Φημισμένη για το λεκτικό πλούτο της, η ελληνική γλώσσα έχει, κι αυτή, τους αναπόφευκτους περιορισμούς της. Ναι, αυτή που διακρίνεται για τις λεπτές αποχρώσεις και τις άρτιες φραστικές της συναρμογές, έχει ένα απρόσμενο κενό στο ζωτικό – για εμάς τους δρομείς – χώρο της άθλησης. Η γλώσσα που γέννησε την ορολογία του αθλητισμού κι έπλασε λέξεις εμβληματικές, όπως ο «άθλος» κι ο «αθλητής», αδυνατεί να παρακολουθήσει έναν πολύχρονο δημόσιο διάλογο με θέμα την υπόσταση του δρομέα, που παραμένει ζωντανός κι επίκαιρος στο δυτικό κόσμο.
Αφετηρία για γλωσσολογικές αναζητήσεις ήταν το ξεκαθάρισμα παλιών περιοδικών για το τρέξιμο – μια αγαπημένη συνήθεια χρόνων, συνυφασμένη με τις αυγουστιάτικες διακοπές. Ξεφυλλίζοντας τα πολύχρωμα τεύχη, το βλέμμα σταματά σε τεκμήρια της δρομικής ιστορίας της τελευταίας εικοσαετίας: διαφημίσεις «εποχής», αξεσουάρ μιας τεχνολογίας που αλλάζει και αντιφατικά προγράμματα προπόνησης ή ενεργειακής υποστήριξης. Ανούσιες πληροφορίες για τον αμύητο ή τον περιστασιακά αθλούμενο, ταξίδι ζωής για εμάς που πλουτίζουμε την καθημερινότητά μας στους δρόμους.
Μες στα πολλά σκαμπανεβάσματα της ύλης, μία παράμετρος παραμένει σταθερή. Απ’ το ’70 και μετά, στον ειδικό Τύπο της Δύσης, ένα απ’ τα πιο αγαπητά θέματα για αρθρογράφους, μπλόγκερ και αναγνώστες παραμένει η «ιστορική» διάσταση ανάμεσα στους δρομείς και τους τζόγκερ. Για τους υπέρμαχους της άθλησης, ιδίως για τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων, ο όρος «τζόγκερ» έχει χροιά αρνητική, καθώς δηλώνει περιορισμένες σωματικές ικανότητες, χαμηλές ταχύτητες και μια περιστασιακή σχέση με το άθλημα. O τζόγκερ είναι, εκ προοιμίου, λίγο «ελαφρύς», αφού ακόμα κι αν διακονεί την τέχνη του δρόμου δεν την κάνει κεντρικό στοιχείο της ζωής του. Είτε τρέχει για να αδυνατίσει, για να προετοιμαστεί σωματικά για άλλο σπορ ή για να μυηθεί στην άθληση για πρώτη φορά, διαφέρει ουσιαστικά απ’ τον δρομέα – εξ ου και το μελάνι που εξακολουθεί να χύνεται.
Στην αντίπερα όχθη, ο δρομέας βρίσκεται σε άλλη διάσταση. Δεμένος με το άθλημα με βαθείς δεσμούς, βλέπει στο τρέξιμο κάτι περισσότερο από τη σωματική κίνηση που εξ ορισμού περιλαμβάνει, μπολιάζοντάς το με διαδρομές του νου και της ψυχής – κάποτε σε ανισόποσες δόσεις. Στη φαινομενική χαλαρότητα του τζόγκερ, ο δρομέας αντιτάσσει μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής, συχνά αφανέρωτη ή μη συνειδητοποιημένη, που περιλαμβάνει μια τεράστια γκάμα – από την πειθαρχία και τις δοκιμασίες της προπόνησης ως την πηγαία χαρά της κίνησης και την ασύγκριτη ικανοποίηση ενός τερματισμού.
Πότε γίνεται, ωστόσο, κανείς δρομέας; Πώς ορίζεται η ταυτότητά του και τι είναι εκείνο που τον συνιστά; Ποια είναι εκείνη η μία στιγμή που ορίζει το πέρασμα καθενός από εμάς στον κόσμο των δρομέων; Ύστερα από χρόνια σκέψης, πιστεύω πως δεν είναι θέμα ούτε «παλαιότητας», ούτε εξοπλισμού. Δεν είναι, σίγουρα, ούτε θέμα επιδόσεων – όσο κι αν κάποτε ξεγελιόμαστε, ο δρομέας δεν κρίνεται απ’ την ταχύτητα. Η δρομική υπόσταση ορίζεται αφενός από την αφοσίωση στο τρέξιμο και, αφετέρου, από την αντιμετώπισή του ως αθλήματος αφ’ εαυτού, κι όχι ως προετοιμασίας για κάτι άλλο.
Όσο απλοϊκό κι αν ακούγεται, ο δρομέας τρέχει για να τρέχει. Όχι για να παίξει μπάσκετ μετά, να σηκώσει βάρη στο γυμναστήριο ή να πιει μια μπίρα παραπάνω – μα για την ίδια την αναμέτρηση με το δρόμο, το χρόνο και τις δυνάμεις του. Και, με την εμμονή που εύκολα αποκτά κανείς, όπως αποδεικνύεται, αναγνωρίζει το τρέξιμο ως βασικό συστατικό της ανθρώπινης εμπειρίας του. Ο δρομέας τρέχει όταν μπορεί αλλά, ακόμα κι όταν δεν τρέχει, όλο γυρίζει τη σκέψη στους δρόμους: σ’ αυτό που ήδη έκανε, σ’ αυτό που θα κάνει, σ’ αυτό που θα μπορούσε ή θα ήθελε να είχε κάνει. Στον αντίποδα, ο τζόγκερ βιώνει το τρέξιμο με συγκλονιστική χαλαρότητα: σαν προοίμιο, σαν διάλειμμα, σαν απασχόληση που, κι αν σταματήσει, θα πλήξει ενδεχομένως την υγεία του, μα δεν θα αλλάξει σε τίποτα τον αυτοπροσδιορισμό του.
Το πέρασμα από τον τζόγκερ στον δρομέα δεν είναι, επομένως, στοιχείο εξέλιξης, ούτε αποτελεί αναγκαία συνθήκη μιας προδιαγεγραμμένης διαδικασίας. Επίσης, δεν μετριέται απαραιτήτως με χιλιόμετρα – αν και τα χιλιόμετρα δυναμώνουν το αποτύπωμά του. Μετριέται, τολμώ να ισχυριστώ, με όρους που παραπέμπουν στον έρωτα: ακατανίκητη έλξη, βλέμμα στραμμένο σε κάτι ενίοτε άπιαστο, μια γερή δόση εμμονής και διάθεση να μηδενίζεις μπρος στο αντικείμενο του πόθου.
Δημοσίευση στο Runner νο. 42, της Αγγελικής Κοσμοπούλου