Κατεβαίνοντας μαλακά τη Βασιλίσσης Σοφίας Κυριακή πρωί, τους έβλεπα απέναντι να μαζεύονται προς το Ζάππειο. Συνέχισα να τρέχω παράλληλα, ακολουθώντας τη συνηθισμένη διαδρομή μου μα ρίχνοντας κλεφτές ματιές: στα σώματα, στα πρόσωπα, στην αποτυπωμένη αγωνία για το αποτέλεσμα, στη διαφαινόμενη χαρά της συμμετοχής. Κοιτάζοντάς τους, γύριζα ασυναίσθητα στα δικά μου. Χρόνια πριν, την περασμένη δεκαετία, στις πρώτες διοργανώσεις του ίδιου αγώνα. Στον πρώτο βρέθηκα στην αφετηρία, στο Σύνταγμα, μαζί με τον Κωστή, τρέχοντας για καλό σκοπό: για τον καρκίνο που έπληττε ήδη το σπίτι μας. Στο κλείσιμό του, το έπαθλό μου για τη δεύτερη θέση – ένα γαλάζιο ζευγάρι παπούτσια για ορεινό τρέξιμο – δεν ήταν τίποτα μπρος στη χαρά της συμμετοχής μαζί με άλλους που νοιάζονταν εξίσου. Στον δεύτερο, ήταν μαζί μου στην αφετηρία εκείνη, η μητέρα μου. Πληγωμένη μα στα πόδια της, άρα όχι νικημένη, ήρθε για να περπατήσει στη δική της διαδρομή – στο δρόμο και στη ζωή. Στον τερματισμό, το δώρο μου ήταν η αγκαλιά της. Μερικά χρόνια αργότερα, στο δεκάρι της κλασικής, κατέβαινα αέρινα τη Μεσογείων προς τον Πύργο των Αθηνών κι εκείνη ανηφόριζε περπατώντας στο αντίθετο ρεύμα, με τον αριθμό στο στήθος και το κόκκινο σακκιδιάκι της στην πλάτη. Τσακισμένη από τις θεραπείες και τον πόνο των χρόνων, δεν ήταν εκεί για να πει κάτι σ’ εμάς, τους άλλους, μα για να θυμηθεί λίγο από τη ζωή όπως την ήξερε σε πιο ανέφελες μέρες.
Όταν με συνάντησε το βλέμμα της και συναντήθηκαν οι διαδρομές μας, μού φώναξε δυνατά για να με εμψυχώσει, να μου δώσει δύναμη στο τελευταίο άνοιγμα. Συνέχισα ως το Στάδιο βουρκωμένη, αμήχανη από τον παραλογισμό της σκηνής. Εκείνη, στην υπέρβασή της, να επαινεί εμένα που γιόρταζα άλλη μια στιγμή ελευθερίας και χαράς. Στον δικό της τερματισμό, δώρο της η αγκαλιά μου κι αντίδωρο για μένα ένα εμπεδωμένο μάθημα ζωής.
Κατηφορίζοντας, λοιπόν, προς την Πλάκα, τους έβλεπα από μακριά μαζεμένους στο Ζάππειο, ψηφίδες στο πολύχρωμο πλήθος της αφετηρίας. Παρότι τους αποφεύγω πια τους αγώνες, αυτή τη φορά ένιωθα αδικαιολόγητα εκτός. Θα μπορούσα να είμαι εκεί για να τη θυμηθώ, χαμένη πια μα πάντα μέσα μου. Για να γιορτάσω τη δύναμη και την υγεία μου, αυτό το «είμαι καλά και μπορώ». Για να δώσω κάτι κι εγώ.
Επιστρέφοντας απ’ τα στενά, έτρεχα με χαμηλωμένο κεφάλι. Είχα καταλάβει. Δεν θα’ πρεπε να ήμουν εκεί για να αγωνιστώ και να αναμετρηθώ με το χρόνο – προσωπικό και κάποτε αδιάφορο μέγεθος. Έπρεπε να ήμουν εκεί για να δώσω κάτι – τη δική μου ψήφιδα στο πλήθος. Για να ρίξω ένα βλέμμα καθησυχαστικό, να πω κάτι σαν «ευχαριστώ» και «μπράβο» – και «μου λείπεις».
Λοιπόν, του χρόνου δεν θα λείψω. Θα είμαι εκεί. Θα τη θυμάμαι και θα τη γιορτάζω στους δρόμους και με παρέα – κι όχι μόνο στη μοναξιά μου.
Δημοσίευση στο Runner 70, της Αγγελικής Κοσμοπούλου