Στις αρχές του καλοκαιριού και συγκεκριμένα λίγο πριν από τον μαραθώνιο Ολύμπου, είχα μια εβδομάδα κόλαση στο γραφείο. Κάθε βράδυ έφευγα από τη δουλειά κατά τις εννιά με αποτέλεσμα να κάνω όλες τις τελευταίες προπονήσεις μου υπό το φως του φεγγαριού. Ευτυχώς που τις τελευταίες μέρες πριν από τους αγώνες οι προπονήσεις χαλαρώνουν και σε ένταση και σε διάρκεια και προλάβαινα να κοιμάμαι και λίγο, γιατί αλλιώς τον αγώνα δεν θα τον έβγαζα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου, όμως, ήταν ότι ήθελα να ελέγξω το σύνολο του εξοπλισμού μου πριν μπω σε έναν τόσο δύσκολο αγώνα και ακόμα δεν είχα προλάβει. Και την Παρασκευή που ήλπιζα να τα καταφέρω να τελειώσω λίγο νωρίτερα, κατέληξα να φύγω από το γραφείο με τα χίλια ζόρια στις δέκα το βράδυ. Μέσα στο άγχος, τις τύψεις και τα νεύρα, γύρισα βιαστικά στο σπίτι μου, φόρεσα τα ρούχα μου, ζαλώθηκα το φορτωμένο σακίδιο μου το οποίο ήθελα να ελέγξω αν θα με έκοβε λόγω βάρους και ξαμολήθηκα στους πρόποδες του Υμηττού κατά τις έντεκα. Μέσα στην ηρεμία της νύχτας, περιτριγυρισμένη από τις νυχτερινές μυρωδιές και τους ήχους, άρχισα με τον φακό κεφαλής να ανηφορίζω όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα. Σύντομα όμως με πήρανε χαμπάρι τα σκυλιά της γειτονιάς και η επανάσταση που ξεκίνησα έβγαλε έναν γείτονα στην αυλή του για να ελέγξει τι συμβαίνει. Βλέποντας μια πυγολαμπίδα με κόκκινο σακίδιο και σορτσάκι να αγκομαχάει έξω από το σπίτι του, με κοίταξε λίγο περίεργα στην αρχή είναι η αλήθεια, μετά όμως μουρμούρισε «την καλύτερη δουλειά κάνεις» και ξαναμπήκε στο σπίτι του. Έκπληκτη που δεν με έβρισε, συνέχισα να ανηφορίζω, όταν ξαφνικά από την αντίθετη κατεύθυνση πέτυχα μια φίλη μου επίσης δρομέα να ροβολάει και αυτή με φακό κεφαλής. «Άργησες Χριστίνα σήμεραααα…!» μου φώναξε και συνέχισε να κατεβαίνει τρέχοντας και φωνάζοντας «φεύγω γιατί με περιμένουν τα παιδιά για να κοιμηθούν!»
Γελώντας και κάπως ανακουφισμένη είναι η αλήθεια που δεν ήμουν ολομόναχη στο βουνό συνέχισα να ανεβαίνω ασθμαίνοντας. Δεν περίμενα κάποια άλλη συνάντηση τόσο αργά μέσα στις ερημιές, οπότε όταν άκουσα βήματα και φωνές κοντά μου ψιλοτρόμαξα. Ο δολοφόνος με το πριόνι, που περίμενα να δω, αποδείχτηκε μια χαρούμενη παρέα γιαγιάδων που κατηφόριζε με δύο υπερκινητικά τσιουάουα στα πόδια τους. «Καλησπέρα σας, καλό δρόμο» μου είπαν και συνέχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Δεν τους έκανε εντύπωση η τρελή πυγολαμπίδα μέσα στην νύχτα, δεν με σχολίασαν, δεν κοντοστάθηκαν, σχεδόν με αγνόησαν.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, λίγα χρόνια πριν, δεν θα είχαν την ίδια αντίδραση. Θυμάμαι σε μία από τις πρώτες μου ιστορίες στο περιοδικό να σχολιάζω πώς μου φερόταν ο ίδιος κόσμος όταν έτρεχα στην γειτονιά μου, μέρα μεσημέρι. Άλλοι με κορόιδευαν, μερικοί μου φώναζαν, πολλοί μου πρότειναν ειρωνικά να με πάνε πιο κάτω με το αυτοκίνητο και σχεδόν όλοι απορούσαν. Γιατί τρέχεις; Πού πας; Τι κάνεις; Τι περιμένεις να πετύχεις; Σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι, έχουν συνηθίσει.
Σχεδόν όλοι, έχουν αποδεχτεί ότι κάποιοι συνάνθρωποι τους τρέχουν. Αρκετοί έχουν σκεφτεί ότι το τρέξιμο είναι υγιές και ίσως και ενδιαφέρον. Και μερικοί, το έχουν ασπαστεί και αυτοί. Και αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Γιατί; Γιατί πλέον μαζί με το τρέξιμο είναι αποδεκτός και ένας άλλος τρόπος ζωής. Η παλιότερη, λεγόμενη γιάπικη νοοτροπία, μέσα στην οποία μεγάλωσα και θεωρούσε την δουλειά μέχρι θανάτου και τη συσσώρευση χρήματος τον σωστό και μοναδικό τρόπο ζωής, έχει αντικατασταθεί από την αναζήτηση της ισορροπίας.
Και το τρέξιμο, το άθλημα που μπορείς να κάνεις για να ηρεμήσεις και να ρουφήξεις εικόνες, μυρωδιές, εμπειρίες ακόμα και στις έντεκα την νύχτα, συνέβαλε έως έναν βαθμό στην αλλαγή της νοοτροπίας του κόσμου αφού μας έδωσε απλόχερα αυτό που χρειαζόμασταν. Μας έδωσε ισορροπία, ηρεμία, αυτογνωσία, ευτυχία. Και όσο πιο αποδεκτό γίνεται το τρέξιμο, τόσες περισσότερες αλλαγές έρχονται σιγά-σιγά και «ύπουλα» στην ζωή μας.
Γιατί τώρα τα παιδιά τρέχουν χωρίς να ντρέπονται. Γιατί οι γονείς τρέχουν χωρίς να ντρέπονται. Γιατί οι παππούδες και οι γιαγιάδες τρέχουν και περπατάνε χωρίς να ντρέπονται. Και ο κόσμος μας έτσι, βήμα-βήμα, σιγά-σιγά, γίνεται λίγο καλύτερος. Ίσως λίγο περισσότερο τρελός, αλλά αυτοί οι τρελοί είναι ωραίοι και πλέον είμαστε πολλοί και ομορφαίνουμε και τον κόσμο γύρω μας.
Δημοσίευση στο Runner νο. 75, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου