Προσωπική σοφία

Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Κυριακή πρωί, μέρα δρομικής ευτυχίας. Επιστρέφαμε οικογενειακώς από τρέξιμο στον Εθνικό Κήπο. Με τη χαρά της προσπάθειας ακόμα φρέσκια, τα σώματα λυμένα από την κούραση και τη ζέστη, ανηφορίζαμε το φαρδύ πεζοδρόμιο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ανάμεσα σε τουρίστες και εύζωνες. Ευχαριστημένοι, έχοντας κατακτήσει τον πρώτο στόχο της μέρας.

Εκείνος καθόταν σε μια σκιά, στο μαρμάρινο πεζούλι του περίβολου. Ευσταλής, εμφανώς γυμνασμένος, πιθανώς δρομέας κρίνοντας από το λιγνό σωματότυπο. Στο αριστερό του φορούσε ένα εντυπωσιακό ρολόι –χρονόμετρο από αυτά της τελευταίας τεχνολογίας. Ο Κωστής, λάτρης των γκάτζετ από πάντα –σε πλήρη αντίθεση με τη δική μου εγγενή αδιαφορία– το είδε περνώντας και σταμάτησε να του μιλήσει. Τι είναι αυτό, τι χαρακτηριστικά έχει, τι μετράει, πόσο κάνει, αν είναι ευχαριστημένος. Κοντοσταθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Αρχίσαμε με τα καλά –το πλήθος των εφαρμογών, την ευκολία, τη δυνατότητα να παρακολουθείς τα πάντα: τις εξωτερικές συνθήκες, την απόσταση, το ρυθμό σου, τους γύρους, τις επαναλήψεις. Να υπολογίζεις και να καταγράφεις. Θυμηθήκαμε την εποχή που σημειώναμε τα χιλιόμετρα που διανύαμε και τις λεπτομέρειες της προπόνησης στο χαρτί –σε ειδικά σημειωματάρια ή συχνότερα σε ημερολόγια και συμβατικά τετράδια. Κι έπειτα τα παλιά χρονόμετρα, τα πρώτα ψηφιακά, που μοιάζουν τόσο παρωχημένα πια –αντίκες κανονικές, κι ας μην έχουν περάσει παρά ας πούμεδυο δεκαετίες ή και λιγότερο.

Έπειτα, φτάσαμε στα κακά τους. Το ότι πάντα «χάνουν» λίγο, ιδίως σε μέρη με πυκνή βλάστηση και ψηλά δέντρα, όπως ο Κήπος, ή σε πιο απομακρυσμένες θέσεις, εκεί που το σήμα πεισμώνει. Εμπειρία κοινή –δική του τρέχουσα, δική μαςπιο παλιά.

«Εσείς με τι τρέχετε;», ρώτησε. Ο Κωστής του έδειξε το δικό του χρονόμετρο, συλλεκτικό πια, δεκαετίας, με τα βασικά: ρολόι, χρονόμετρο, απόσταση και γύρους. «Δοκίμασα πολλά, με πολλές επιλογές, κι επέστρεψα στο παλιό μου, το δοκιμασμένο», είπε. Εγώ έτεινα απλώς το χέρι μου. Στον καρπό μου, το ρολόι της ζωής και τα πολλά βραχιολάκια που δεν αποχωρίζομαι. «Εγώ τρέχω συνήθως χωρίς ρολόι», απάντησα, υπομνηματίζοντας τη χειρονομία μου. «Ξέρω τι θέλω να κάνω και ξέρω πια πότε το πετυχαίνω και πότεόχι».

Συμφωνήσαμε και οι τρεις. Τα χρονόμετρα είναι αναγκαία, αν θέλεις να προετοιμαστείς για κάποιον συγκεκριμένο στόχο όπου πρέπει να αναμετρηθείς με το χρόνο και να τον βελτιώσεις. Είναι αναγκαία στις κρίσιμες προπονήσεις που δουλεύεις το ρυθμό σου, κάνεις διαλειμματικές προπονήσεις και πασχίζεις να κάνεις καλύτερο το χρόνο σου. Μα η προπόνηση με τη ματιά διαρκώς κολλημένη στο ρολόι σού δημιουργεί μια εξάρτηση που σε απομακρύνει από τη συνθήκη. Είναι το ρολόι ο σύμβουλός σου, εκείνο που απόλυτα σχεδόν ορίζει τι θα κάνεις. Σ’ αυτήν την εξάρτηση, ξεχνάς να ακούς τον εαυτό σου, ξεχνάς να ακούς το σώμα σου. Σιγά-σιγά απομακρύνεσαι από την εσωτερική φωνή που σε κάνει να ξέρεις πότε πορεύεσαι σωστά και πότε το παρακάνεις, πότε παραείσαι άνετος και πότε ξεπερνάς αχρείαστα τα όριά σου. Όπως συμβαίνει με όλες τις μηχανιστικές διεργασίες, σταδιακά η φωνή αυτή, η τόσο σύμφυτη με το σώμα και το νου, η τόσο απαραίτητη, αποσυντονίζεται. Αμβλύνεται, καθώς ο ρόλος της υπονομεύεται από το απόλυτο του μηχανήματος.

Και κάποτε χάνεται, ανεπαισθήτως. Στην εποχή μας, όλο και περισσότερο απευθυνόμαστε σε ειδικούς για να μας συμβουλέψουν. Ειδικούς με απαραίτητες και κοπιαστικά κατακτημένες γνώσεις αλλά και «ειδικούς» που μας παρέχουν «δεύτερο χέρι» όσα θα μπορούσαμε μόνοι να εντοπίσουμε ή να ξαναβρούμε αν δίναμε χρόνο να ακούσουμε εμάς –το σώμα, τις αισθήσεις, το ταξίδι της σκέψης μας– κι αν εμπιστευόμασταν τα μηνύματα που κάποτε είναι τόσο εύγλωττα και δυνατά που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης. Αν «ακούγαμε» την κούραση που μας κρατάει, τη χαλαρότητα που μας οδηγεί, τον πόνο που μας αποτρέπει. Αν εμπιστευόμασταν, κυρίως.

Ας μην παρεξηγηθώ. Συχνά χρειαζόμαστε τους ειδικούς –πρόσωπα ή μηχανήματα, σαν τα δρομικά μας γκάτζετ. Μα υπάρχουν αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε μόνοι μας, συνθέτοντας για λογαριασμό μας το ιδιαίτερο, προσωπικό μας παζλ. Αποφάσεις μικρές ή μεγαλύτερες που τις τιμούμε και μας ενεργοποιούν ακόμα περισσότερο, επειδή είναι δικές μας, ζυμωμένες με τη δική μας εμπειρία. Χρειαζόμαστε την αντικειμενικότητα της εξωτερικής ματιάς, μα άλλο τόσο μας τρέφει η εμπιστοσύνη στη διαίσθηση και την εσωτερική μας αξιολόγηση. Στον εγγενή ατομικό μας μηχανισμό που αντιλαμβάνεται τα σημάδια και τα συνθέτει. Αυτός κάνει τα δεδομένα εμπειρία και αργότερα προσωπική σοφία. Και η εμπιστοσύνη σε αυτή τη γνώση δεν αντικαθίσταται. Μας οδηγεί μοναδικά, στο δικόμας δρόμο.

Δημοσίευση στο Runner νο. 91, της Αγγελικής Κοσμοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ιστορίες νεκρών πεποιθήσεων
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Κουβέντες
Από τη στήλη “Τρέχοντας” της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Τρεχαλάκηδες
Από τη στήλη «Ιστορίες του Δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο