Τους τελευταίους τρεις μήνες τουλάχιστον, κάτι μαγικό συμβαίνει στην Ελλάδα. Οι Έλληνες, αυτός ο λαός που βγαίνει πρώτος στην παχυσαρκία και στο κάπνισμα στην Ευρώπη, έχει φορέσει τα αθλητικά του και τρέχει!
Και όταν λέμε τρέχει, δεν εννοούμε μεταφορικά λόγω της οικονομικής κρίσης και της σκληρής δουλειάς. Οι Έλληνες τρέχουν μέρα και νύχτα, τρέχουν σε δρόμους, πάρκα και βουνά, τρέχουν παντού. Άρχισα να πρωτο-παρατηρώ αυτήν την αλλαγή τους καλοκαιρινούς μήνες και πιο συγκεκριμένα στις διακοπές μου, όταν στο νησί που πήγα δεν ήμουνα η μόνη που έτρεχα. Το σούρουπο με την πρώτη δροσιά έβγαινα να τρέξω και ενθουσιασμένη συναντούσα και άλλους δρομείς να τρέχουν κατά μήκος της παραλίας.
Στην αρχή πίστευα ότι αυτό οφειλόταν στο νησί που είχα επιλέξει για τις διακοπές μου, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι η αλλαγή είναι αληθινή και είναι μεγάλη αφού με τον γυρισμό μου συνέχισα να βλέπω κόσμο να τρέχει παντού. Εγώ βέβαια συνέχισα να τρέχω ακολουθώντας ευλαβικά το προπονητικό μου πρόγραμμα για τον κλασσικό μαραθώνιο. Λόγω των πολλών ωρών στο γραφείο όμως, βρισκόμουν πάντα να τρέχω αργά το βράδυ. Αυτό πέρσι αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα, αφού το γήπεδο στο οποίο τρέχω συνήθως σβήνει τα φώτα το καλοκαίρι από τις 9 το βράδυ, οπότε και λογικά άδειαζε. Φέτος όμως μόλις έσβηναν τα φώτα το γήπεδο δεν άδειαζε. Ο κόσμος που ήταν μέσα συνέχιζε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι και έτσι συνέχιζα να τρέχω και εγώ. Όλοι έμοιαζαν να έχουν ένα πρόγραμμα και ένα στόχο και δεν έλεγαν να φύγουν μέχρι να τον πετύχουν. Στη δουλειά μου δε, βρέθηκα ξαφνικά να δίνω συμβουλές για αθλητικά παπούτσια, προγράμματα προπόνησης, διατροφή και ψυχολογία αθλητή. Για να μη μιλήσω για τα GPS ρολόγια και τους παλμογράφους που ξαφνικά αποκτήσανε όλοι οι φίλοι μου.
Έτσι και πριν από λίγες ημέρες, είχα βγει αργά για να κάνω την προπόνησή μου στο γήπεδο Χαλανδρίου. Ήταν μια εξαιρετικά άσχημη ημέρα για εμένα, καθώς αποχαιρετούσα ένα σπίτι, έναν άνθρωπο, μια ολόκληρη ζωή. Έτρεχα με σταθερό ρυθμό ακούγοντας μουσική και μετρώντας γύρους. Ήμουνα τόσο απορροφημένη στο τρέξιμο που άργησα να συνειδητοποιήσω ότι με το ίδιο ρυθμό, αλλά αντίστροφα από εμένα, έτρεχαν δύο παιδιά που σε κάθε γύρο κόντευα να τους χτυπήσω. Κάποια στιγμή μου μίλησαν γελώντας αλλά λόγω της δυνατής μουσικής δεν τους άκουσα. Στον επόμενο γύρο πρόλαβα να βγάλω τα ακουστικά μου για να τους ακούσω να μου φωνάζουν – γύρνα ανάποδα, έλα μαζί μας!
Γέλασα, αλλά δεν άλλαξα κατεύθυνση γιατί μέτραγα γύρους ώστε να ξέρω την απόσταση που έχω τρέξει και δεν θέλω και πολύ να μπερδευτώ. Με τον ίδιο τρόπο και πάντα γελώντας πέρασαν άλλοι δύο γύροι. Στον τρίτο γύρισαν αυτοί και άρχισαν να τρέχουν μαζί μου. Αρχίσαμε να μιλάμε για τον κλασσικό μαραθώνιο και διαπίστωσα ότι ήταν σοβαροί αθλητές αλλά πάνω από όλα θετικοί άνθρωποι που μου μίλησαν σαν να τους ήξερα από παλιά. Ενώ τρέχαμε, άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου από την είσοδο του γηπέδου και γυρνώντας είδα δύο άλλους φίλους μου που γύρναγαν από την βόλτα τους και σταμάτησαν να δουν αν έτρεχα στο γήπεδο για να με χαιρετήσουν αλλά και να ελέγξουν ότι έκανα την προπόνησή μου, όπως μου είπαν μετά. Με όλα αυτά, η προπόνηση βγήκε χωρίς να το καταλάβω, η διάθεσή μου έφτιαξε και διαπίστωσα ότι πέρα από το ότι οι Έλληνες ξαφνικά τρέχουν, έχουν και κάτι που τους ενώνει με ένα πρωτόγνωρο τρόπο. Τους ενώνει ο Κλασσικός Μαραθώνιος λόγω του κοινού αγνού στόχου του τερματισμού σε ένα καθαρά ελληνικό, αλλά παραμελημένο από την πολιτεία, άθλημα… Όλη η Ελλάδα τρέχει λοιπόν λόγω του μαραθωνίου που ενώνει και εμψυχώνει και μακάρι να συνεχίσει να τρέχει και μετά. Καλή επιτυχία σε όλους μας αυτήν την μαγική Κυριακή, 31 Οκτωβρίου 2010!
Δημοσίευση στο Runner νο 43, της Χριστίνας Φωτεινοπούλου