Όταν ήμουν μόλις οχτώ ετών είχα μια εμπειρία από αυτές που σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις πόσο μικρός και ασήμαντος πραγματικά είσαι. Σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, είχα βρεθεί με τους γονείς μου στην Αυστρία και κάποια στιγμή με είχαν αφήσει να παίξω με άλλα παιδάκια υπό την επίβλεψη μιας παιδαγωγού. Με τα αγγλικά του επιπέδου «this is a dog, this is an apple» και την καταπληκτική δυνατότητα που φαίνεται να έχουν όλα τα παιδάκια να συνεννοούνται όταν πρόκειται για παιχνίδι, είχα περάσει ατελείωτες ώρες χαράς. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος από τους καινούριους φίλους με ρώτησε από ποια χώρα είμαι. «Ελλάδα!» απάντησα περήφανα, περιμένοντας άμεση αναγνώριση.
Εισέπραξα όμως απέραντη απορία. Να σας θυμίσω ότι τότε δεν είχαμε την κρίση που μας έχει κάνει τόσο «διάσημους» σήμερα και να σας θυμίσω επίσης ότι μίλαγα με άλλα οχτάχρονα από διάφορες χώρες. «Ελλάς;» ξαναπροσπάθησα. Ξανά τίποτα. Στην προσπάθειά μου να καταλάβω τι συμβαίνει, άρχισα να ρωτάω τα άλλα παιδάκια από ποιες χώρες ήταν και προς μεγάλο θυμό μου, καταλάβαινα αμέσως τις χώρες τους. Αποφασισμένη ότι έχω να κάνω με αγράμματα, χαζά μικρά (να σας θυμίσω την ηλικία μου) κατέφυγα στην βοήθεια της παιδαγωγού. «My country is Hellas» δήλωσα, σίγουρη ότι αυτή θα καταλάβαινε. Φυσικά ούτε η νεαρότατη Αυστριακή κατάλαβε και βάλθηκα τότε να τους περιγράφω πού είναι η υπέροχη χώρα μου: Europe, κάτω, Ιταλία, Τουρκία, στη μέση! Τίποτα. Το απέραντο κενό. Ήξεραν και καταλάβαιναν την Ιταλία, ήξεραν και καταλάβαιναν την Τουρκία, αλλά το Ελλάς δεν τους έλεγε τίποτα.
Απελπισμένη έφυγα να βρω τους δικούς μου, που μου εξήγησαν γελώντας ότι τη χώρα μας την ονομάζουν οι ξένοι «Greece». «Greece;» απόρησα. Και τη σημαία μας; Την έχουν αλλάξει και αυτή; Όχι, η σημαία είναι πάντα και παντού η ίδια. Αυτός είναι ο σκοπός της άλλωστε, μου εξήγησε ο πατέρας μου προσπαθώντας να ηρεμήσει ένα έξαλλο, απογοητευμένο αλλά πάνω από όλα μπερδεμένο οχτάχρονο. Χρόνια μετά, βρέθηκα σε ένα συνέδριο στο Τέξας. Στο φαγητό που ακολούθησε, βρέθηκα να μιλάω με άλλους σύνεδρους και μετά από λίγο με ρώτησαν από ποια χώρα είμαι. Οι μνήμες του οχτάχρονου παιδιού με χτύπησαν κατακέφαλα και είπα στην ομήγυρη ότι θα τους ζητήσω να μαντέψουν, λέγοντάς τους λέξεις κλειδιά. Πάλι, όπως πριν τόσα χρόνια, ξεκίνησα με το όνομα της πατρίδας μας: «Ελλάς». Κανείς δεν κατάλαβε. Συνέχισα με τις λέξεις «Acropolis, Parthenon». Σε κάποιους Τεξανούς, κάτι έλεγε ο Παρθενώνας. Κανείς όμως δεν μίλησε. Και το επόμενο που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν η λέξη «Marathon». «Ααααα Καρνάζης!», είπε ένας, για να συμπληρώσουν οι υπόλοιποι θριαμβευτικά: «Greece!» και να με αφήσουν εμένα άφωνη.
Είχα προσπαθήσει να τους πω λέξεις, σκεπτόμενη σαν ένα οχτάχρονο. Ίσως επηρεασμένη από τους τότε πρόσφατους Ολυμπιακούς, είχα ξεστομίσει τη λέξη «Μαραθώνιος». Στο απομακρυσμένο Τέξας, είχαν αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν τη γενέτειρα του Μαραθωνίου και όχι σαν τη χώρα της Ακρόπολης και του Παρθενώνα. Πιθανώς να είχαν αναγνωρίσει και τη Μύκονο βέβαια, αλλά δεν ξέρω πόσο περήφανη θα με είχε κάνει αυτό. Η πολυπόθητη αναγνώριση είχε έρθει τόσα χρόνια μετά, από το, τώρα πια, αγαπημένο μου άθλημα αλλά και από έναν υπεραθλητή ελληνικής καταγωγής. Οι ομολογουμένως αρκετά αγεωγράφητοι Τεξανοί, ήξεραν τον Μαραθώνιο. Πολλοί είχαν παρακολουθήσει έναν, είχαν τρέξει σε κάποιον άλλο και μερικοί είχαν ταξιδέψει και σε άλλες πολιτείες για να αγωνιστούν. Και αναγνώριζαν την Ελλάδα μέσω αυτού του αγωνίσματος. Και το ακόμα καλύτερο; Αναγνώριζαν και τη σημαία μας.
Τότε κάπου αποφάσισα ότι κι εγώ μια μέρα θα τρέξω έναν Μαραθώνιο, και όταν το κάνω, θα κουβαλάω τη σημαία μας για να δείξω σε όλο τον κόσμο ότι είμαι Ελληνίδα και ότι τρέχω στον δικό μας αγώνα. Χρόνια μετά, τα κατάφερα και από τότε, όποτε τρέχω εκτός Ελλάδος, κουβαλάω πάντα μια μικρή σημαία που καρφιτσώνω στην μπλούζα μου. Και είμαι περήφανη. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Δημοσίευση στο Runner νο. 60, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου