Πριν από λίγες εβδομάδες, τερμάτιζα τον αγώνα δρόμου στη Σφενδάμη Πιερίας. Ήταν για εμένα ένας από τους δύσκολους αγώνες καθώς, ενώ είχα κάνει παραπάνω προπόνηση από πέρσι που είχα τρέξει στον ίδιο υπέροχο αγώνα, φέτος δεν ήμουνα και στην καλύτερη μέρα μου. Πάντα όμως υπάρχει περιθώριο για κάτι χειρότερο…
Και αυτό έγινε όταν περίπου 8 χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό με έπιασε αυτό που μόνο ως «απόλυτα συγκλονιστική» κράμπα μπορώ να περιγράψω και με έριξε κάτω. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με το πόδι μου και πολλά παρακάλια στο άλλο το οποίο ζήλεψε και είπε και αυτό να τεμπελιάσει, κατάφερα να σηκωθώ περίπου δέκα λεπτά αργότερα και να συνεχίσω το τρέξιμο.
Τα τελευταία οχτώ χιλιόμετρα λοιπόν τα έβγαλα τρέχοντας λίγο σαν πάπια προκειμένου να μην τεντώσω τελείως τις γάμπες μου και έχω και κανένα άλλο ατύχημα και συνεχίζοντας τις διαπραγματεύσεις με τα πόδια μου: «Μη με προδώσετε τώρα, έχω και το ποδήλατο αύριο, αν είναι δυνατόν, ρεζίλι με κάνατε, λίγο έμεινε και εσείς τώρα αποφασίσατε να κουραστείτε» και άλλα τέτοια χαρούμενα.
Όταν περίπου 45 λεπτά αργότερα είδα το χωριό από μακριά που σηματοδοτούσε τον τερματισμό, πίστεψα επιτέλους ότι θα τα καταφέρω και από τη χαρά μου αύξησα και την ταχύτητά μου από αυτήν της πάπιας σε αυτήν του φλαμίνγκο που πάει για απογείωση (παρακαλώ σημειώστε ότι η παρομοίωση δεν είναι τυχαία – από την προσπάθεια και τον ήλιο είχα πάρει και εγώ ένα εντονότατο ροζ χρώμα). Μπαίνοντας στο χωριό πια, κοντοστάθηκα έξω από ένα σπίτι για να καταλάβω προς τα πού έπρεπε να πάω. Εκεί μια ηλικιωμένη μαυροφορεμένη κυρία που στεκόταν στο μπαλκόνι της με είδε και μου είπε: «Από εδώ έλα!». «Ευχαριστώ» φώναξα εγώ και συνέχισα να τρέχω χωρίς να περιμένω την επόμενη φράση της, που με χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία μόλις έφτασα ακριβώς έξω από την αυλή της: «Εσύ, γιατί άργησες;»…. Εδώ σε θέλω Χριστίνα. Όχι πες: Εσύ, γιατί άργησες; Η απόλυτη ισοπέδωση. Πραγματικά τώρα, πώς απαντάς σε έναν άνθρωπο που με όλη την απλότητα του κόσμου σε ρωτάει άργησες; Και μην αρχίσεις να εξηγείς τα περί έλλειψης χρόνου, την περιορισμένη προπόνηση, την υγρασία, την κράμπα και τη διεθνή οικονομική κρίση. Εδώ είναι απλή η ερώτηση. Έτρεχες και άργησες. Λέγε. Τώρα. Γιατί;
«Θα τα πάω καλύτερα του χρόνου…» ψέλλισα και συνέχισα με κατεβασμένο κεφάλι. Ευτυχώς λίγο παρακάτω τα χαμογελαστά πρόσωπα φίλων και άγνωστων συναθλητών που μου φώναζαν «άντε λίγο έμεινε», «μπράβο – τελειώνεις» μου έφτιαξαν το κέφι και τερμάτισα μέσα σε φωνές και χαμόγελα.
Αυτή η κυρία όμως με έκανε να σκεφτώ πώς βλέπει ο πιο πολύς κόσμος τους αγώνες. Οι συνάδελφοί μου, για παράδειγμα, όταν με βλέπουν τη Δευτέρα μετά από αγώνα, με ρωτάνε: «Τι βγήκες;» και αν τους πω 300η με κοιτάνε με απορία. «Καλά τόσο χάλια; Μετά από τόσο τρέξιμο; Και γιατί συνεχίζεις; Έχεις σκεφτείς να αλλάξεις χόμπι;»
Για αυτούς και για πάρα πολύ κόσμο, οι αγώνες είναι καθαρά ανταγωνιστικοί και δεν έχει νόημα να συμμετάσχεις χωρίς αξιώσεις. Για εμένα όμως, όπως έχω πει και γράψει πολλές φορές, οι αγώνες, και ειδικά οι λαϊκοί, είναι κάτι το μαγικό. Είναι μία ευκαιρία να συγκεντρωθούν άνθρωποι από κάθε μέρος της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης και να ενωθούν σε έναν αγώνα που ο μεγαλύτερος αντίπαλός τους είναι ο εαυτός τους. Το πιο σημαντικό δε, είναι ότι αυτοί οι αγώνες αντί να σε χωρίζουν από τους άλλους συναθλητές σου, σε ενώνουν με τόσο πολλούς τρόπους που δεν μπορώ ούτε να τους μετρήσω. Και σε τελική ανάλυση σε κάνουν τόσο καλύτερο άνθρωπο αφού σου δείχνουν και τα περιθώρια βελτίωσης που έχεις, κάτι που ίσως δε θα το έβλεπες το ίδιο ξεκάθαρα αν έτρεχες αποκλειστικά μόνος σου στο γήπεδο της γειτονιάς σου.
Ελάτε λοιπόν να τρέξετε σε αυτούς τους μαγικούς αγώνες και αν κάποιος σας ρωτήσει «Γιατί πηγαίνετε αργά; Δε θέλετε να κερδίσετε;», ερώτηση που όντως έχουν κάνει σε φίλη από το περιοδικό, απλώς χαμογελάστε και συνεχίστε. Τουλάχιστον δε σας είπαν: «Εσύ, γιατί άργησες;» Γιατί τότε να δω τι θα απαντήσετε…
Δημοσίευση στο Runner 32, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου