Kατηφόρισα μαλακά την Ηρώδου του Αττικού και μπήκα στον Κήπο. Πέρασα την πρώτη μεγάλη στροφή και στη βρύση, γνωστό σταθμό των δρομέων, τους είδα. Άλλος με πόδια απλωμένα στο παγκάκι για να τεντωθεί, άλλος με το παγούρι στο χέρι, άλλος να αλλάζει τα βρεγμένα της προπόνησης. Άγνωστοι ήταν, μα βλέποντάς τους κοντοστάθηκα και είπα καλημέρα, όπως κάνω πάντα. Δεν πήρα απάντηση, ούτε καν ένα βλέμμα.
Συνέχισα τη σαββατιάτικη διαδρομή μου, μα η διάθεσή μου είχε αλλάξει, σαν να με είχε αποπάρει φίλος αγαπημένος ή να μου είχαν κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. Έφτασα δύσθυμη ως το σπίτι, με τη σκηνή να παίζει στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Παραξενιά ή υπερβολική ευθιξία, ίσως σκεφτείτε, μα από χρόνια με πληγώνουν αληθινά οι αναπάντητες καλημέρες. Ναι, μου χαλάνε το κέφι οι δρομείς που τους μιλάς ή τους γνέφεις και δεν επιστρέφουν ένα βλέμμα.
Εκείνοι που σε βλέπουν να έρχεσαι τρέχοντας από απέναντι και στην κρίσιμη στιγμή χαμηλώνουν τα μάτια για να σε αποφύγουν. Για να εξηγηθώ, δικαιολογώ όσους συναντώ να παλεύουν εκείνη την ώρα με τον εαυτό τους, όσους προπονούνται σκληρά με το ρολόι στο χέρι και δοκιμάζουν πειθαρχία και αντοχές. Μα με τους άλλους δυσανασχετώ. Δεν είναι μόνον που πλήττεται η αίσθησή μου για τηνκαλή ανατροφή.
Είναι, κυρίως, που αυτό το κατεβασμένο βλέμμα, η κρατημένη λέξη αναιρεί την ιδέα που έχω για το τρέξιμο. Ναι, το τρέξιμο είναι εξ ορισμού μοναχικό – κι έχω η ίδια υμνήσει πολλές φορές αυτή του τη διάσταση. Είναι όμως, την ίδια στιγμή, διαδικασία που σε φέρνει πιο κοντά στον εαυτό σου, άρα και στον άλλο, τον ομοϊδεάτη για να μην πω ομοιοπαθή. Ίσως υπεραπλουστεύω, μα είναι δυο οι λόγοι που θα με έκαναν να περιμένω αυτήν την καλημέρα.
Ο πρώτος είναι η αυθόρμητη αναγνώριση στον άλλο ενός δικού μου χαρακτηριστικού. Ναι, ο άλλος που τρέχει όπως κι εγώ, εκείνος που ξεβολεύεται τα πρωινά, εκείνος που ψάχνει λίγο να μετατοπίσει τα όριά του, εκείνος που ξέρει μ’ αυτόν τον τρόπο να βυθίζεται στον κόσμο του έχει κάτι από εμένα. Μας ενώνουν μια κοινή παράδοση, μια κοινή αγάπη, μια κοινή ματιά – κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό να στηρίξει ένα βλέμμα ή ένα νεύμα.
Σκεφτείτε τους οπαδούς των ποδοσφαιρικών ομάδων που στην τυχαία τους συνάντηση, στο γήπεδο με το κασκόλ στο χέρι ή σε φιλική συνάθροιση όταν σκάει το «τι ομάδα είσαι», έρχονται δια μιας στην ίδια μεριά. Δεν έχει νόημα πόσα τους χωρίζουν – δουλειά, πολιτική, ηλικία ή αίσθηση για τη ζωή. Για μια στιγμή έχει νόημα μόνον αυτό που τους ενώνει – κι αυτό περιμένω κι εγώ απ’ την καλημέρα μου.
Δεύτερος λόγος είναι η πίστη μου πως το τρέξιμο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Πως πέρα από όσα σου δίνει στο σώμα, ασκεί, σε ίσες δόσεις, τον χαρακτήρα σου. Ναι, πιστεύω πως αν έχεις μάθει να προσπαθείς, να πειθαρχείς, να ξαναρχίζεις μετά την αποτυχία, να δοκιμάζεσαι, έχεις γνωρίσει κάτι τόσο μοναδικό όσο όλα τα χαράματα που σε βρήκαν στους ανοιχτούς δρόμους.
Αν έχεις τολμήσει να αρχίσεις από το μηδέν, να τσαλακωθείς και να πονέσεις, είσαι πιο ταπεινός, πιο μετρημένος, πιο αληθινός και πιο ευγενής. Και μες στις άλλες «καλοσύνες» – για όλες αυτές, μάλλον θα έπρεπε να πω – μπορείς να αναγνωρίσεις στον άλλο μια ανάλογη διαδρομή. Διαδρομή περισσότερο εσωτερική, παρά μετρημένη στους δρόμους. Αυτός που βλέπεις να ανεβαίνει λαχανιάζοντας την ανηφόρα απέναντί σου, αυτός που προσπερνάς ή σε προσπερνάει στην ευθεία, αυτός που μαζεύει δυνάμεις μετά την προσπάθεια έχει κάτι από εσένα. Σου μοιάζει. Κι αυτή η ομοιότητα, το καθρέφτισμα για να ακριβολογώ, χωράει πάντα μια καλημέρα, κι ας μην προηγήθηκαν φορμαλιστικές συστάσεις της «άλλης» ζωής.
Δημοσίευση στο Runner νο. 60, της Αγγελικής Κοσμοπούλου