Σαν άνθρωπος θέλω να πιστεύω ότι είμαι αρκετά τακτική. Έχω μια συγκεκριμένη θέση για όλα, δεν χάνω συχνά πράγματα και δεν βρίσκω βρώμικες κάλτσες στις ντουλάπες με τις κατσαρόλες.
Εντάξει αυτό το τελευταίο θα ήταν κάπως τραβηγμένο, για να πω την αλήθεια, αλλά το έχω δει σε σπίτι φίλης μου δρομέα, γι’ αυτό το αναφέρω. Για να είμαι όμως δίκαιη, αυτή η φίλη μου είναι παντρεμένη με δρομέα και έχει και δυο αγόρια στην εφηβεία. Οπότε έχει και κάποιες παραπάνω δικαιολογίες.
Αυτές τις σκέψεις ακριβώς έκανα όταν την προηγούμενη Κυριακή το πρωί, στην προσπάθειά μου να βρω μία από τις μόλις τρεις αγαπημένες μου μπλούζες για τρέξιμο, έριξα στο πάτωμα δύο ολόκληρα ράφια με δρομικές μπλούζες. Για να μην αργήσω, τα παράτησα όλα μεσ’ την μέση και έφυγα.
Δύο ώρες μετά γύρισα, πέταξα τα ιδρωμένα ρούχα στο πάτωμα μπροστά από το πλυντήριο ρούχων και δίπλα στα λασπωμένα παπούτσια που τα είχα αφήσει έτσι από την προηγούμενη Κυριακή που είχα τρέξει στο βουνό. Θα τα πλύνω αμέσως μόλις διπλώσω τις μπλούζες μου σκέφτηκα και έτρεξα να βρω το βουνό από μπλούζες που είχα αφήσει μπροστά από την ντουλάπα μου.
Εκεί βρήκα ένα ενθουσιασμένο μωρό να κολυμπάει μέσα στις εντελώς ανακατεμένες μπλούζες, μια καμαρωτή μικρή να φοράει μια ροζ μπλούζα από τον μαραθώνιο Βαρκελώνης και έναν ξεκαρδισμένο από τα γέλια σύζυγο να κρατάει μια άσπρη extra small μπλούζα δεκαετίας από τον Κένταυρο στο Πήλιο. «Εκεί πότε ακριβώς είχες τρέξει;».
«Πριν από δέκα χρόνια ακριβώς» είπα και πρέπει ειλικρινά να πετάξω κάποιες μπλούζες σκέφτηκα, αρχίζοντας μανιωδώς να μαζεύω. Κάθε μία μπλούζα, όμως, μου θύμιζε έναν αγώνα και αντί να βάλω έστω και μία τάξη στη στοίβα για «χάρισμα», τις ξαναέβαλα όλες στα ράφια μου. Μετά, προσπαθώντας να παρηγορήσω τον εαυτό μου, καθώς δεν είχα καταφέρει τον αρχικό στόχο της εκκαθάρισης, αποφάσισα ότι μια χαρά είναι τα ράφια μου έτσι γεμάτα, αφού τελικά με λίγο μόνο σπρώξιμο κατάφερα να κλείσω την ντουλάπα και πήγα τρέχοντας να πλύνω τα λασπωμένα μου παπούτσια.
Για να δείτε θέματα διατροφής ειδικά για δρομείς πατήστε εδώ.
Και εκεί αντιμετώπισα το ίδιο πρόβλημα. Τα συγκεκριμένα παπούτσια είχαν αρχίσει να σκίζονται, ενώ μόλις τα έπλυνα δεν είχα χώρο να τα βάλω στην παπουτσοθήκη. Με μεγαλύτερη επιτυχία αυτήν τη φορά, πήρα μια σακούλα και έβαλα μέσα τρία ζευγάρια που έπρεπε να είχα δώσει εδώ και χρόνια. Βέβαια η σακούλα έμεινε στο πάτωμα γιατί αυτά τα παπούτσια πρέπει να πάνε στο «άφησε τα να τρέξουν ξανά» που στέλνει τα παπούτσια σε όσους τα χρειάζονται, αλλά το πρώτο βήμα τουλάχιστον έγινε.
Αφού τελείωσα και με αυτά, έβαλα το πλυντήριο με τα τεχνικά ρούχα. Αυτό που βαρέθηκα να κάνω και το άφησα για το επόμενο Σαββατοκύριακο, ήταν να πλύνω και την τσάντα πλάτης με τα υδροδοχεία. Πάλι καλά που αυτά τα είχα πλύνει χθες τουλάχιστον. Και μετά από όλη αυτήν την μπουγάδα, πλύθηκα και εγώ. Όταν πια βγήκα από το μπάνιο, η στοίβα μπροστά από το πλυντήριο ήταν πάλι παρούσα καθώς είχε γυρίσει ο άνδρας μου από το δικό του τρέξιμο και είχε πετάξει και αυτός με τη σειρά του τα βρεγμένα στο πάτωμα, αφού το πλυντήριο ήταν ακόμα απασχολημένο με τα δικά μου ρούχα. Ο χώρος μπροστά από τη εξώπορτα ήταν γεμάτος λάσπη, καθώς είχε πάει για τρέξιμο στο βουνό και το αδιάβροχό του κρεμόταν στάζοντας στο μπαλκόνι.
Και τότε ήταν που θυμήθηκα τη φίλη μου με τις κάλτσες στην κουζίνα. Μπορεί να μην είχαμε φτάσει σε αυτό το επίπεδο, αλλά ένα σπίτι δρομέων μάλλον δεν γίνεται να είναι αρκετά τακτικό. Ή τέλος πάντων εμείς δεν τα καταφέρνουμε και τόσο καλά. Και όσο πηγαίνουμε σε όμορφους αγώνες που μας δίνουν καπέλα, μπλούζες, τσάντες και ποτήρια που αγαπάμε, τόσο χειρότερη θα γίνεται η κατάσταση. Ας αποδώσουμε λοιπόν το πρόβλημα του γεμάτου και άτακτου σπιτιού στη γεμάτη τρέξιμο ζωή και ας το απολαύσουμε!
Δημοσίευση στο Runner 118, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου