Ο δρόμος άρχιζε ακριβώς έξω από την πόρτα μου. Δυο δρασκελιές, κυριολεκτικά, κι έπειτα επιλογή να στρίψεις αριστερά ή δεξιά στην άσφαλτο που συνέδεε το λιμάνι με τα ορεινά. Αριστερά η θάλασσα του Σεπτέμβρη, λάδι κυριολεκτικά, προκλητική στο πρωινό φως. Δεξιά οι ξερικοί Κυκλαδίτικοι λόφοι ως τη Χώρα, στεφανωμένοι από το μοναστήρι στο ψηλότερο σημείο.
Σίκινος του φθινοπώρου. Αίσθηση μαγική. Κι εγώ με τα αθλητικά μου ρούχα, πόδια γυμνά στο ασβεστωμένο πεζούλι και τα παπούτσια έτοιμα να φορεθούν, δεν είχα να πάρω παρά μία απόφαση στην ησυχία του πρωινού. Αν θα στρίψω δεξιά ή αριστερά. Με άλλα λόγια αν θα κατέβω πρώτα μαλακά την κατηφόρα για να ακολουθήσει έπειτα η δυσκολότερη, ανηφορική διαδρομή ή θα ξεκινήσω απευθείας το δρόμο της ανόδου ως τα ψηλά. Και στις δυο περιπτώσεις, το out-and-back μου θα είχε κι από τα δύο: και την απαιτητική ανάβαση και την χαλαρότερη κατηφόρα. Το θέμα ήταν η σειρά. Αν θα βουτούσα πρώτα στα δύσκολα ή θα χάριζα στον εαυτό μου το δώρο της ηπιότερης κατάβασης έως ότου ζεσταθώ. Διάλεξα την ανηφόρα. Μαθημένη χρόνια στις ανηφόρες κάθε λογής, εντός κι εκτός δρόμων, έκανα αυτό που ήξερα – κι ας μην ήταν απαραίτητα το ορθότερο από άποψη δρομικής διαχείρισης. Διάλεξα τις απαιτήσεις. Λίγο για να δοκιμαστώ στα δύσκολα, λίγο για να είμαι ο γνώριμος εαυτός μου (μεγάλο πράγμα η συνήθεια).
Παλιότερα, τέτοιες διαδρομές τις είχα για «ψωμοτύρι». Δεν υπήρχε απόσταση, υψόμετρο, δρόμος που να με τρόμαζε τόσο, ώστε να με αποθαρρύνει πριν καν ξεκινήσω. Θα δοκίμαζα, θα ξεκινούσα – και βλέπουμε. Μα κάτι άλλαξε τα τελευταία δυο χρόνια στο τρέξιμό μου, όπως άλλαξε στη ζωή μου. Στην αρχή έκανα πως όλα ήταν ίδια. Κρατούσα αναλλοίωτο το δρομικό πρόγραμμα, παρά την κούραση, παρά τις ανάγκες μιας νέας δουλειάς, παρά τα νεοφερμένα άγχη που με ξαγρυπνούσαν, παρά τη χαρά ενός νέου κύκλου δραστηριότητας που εν μέρει υποκαθιστούσε ή υποσκέλιζε τη χαρά που χρόνια ένιωθα στο δρόμο. Με τον καιρό άρχισα να λυγίζω. Να μην προλαβαίνω να προπονηθώ, κάποτε να μην προσπαθώ καν. Να μην πασχίζω να δώσω το χρόνο μου σ’ αυτό που παραδοσιακά αγαπούσα τόσο. Στη ζωή μου μπήκαν άλλα πρόσωπα, άλλες προτεραιότητες, άλλα μέτρα της αυτοεκτίμησης και της χαράς. Ένας νέος κύκλος. Οι πέντε προπονήσεις την εβδομάδα έγιναν τέσσερις, κι έπειτα τρεις, κι έπειτα δύο, του Σαββατοκύριακου. Τα πρωινά μου δεν ήθελα να σηκωθώ και να βγω στο δρόμο πριν ξημερώσει καν, πριν τη δουλειά. Σηκωνόμουν πάντα νωρίς, πολύ νωρίς, μα ο ζεστός καφές στο κρεβάτι με τα βιβλία και τα χαρτιά μου έγινε η σύντομη πολυτέλεια που αντικατέστησε τον αλλοτινό προσωπικό χρόνο στο δρόμο. Και τα απογεύματά μου δεν χωρούσαν αυτό το βεβιασμένο «αλλάζω, τρέχω, ξανα-αλλάζω και φεύγω», ανάμεσα στο κλείσιμο της μέρας στο γραφείο και στο σύνορο με το βραδινό, κοινωνικό κι εξίσου απαραίτητο μέρος της δουλειάς. Με άλλα λόγια άλλαξα. Άλλαξα και αφέθηκα στην αλλαγή. Ό,τι δεν είχε συμβεί στους αναμενόμενους κλυδωνισμούς– τον ερχομό του παιδιού μου, ας πούμε, ή τις τεκτονικές αλλαγές που ήρθαν στη ζωή μου την τελευταία επταετία – άλλαξε ήσυχα κι αθόρυβα, σαν έτοιμο από καιρό. Άλλαξα και ευτυχώς το αναγνώρισα έγκαιρα, χωρίς να με «μαλώσω» ή να με φέρω στον ίσιο δρόμο. Ήταν κάτι διαφορετικό, μα ένιωθα πως ήταν αυθεντικό.
Πήρε καιρό μα ο κύκλος γύρισε. Όχι εύκολα, όχι γρήγορα, όχι ανώδυνα. Κι ευτυχώς το κατάλαβα κι αυτό. Σαν να χρειαζόταν η απόσταση για να ξανανιώσω τη λαχτάρα. Για να θελήσω να δω πώς είναι, να θυμηθώ την αίσθηση στο σώμα, να αναπολήσω το ρίγος. Για να ονειρευτώ από το βράδυ τη διαδρομή του πρωινού – κι ας ήταν λίγη, ισχνή για την ιστορία μου. Κι ας άρχιζα από την αρχή. Εικοσιπέντε χρόνια στο δρόμο έμαθα πολλά – για το δρόμο και τη ζωή. Κρατάω δύο. Πρώτα, πως η ζωή έχει κύκλους. Δεν αγαπά τα δίπολα. Δεν είναι ποτέ μόνο ανηφόρα ή μόνο κατηφόρα, δεν είναι μόνο επιτυχία ή μόνο αποτυχία, δεν είναι μόνο ευχάριστη ή μόνο δύσκολη. Τα συστατικά της συνδυάζονται με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά – κι αν εξασκηθείς στην αποδοχή θα περιμένεις και τα πάνω και τα κάτω, και το τέλος και τη νέα αρχή. Έμαθα, έπειτα, πως σ’ όποιο σημείο της διαδρομής κι αν βρεθείς – στην αφετηρία ή στου δρόμου τα μισά – την απόσταση θα την καλύψεις εσύ. Μόνη, με τις δικές σου δυνάμεις. Κι αν σε άλλες διαδρομές ζωής υπάρχουν πρόθυμες χείρες βοηθείας ή συντομότερες διαδρομές, το τρέξιμο δεν γνωρίζει από τέτοια. Ό,τι κι αν έκανες σε χρόνο παρελθόντα, όποιος κι αν ήσουν κάποτε, αν θέλεις να «είσαι» τώρα, με όρους σημερινούς, πρέπει να κάνεις τη διαδρομή. Εσύ. Να αρχίσεις από την αρχή και να είσαι πρόθυμος να επιστρέψεις στο βήμα-βήμα.
Μοιάζει εκνευριστικό, σαν το «Πήγαινε στην Αφετηρία» του αγαπημένου επιτραπέζιου. Εκεί που είχες τόσα και τόσα κατακτημένα, αρχίζεις ξανά. Μα αν εμπιστεύεσαι τους κύκλους της ζωής, ξέρεις να περιμένεις κάνοντας αυτό που χρειάζεται. Και η επιλογή σου είναι αν θα κάνεις πρώτα την ανηφόρα κι έπειτα την κατηφόρα, ή το ανάστροφο. Θα τα κάνεις και τα δύο. Και θα προχωρήσεις.
Δημοσίευση στο Runner 100, της Αγγελικής Κοσμοπούλου