Τις προάλλες συζητούσα με μια φίλη για το τρέξιμο. Από τις νέες οπαδούς των γυμναστηρίων εκείνη, με την ορμή που κατακλύζει τον νεοφώτιστο μετά από χρόνια πλήρους απραξίας, ήθελε από καιρό να μου μιλήσει για το τρέξιμο. Για την ακρίβεια, ήθελε «να ζητήσει τη βοήθειά μου», κατά τα λεγόμενά της, για το πώς μπορούσε να ξεκινήσει να τρέχει και πώς να τα καταφέρει.
Την άκουσα προσεκτικά και με αγάπη, όπως κάνω με όλους εκείνους που νιώθουν πως μπορώ κάτι να τους πω, ως «παλιά» πια, για τον μαγικό κόσμο των δρόμων. Μου είπε για τη γυμναστική που της άλλαξε τη ζωή, για τη χαρά που παίρνει από το σώμα της που μεταμορφώνεται, για τη δύναμη που νιώθει όταν καταφέρνει κάτι δύσκολο κι ως σήμερα άπιαστο. Μου είπε για την ικανοποίηση που νιώθει βλέποντας έναν άλλο άνθρωπο να αναδύεται κάτω από το παχύ στρώμα της απραξίας: μια γυναίκα δυνατή, ικανή, μαχητική και όμορφη, ξεχασμένη από χρόνια μα ζωντανή, όπως κατάλαβε κι η ίδια αφήνοντας την άθληση να την φέρει στο φως. Τα άκουσα όλα αυτά, γνώριμα και σε εμένα κι εμπεδωμένα μέσα στα χρόνια, κι έπειτα προχωρήσαμε στο επόμενο βήμα: το «γιατί» της συνάντησής μας.
«Θέλω να μάθω να τρέχω», μου είπε, «μα πιστεύω πως δεν μπορώ. Γι’ αυτό ήθελα να μιλήσουμε». Αρχίσαμε χωρίς άλλη εισαγωγή και χωρίς άωρες κρίσεις. Από τα πρακτικά. Κουβεντιάσαμε γι’ αυτά που κάνει στο γυμναστήριο, αυτά που κατάφερε ήδη κι εκείνα που κατακτά προχωρώντας κάθε μέρα. Η πρόοδός της, αναμφισβήτητη, δεν άφηνε χώρο για αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα. Το σώμα ήταν γερό και έτοιμο να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε κάτι νέο. Το θέμα έμοιαζε να είναι αλλού, σε άλλη σφαίρα. Στη μικρή εσωτερική φωνή που επαναλαμβάνει τα «δεν μπορώ» στο κεφάλι μας σε συχνότητα απροσπέλαστη από τους άλλους και στα «δεν μπορείς» που ακούμε από τους άλλους, δικούς μας και ξένους, και τα πιστεύουμε άκριτα.
Τη ρώτησα τι λέει η δική της φωνή. Αν την ακούει καθόλου κι αν της λέει «όχι» όταν χρειάζεται να ακούσει «ναι», «δεν θα τα καταφέρεις» όταν περιμένει ένα «προχώρα». Την ήξερε, βέβαια, αυτή τη φωνή, αυτή τη συχνότητα που εκπέμπει σταθερά, πέρα από διακυμάνσεις, ανεπηρέαστη από την προσπάθεια να χαμηλώσουμε την έντασή της. Έπειτα τη ρώτησα τι ακούει γύρω της. Κι εκεί, αναμενόμενη η απάντηση. «Ο Γ. χαίρεται που ξεκίνησα να πηγαίνω στο γυμναστήριο, αλλά δεν χαίρεται που θέλω να τρέξω. Μου λέει πως δεν θα προλαβαίνω, πως ήδη λείπω αρκετά, πως δεν με βλέπει όσο θα ήθελε. Κι έπειτα, μου λέει πως δεν θα τα καταφέρω και θα απογοητευτώ». «Κι εσύ τον ακούς;» αποκρίθηκα με τη σειρά μου. «Kαι τα πιστεύεις όλα αυτά;».
Χωρίς άλλο σχόλιο, της είπα μια ιστορία γνωστή. Στις ατέλειωτες παραλίες του Ατλαντικού, ένα ζευγάρι στην απογευματινή του βόλτα συναντά έναν ηλικιωμένο που με την απόχη του ψαρεύει καβούρια. Τα βγάζει από την απόχη προσεκτικά και τα ρίχνει σ’ έναν κουβά με θαλασσινό νερό που βρίσκεται κοντά του. Το ζευγάρι στέκεται για λίγο παρακολουθώντας τη σκηνή και μετά, βλέποντας ένα καβούρι να σκαρφαλώνει με πείσμα ως το χείλος του κουβά, έτοιμο να κατακτήσει την ελευθερία του, το αναφέρει στον ψαρά. Εκείνος γελάει και αποκρίνεται: «δεν ανησυχώ, θα τον τακτοποιήσουν μόνοι τους». Τους εξηγεί πως έτσι συμβαίνει πάντα με τα καβούρια. Όταν ένα από αυτά ξεφεύγει από την αιχμαλωσία και πασχίζει να ελευθερωθεί, οι ίδιοι οι σύντροφοί του το τραβούν ξανά μέσα, στη φυλακή. Για το είδος τους, η μοίρα είναι κοινή, βασισμένη σε μια πανάρχαια αρχή που ορίζει πως «αν δεν μπορώ να τα καταφέρω εγώ, δεν θα τα καταφέρεις ούτε εσύ». Σε μια διάθεση εξίσωσης που αποδεικνύεται ισχυρότερη από την ατομική δυνατότητα και την προσωπική προσπάθεια. Η μοίρα του ενός ορίζεται από τη συλλογική μοίρα -ακόμα κι αν αυτό σημαίνει καταστροφή.
Τα καβούρια που τραβούν εκείνον που προχωρά πίσω στη βάση του δεν περιορίζονται στο συμπαθές είδος του ζωϊκού βασιλείου. Δυστυχώς, ζουν ανάμεσά μας. Είναι κάποτε άνθρωποι στο περιβάλλον μας. Φίλοι, γνωστοί, μέλη της οικογένειας που δεν θέλουν να τα καταφέρουμε και μας τραβούν πίσω. Συχνά το κάνουν «για το καλό μας». Συχνότερα το επιδιώκουν επειδή είναι κάτι που οι ίδιοι δεν το μπορούν. Μα εμείς πρέπει να τους αναγνωρίσουμε. Να απαγκιστρωθούμε από τον σφιχτό εναγκαλισμό τους, να μυρίσουμε την ελευθερία της απαλλαγής από τις δαγκάνες τους και να προχωρήσουμε. Να βγούμε στον ανοιχτό δρόμο. Στον κάθε δρόμο!
Δημοσίευση στο Runner νο. 80, της Αγγελικής Κοσμοπούλου.