Βάζω το πόδι μου στην άσφαλτο και ξεκινάω. Το πρώτο βήμα. Βάζω μπροστά το άλλο και συνεχίζω. Το δεύτερο βήμα. Άλλα δύο-τρία κι ο ρυθμός με παίρνει, με διαπερνά. Κατεβαίνω μαλακά την κατηφόρα, δοκιμάζω τα πόδια στο ίσιωμα κι έπειτα αρχίζω να ανεβαίνω, να φεύγω μπροστά. Με κάθε βήμα ξορκίζω το χειμώνα που πέρασε – τα βάρη του, τις δυσκολίες, τη δρομική αδράνεια, την ανυπαρξία. Ήταν ένας χειμώνας γεμάτος βάρη και υποχρεώσεις, απογοητεύσεις και κούραση, μα αληθινός στην ουσία του, από εκείνους που γράφονται στην ιστορία της ζωής και την αλλάζουν.
Όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι, στις προπονήσεις και στους αγώνες, στα στάδια και στα βουνά, μετρούσαν χιλιόμετρα κι άθροιζαν διαδρομές. Απ’ τις σελίδες του περιοδικού, από τα λόγια και τις φωτογραφίες παρακολουθούσα την πορεία τους στα καθημερινά και στα μεγάλα: στις προπονήσεις, στους αγώνες, στα ρεκόρ. Αμέτοχη μα σταθερά εκεί, έβλεπα τον κόσμο τους με τη ματιά του απ’ έξω, εκείνου που κοιτάζει και κάποτε λαχταρά, μα δεν μπαίνει στο πλάνο. Θα’ θελα να ‘χα κι εγώ να μοιραστώ ιστορίες, να ανακαλύψω νέες διαδρομές, να καυχηθώ για επιτεύγματα – μα τα πρόσφατα δρομικά πεπραγμένα μου καλούσαν για σιωπή. Το φετινό χειμώνα, περισσότερο από ποτέ, το τρέξιμο ήταν περισσότερο ανάμνηση και λιγότερο πραγματικότητα, περισσότερο στοιχείο προσωπικής ιστορίας και λιγότερο καθημερινό συστατικό.
Ωστόσο, δεν έπαψα να το σκέφτομαι – όχι σαν κάτι άπιαστο και μεγαλεπήβολο, μα αντίθετα σαν κάτι οικείο που κάποτε θα ξαναρχόταν, γιατί απ’ τη ματιά μου δεν βγήκε ποτέ. Κι όταν καλοκαίριασε και τα πρωινά άρχισαν να’ ναι λίγο μεγαλύτερα, το φως λίγο πιο ενθαρρυντικό, άρχισα πάλι να βγαίνω στις μικρές διαδρομές μου – αυτές που μπολιάζουν τις μέρες με την ησυχία της επανάληψης, με δόσεις μιας καλώς εννοούμενης προβλεψιμότητας.
Όλο το χειμώνα, σκέφτηκα πολύ τι θα πει να τρέχω και να μην τρέχω – κυρίως το δεύτερο.
Τις χαρές των δρόμων δεν χρειάζεται να τις υπερασπιστώ, ούτε εντός ούτε εκτός. Τις έχω υμνήσει συχνά και τις έχω απολαύσει περισσότερο. Πιο δύσκολη ήταν η δρομική απραξία – ιδίως η μη επιβεβλημένη από κόπωση και τραυματισμούς, όπως είχα ως τώρα συνηθίσει, αλλά από την ίδια τη ζωή. Αν, όπως λέω συχνά, τρέχω για να βρω τον εαυτό μου και να θυμηθώ ποια είμαι, στους μήνες που πέρασαν μάλλον με έχασα. Αν τρέχοντας καταφέρνω να ακούσω πίσω απ’ το θόρυβο τη δική μου φωνή, φέτος λειτούργησα πιο συχνά με τις φωνές άλλων. Αν η επανάληψη του δρόμου είναι μια άσκηση στα θέλω μου, τα θέλω άλλων όρισαν τις μέρες μου.
Όμως, δεν στέκομαι σ’ αυτά, γιατί αυτό που κρύβουν είναι πιο βαθύ για την αλήθεια μου. Στέκομαι σε μια επιθυμία σταθερή: να βάλω τα παπούτσια μου και να βγω στο δρόμο κάθε φορά που οι συνθήκες το επέτρεπαν, που ήταν κάπως πρόσφορες γι’ αυτό. Στέκομαι σε μια παρατήρηση: πως κάθε φορά που τα κατάφερνα, το τρέξιμο μου ‘δινε αναλλοίωτα τα δώρα του. Παρά την κούραση, την απόσταση απ’ την προηγούμενη φορά, την αμηχανία του ωσεί νέου, η χαρά της προσπάθειας ήταν ίδια, η αίσθηση καταλυτική, η ευεξία στο σώμα λυτρωτική. Στέκομαι, τέλος, σε μια παράδοξη διαπίστωση: πως παρά την απουσία, την απραξία και την ακινησία, δεν έπαψα να νιώθω και να αυτοχαρακτηρίζομαι δρομέας, κι ας μην αντιστοιχίζεται πάντα αυτή η αίσθηση με χιλιόμετρα που καλύφθηκαν, προπονήσεις που ολοκληρώθηκαν και διαδρομές που ακολουθήθηκαν.
Δείτε περισσότερες ιστορίες που εμπνέουν πατώντας εδώ.
Τα χρόνια που πέρασαν φρόντισαν γι’ αυτό, κι ας μοιάζω κάποτε να γύρισα στο μηδέν, κι ας πιάνω τον εαυτό μου να φοβάται άλλη μια αρχή. Στοιχείο ταυτότητας που δεν ορίζεται από περιστασιακές συντεταγμένες μα μπαίνει βαθιά στην υπόστασή μου, το τρέξιμο είναι πάντα εκεί. Όχι σαν τις ικανότητες που δεν χάνονται, όπως λέει σοφά ο λαός για το ποδήλατο, μα σαν τους φίλους που ξαναβρίσκεις μετά από χρόνια και το συναπάντημα δεν έχει ίχνος αμηχανίας ή απόστασης, μόνο οικειότητα και χαρά. Έτσι ξέρω, απλά και πρακτικά, πως το τρέξιμο είναι αληθινά δικό μου – όχι σαν μέτρο ικανότητας και στοιχείο εξέλιξης, μα σαν συστατικό μιας βαθύτερης ισορροπίας, που παραμένει ισχυρό ακόμα κι όταν με ορίζει αθέατα. Κι αυτό, όσες φορές κι αν φέρει η ζωή να γυρίσω στο δρομικό μηδέν, δεν αλλάζει. Πάντα μπροστά θα πηγαίνει…
Δημοσίευση στο Runner νο. 49, της Αγγελικής Κοσμοπούλου