Φυσιογνωμία μάχης

Από τη στήλη «Τρέχοντας» της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Share

Πριν λίγες εβδομάδες έτρεξα στους αθηναϊκούς δρόμους, στα «μικρά χιλιόμετρα» του Hμιμαραθώνιου της πόλης. Όχι για το αποτέλεσμα, για τη συμμετοχή και την παρέα. Ξεκινήσαμε μαζί, οικογενειακά, πολύ αργά και χαλαρά, και πήγαμε έτσι ως τη μέση περίπου.

Σε μια διαρκή άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στη δύναμη του ενός και την αδυναμία του άλλου, ανάμεσα στη διάθεση να φύγουμε μπροστά και στο «κράτημα» που επέβαλλαν οι δυνάμεις του μικρότερου. Προσανατολισμένοι στον άλλο. Κάναμε έτσι περίπου τη μισή διαδρομή, ώσπου μέσα στην ασυνήθιστη ανοιξιάτικη ζέστη αποφάσισα να φύγω μόνη μπροστά. Όχι για τον χρόνο, μα κυρίως για την ελευθερία που μέρες περίμενα να νιώσω.

Άνοιξα λίγο το βήμα κι έτρεξα πιο γρήγορα και πιο ανάλαφρα την υπόλοιπη διαδρομή. Είχα αρχίσει να βλέπω από μακριά τη σήμανση του τερματισμού, όταν πέρασα δίπλα από έναν μπαμπά με τον γιο του, δεκάχρονο θα τον έκανα. Ο μικρός πάσχιζε να βρει δυνάμεις να συνεχίσει κι από δίπλα ο μπαμπάς τον παρότρυνε να μη σταματήσει, να προχωρήσει, του έδινε κουράγιο με τα λόγια. Τον πλησίασα μαλακά, στάθηκα δίπλα του και του είπα ήσυχα να σηκώσει το βλέμμα από την άσφαλτο. Να κοιτάξει μπροστά, το στόχο, το τέρμα. Χωρίς πολλά λόγια και άχρηστες εξηγήσεις, του μετέφερα με μια φράση κάτι που όλοι ξέρουμε από τους δρόμους, ενίοτε κι από τη ζωή.

Πολλά χρόνια πριν, όταν άρχισα να προπονούμαι συστηματικά στις απαιτητικές ανηφόρες της γειτονιάς μου, στις πλαγιές του Λυκαβηττού, προσπαθούσα να βρω τον τρόπο να τις κατακτήσω. Από όλες τις προπονητικές συμβουλές που διάβαζα στα εγχειρίδια –να τρέχεις στις μύτες των ποδιών, να μικραίνεις τον διασκελισμό κι άλλα πρακτικά– μία ήταν αυτή που πάντα έφερνε αποτέλεσμα. Να κρατάς το βλέμμα προσανατολισμένο στην κορυφή, εκεί που θέλεις να πας. Να μη χάνεις από τα μάτια σου το στόχο. Συμβουλή φαινομενικά αδιάφορη, καθώς μοιάζει μεταφυσικό τερτίπι, μα αλάνθαστη. Δυσκολεύτηκα να την κατακτήσω, αλλά από τότε που την έμαθα κι εμπέδωσα την αξία της στην πράξη, την τήρησα ανελλιπώς στους δρόμους.

Δυο χρόνια πριν, σε μέρες δύσκολες στη ζωή και στη δουλειά, ένας φίλος, νεαρός απόστρατος, αναφέρθηκε σε μια κουβέντα μας στη «φυσιογνωμία μάχης». Μια φράση που χρησιμοποιούν στο στρατό για να δηλώσουν τη συνολική στάση που πρέπει να τηρεί κανείς για να κάμψει τον αντίπαλο, να παραμείνει σταθερός και συγκεντρωμένος, να δημιουργήσει την εικόνα του νικητή. Μια κατάσταση που δημιουργεί θετική εντύπωση και παράσταση νίκης ακόμα και όταν είσαι πιο κοντά στην ήττα, όταν τη νιώθεις να πλησιάζει και θέλεις να την ξορκίσεις. Μια διαχείριση της αίσθησης και της στιγμής. Ένα μικρό τέχνασμα που κάνεις εσύ για να σταθείς και να προχωρήσεις. Και για να δημιουργήσεις μια νέα ισορροπία, μια εντύπωση πως είσαι ήδη νικητής.

Από εκείνη τη μέρα, την κράτησα τη φράση του Μιχάλη και ήταν πολλές οι φορές που την επανέλαβα κι ακόμα περισσότερες εκείνες που την έκανα οδηγό, στην πράξη, στα δύσκολα.
Πολλές οι φορές που καμώθηκα πως όλα πηγαίνουν καλά για να μπορέσω να κάνω το επόμενο βήμα όταν το πρώτο που ήθελα ήταν να κάνω πίσω. Πολλές οι φορές που μπήκα στον κόσμο με μια αίσθηση σιγουριάς που δεν αντανακλούσε την πραγματικότητα μα τη στόχευση, το ευκτέο. Και δεν έχασα. Πάντα κάπως με βοήθησε αυτή η στάση που συμπλήρωνε αρμονικά την εμπειρία μου από τις ανηφόρες: την προσήλωση στην κορυφή, στην όποια κορυφή.

Πριν λίγες μέρες έμαθα πως ο Μιχάλης πέθανε ξαφνικά, νεότατος, σε μια στιγμή. Πίσω από τη λύπη μου, κράτησα από εκείνον τις συζητήσεις μας κι αυτή του τη φράση, παρακαταθήκη. Την κράτησα μαζί με όσα έμαθα από τους ανθρώπους που γνώρισα και γνωρίζω, μαζί με τις εμπειρίες από τη ζωή, τη δουλειά, τις σχέσεις και τους δρόμους. Την κράτησα και τη δουλεύω κάθε μέρα. Δεν πιάνει πάντοτε στο ακέραιο, μα πάντα καταφέρνει κάτι καλύτερο απ’ το να σε δαμάζουν ο φόβος και η ηττοπάθεια. Πάντα κάπου οδηγεί, ακριβώς όπως το βλέμμα στην ανηφόρα, στην επιθυμητή κορυφή που αλλάζει όψεις κάθε στιγμή. Την κράτησα μαζί με τα φυλαχτά των διαδρομών στη ζωή και στους ανθρώπους. Στο καλάθι μου με τις φράσεις, τις εμπειρίες, τις μικρές νίκες και τις μικρές χαρές.
Σήμερα τη φέρνω στο φως και τη θυμάμαι μαζί με εκείνον. Γιατί η μνήμη των φίλων μας είναι να συνεχίζουμε τα δώρα τους. Να τα πηγαίνουμε ένα βήμα πιο πέρα…

Δημοσίευση στο Runner 106, της Αγγελικής Κοσμοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η πιο μεγάλη σου ανάμνηση!
Από τη στήλη «Ιστορίες του Δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Δεν υπάρχουν γυναίκες στα βουνά
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Τα ομορφότερα φεγγάρια
Από τη στήλη «Ιστορίες του δρόμου» της Χριστίνας Φωτεινοπούλου
Back to Top
runnermagazine.gr
CLOSE
Μετάβαση στο περιεχόμενο