«Ντρέπομαι». «Τι, να βγω έτσι, μόνος μου; Και τι θα πουν;». «Αν δεν χάσω δέκα κιλά δεν βγαίνω στο δρόμο». «Εγώ κολάν αποκλείεται να φορέσω»… Θα τα ‘χετε ακούσει κι εσείς, αυτά και άλλα πολλά, ειπωμένα από νέους ή επίδοξους αθλούμενους. Ίσως τα είπατε και οι ίδιοι κάποια στιγμή. Και είμαι σίγουρη πως, με τη σοφία που όλοι αποκτούμε στο δρόμο, θα τα έχετε αψηφήσει, ξεπεράσει ή ανασκευάσει ως επιχειρήματα, επιστρέφοντας στον λέγοντα κατανόηση και αγάπη.
Καταλαβαίνω. Οι τέλειες αναλογίες των περιοδικών, οι περιγραφές των φίλων απ’ τους αγώνες, οι περήφανες εικόνες με χαμόγελα και μετάλλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν αφήνουν χώρο για την ελευθερία μιας δοκιμής χωρίς προσδοκίες ή φόβο λαθέματος. Ή, μάλλον, μεγιστοποιούν αυτήν την ανόητη αίσθηση πως όλοι στρέφουν την προσοχή στις «ανεπάρκειές» μας.
Το θυμάμαι κι εγώ, σαν απόηχο πολύ παλιών ημερών. Τον πρώτο καιρό που άρχισα να τρέχω, ένιωθα το βλέμμα των περαστικών να αφήνεται πάνω μου και πίστευα πως κολλούσε εκεί, μεταφέροντας περιέργεια και μια κάποια χλεύη. Ήταν κι άλλες οι εποχές, ο κόσμος δεν έτρεχε ακόμα, και το αξιοπερίεργο θέαμα του δρομέα στον δημόσιο χώρο τραβούσε τα βλέμματα.
Θυμάμαι τον πρώτο μου αγώνα, το μακρινό ‘94, δεκάρι στον Άγιο Κοσμά. Το καρδιοχτύπι να μην βγω τελευταία, να περάσω έστω έναν. Η ικεσία μου εισακούστηκε και πράγματι πέρασα μόνον έναν, παίρνοντας δύναμη να σταθώ στην αφετηρία ξανά και ξανά από τότε. Θυμάμαι, ακόμα, την αίσθηση στο δρόμο τις μέρες μετά τη γέννηση του γιού μου, όταν έτρεχα λίγο παραζαλισμένη, με κάποια κιλά παραπάνω, με προσπάθεια να ξαναβρώ βηματισμό και να συντονίσω τα μέλη. Θυμάμαι τις δυσκολίες, την επιμονή μου μα και την ντροπή που «έβγαινα στο δρόμο χωρίς να είμαι εγώ στα καλύτερά μου». Σαν εικόνα, δηλαδή.
Μα ο δρόμος είναι από τη φύση του ελευθερία. Και η ελευθερία μεταφέρεται αυτόματα στον δρομέα, δίχως να στέκεται στα επουσιώδη.
Ο William Purkey, διακεκριμένος καθηγητής στο χώρο της εκπαίδευσης, γράφει: «Χόρευε σαν να μη σε βλέπει κανείς, αγάπησε σαν να μην πρόκειται να πληγωθείς, τραγούδησε σαν να μην σ’ ακούει κανείς και ζήσε σαν να βρήκες τον παράδεισο επί της γης». Ναι, είναι η περιγραφή μιας ιδανικής ζωής που αξιολογεί και αξιοποιεί τα σημαντικά ερεθίσματα, παραβλέποντας αυτό το βάσανο που συχνά αναίτια μας ταλαιπωρεί: τη γνώμη των άλλων. Είναι ευκολότερο να το λες από ότι να το κάνεις, μα στο δρόμο γίνεται σχεδόν αυτόματα, δημιουργώντας μια συνθήκη που μεταφέρεται υπό όρους στην υπόλοιπη ζωή.
Για να δείτε θέματα διατροφής ειδικά για δρομείς πατήστε εδώ.
Τρέχω σαν να μη με βλέπει κανείς, ή σαν κανείς να μην ασχολείται με όσα βλέπω σκοτεινά, τις ανεπάρκειές μου. Χαίρομαι τη στιγμή. Υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες μέρες, μέρες που με αγαπώ περισσότερο ή λιγότερο, που με αποδέχομαι περισσότερο ή λιγότερο, μα τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αρκετό να με κάνει να μειώσω τη χαρά αυτής της διαδρομής, μέσα μου κι εκτός. Γίνομαι αθέατη μες στον κόσμο, αν μου χρειάζεται, ή εμβληματικά παρούσα, αν το προτιμώ, μα σε κάθε περίπτωση ανεπηρέαστη από όσα λεν ή σκέφτονται οι όποιοι άλλοι.
Για κάποιους είμαι αργή, για άλλους ίσως πήρα ένα-δυο μη δρομικά κιλά, για άλλους η αργή πρόοδός μου δεν θα καταγραφεί ποτέ ως επίτευγμα. Σημασία έχει πως δεν έχει σημασία κάθε τέτοια κριτική. Το μόνο που έχει σημασία είναι η στιγμή στο δρόμο και η αλήθεια της. Η ευθυγράμμιση της μέρας, της διαδρομής, των συναισθημάτων, της προσωπικής προσδοκίας, της επιθυμίας. Σ’ αυτά δεν χωράει καμία κριτική, ούτε καν άλλος. Εκτός, ίσως, από εκείνον που τρέχει δίπλα μας και μαζί –όχι ανταγωνιστικά. Άντε, και το αγόρι ή το κορίτσι που μας περιμένει στον τερματισμό.
Δημοσίευση στο Runner 97, της Αγγελικής Κοσμοπούλου