αίφνης, κάτι με έσπρωξε να τους περάσω. Να σπάσω την προβλέψιμη χαλαρότητα του κυριακάτικου πρωινού, να πάρω φόρα και να περάσω μπροστά. Κατέβηκα με δύναμη τη γερή κατηφόρα κι έπειτα, στην ανηφόρα που ακολουθούσε, άρχισα να τους περνώ έναν-έναν. Θαρρετά και με άνεση, λέγοντας καλημέρα σε κάθε έναν που προσπερνούσα. Βγήκα μπροστά τους με διαφορά κι έπειτα κράτησα αυτόν τον ρυθμό, τον αισθητά γρηγορότερο, μέχρι το τέλος της προπόνησης, έξι χιλιόμετρα ακόμα. Γέμισα χαρά και αγαλλίαση, τέτοια που δεν είχε ανάγκη άλλης εξήγησης ή υπομνηματισμού. Χάρηκα το δρόμο και τη δική μου δύναμη, τη δυνατότητα να αντλώ από μέσα μου κάτι παραπάνω όταν το αποφασίζω –κι αυτό ήταν αρκετό. Αργότερα, όταν επέστρεφα πια κατεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά προς το σπίτι, σαν να κατάλαβα. Ήταν μια άσκηση ετοιμότητας. Μια αυθόρμητη ανάγκη για ένα ζόρι σωματικό, να ταιριάξει με τα άλλα συνηθέστερα, του νου και της καρδιάς, και να τα προσανατολίσει. Ο εύκολος τρόπος να θυμηθώ πως ακόμα μπορώ, αρκεί να θελήσω. Η υπόμνηση πως μέσα μου υπάρχει ένας πυρήνας δύναμης φτιαγμένος από κάθε είδους υλικά – ανάμεσά τους το τρέξιμο– πυρήνας σμιλεμένος από τα χιλιόμετρα των χρόνων μου. Μια επιβεβαίωση απολύτως προσωπική, χωρίς αντιπάλους, χωρίς εχθρούς, με άμιλλα εσωστρεφή.

Στις πολεμικές τέχνες, ο αθλητής ετοιμάζεται για να μπορεί να επιβληθεί στον αντίπαλο εφόσον χρειαστεί, με στόχο να χρειαστεί όσο λιγότερο δυνατόν. Μαθαίνει τους χειρισμούς και τις τακτικές, ελπίζοντας να μην αναγκαστεί να τα εφαρμόσει πέρα από τις συμπλοκές της παιδιάς. Κατ’ αναλογίαν, στο τρέξιμο ετοιμάζεσαι να παλέψεις με εσένα, εσένα κυρίως πασχίζεις να υπερβείς. Ο αντίπαλός σου βρίσκεται συχνότερα στον καθρέφτη σου και πιο σπάνια στον δρόμο. Η προσπάθεια σε οδηγεί να γίνεσαι καλύτερος με μέτρο εσένα. Και, παρότι δεν το σκεφτόμαστε συχνά, μα το απολαμβάνουμε ως αποτέλεσμα αθέατο, σε εξοικειώνει με τον πόνο. Σε μαθαίνει να νιώθεις άβολα, να ζορίζεσαι, να γνωρίζεις αθέατα κομμάτια σου που ενδεχομένως δεν θα τα γνώριζες αν δεν δινόταν αυτή η ευκαιρία. Σε μαθαίνει, επίσης, πως είσαι εσύ που θα κερδίσεις ό,τι κερδίσεις. Δεν υπάρχει άλλος που μπορεί να κάνει στη θέση σου την προσπάθεια, να τρέξει για εσένα τον αγώνα, να κατακτήσει το ρεκόρ, να ζοριστεί. Δεν υπάρχει βοηθός, όπως δεν υπάρχει αντίπαλος. Εσύ είσαι το σώμα και το πνεύμα, η θέληση και η υπέρβαση, ο κάματος και η επιβράβευση. Το θυμάσαι μέσα από τις νίκες, όσο και μέσα από τη δυσκολία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να εξοικειώνεσαι με τη δυσκολία, να την κάνεις δική σου, να την χρησιμοποιείς.

Κάποτε χρειάζεται κάτι μεγάλο να στο θυμίσει –ένας αγώνας, ένας άθλος. Άλλοτε αρκεί κάτι μικρότερο, σαν ένα ταχύτερο πέρασμα που σε αφήνει ξέπνοο ή ένα λαχάνιασμα γερό που σε φτάνει κοντύτερα στα όρια. Ανεβάζεις ταχύτητα σαν φαινομενικά να αναμετριέσαι με έναν αθέατο αντίπαλο. Στην πραγματικότητα ξεπερνάς τον μόνιμο δικό σου: την εσωτερική φωνή του «δεν μπορώ» ή «δεν μπορώ πια». Δεν έχεις παρά να ανέβεις τη δύσκολη ανηφόρα, να κάνεις ένα χιλιόμετρο ακόμα μετά το όριο, να βελτιώσεις το χρόνο που εσύ όρισες ως δυνατότητα. Να περάσεις μέσα από τον πόνο για να τον χρησιμοποιήσεις. Οι άλλοι θα νομίζουν πως απλώς τους πέρασες. Εσύ θα ξέρεις!

Δημοσίευση στο RUNNER 93, της Αγγελικής Κοσμοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οδηγός αισιοδοξίας
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
H φανταστική Jacky Hunt-Broersma πάει για 102 Μαραθωνίους σε 102 ημέρες
Η ιστορία της 46χρονης που πάει για ένα απίθανο ρεκόρ
Μοιρασμένη χαρά
Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο