Τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Είμαστε γείτονες, κι ως εκ τούτου είναι φορές που συναντιόμαστε στο δρόμο κι ανταλλάσσουμε βιαστικές ματιές. Είμαστε, επίσης, δηλωμένοι ποδοσφαιρόφιλοι και παρακολουθούμε κι οι δυο τα παχνίδια της ομάδας μας στο τοπικό καφενείο – όπως έκανε ο κόσμος παλιά, στην προ δορυφορικής εποχή. Κάποια απογεύματα που κάνω προπόνηση τον βλέπω να περπατά βαριεστημένα στον Περιφερειακό – ακολουθώντας συνταγή γιατρού, αν κρίνω απ’ το ανόρεχτο βάδισμά του. Όλα αυτά δεν είναι, βεβαίως, ικανά να στοιχειοθετήσουν σχέση – ούτε καν να τεκμηριώσουν μια γνωριμία. Ωστόσο, όσο παράδοξο κι αν μοιάζει, χρωστώ στον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα την αποκατάσταση της σχέσης μου με το τρέξιμο μετά το μεγαλύτερο πλήγμα της σχεδόν εικοσάχρονης πορείας της. Και θα εξηγηθώ ευθύς.
Ο σκληρός χειμώνας που πέρασε έφερε στη ζωή μου πολλές αναταράξεις κι άφησε πληγές που θα πάρει καιρό για να κλείσουν. Δίπλα στα επώδυνα και στα δύσκολα που απαιτούσαν χρόνο και συγκέντρωση για να αντιμετωπιστούν, το τρέξιμο «ανεπαισθήτως» βγήκε απ’ την καθημερινότητά μου. Όχι, δεν ήταν μια απόφαση που πήρα με το νου, ούτε αποτέλεσμα κόπωσης στο σώμα. Ήταν ένα ξεχείλισμα επιτακτικών υποχρεώσεων που μεταμόρφωναν το χάρτη της ζωής μου, με τόσες αλλαγές που γεννούσαν καθημερινά. Ο νέος μου χάρτης, προϊόν χαρτογράφησης υπό δύσκολες συνθήκες – σαν εκείνους που ξανασχεδιάζονται μετά από πολέμους, όταν αλλάζουν άρδην τα σύνορα – δεν είχε χώρο για μένα. Είχε μάχες που έπρεπε να δοθούν και να κερδηθούν – και οι μάχες δεν αφήνουν χρόνο για ειρηνικές απολαύσεις.
Κάπως έτσι ολίσθησα. Από αδυναμία, όχι από επιλογή. Κι αυτή τη φορά, δεν είχα διόλου ικμάδα να το παλέψω. Τι κι αν έβλεπα τους φίλους να γράφουν για δρομικά κατορθώματα και να συζητούν για διαδρομές… Τι κι αν παρακολουθούσα από μακριά τα καλεντάρια των αγώνων, τι κι αν χανόμουν νοητά σε εικόνες τερματισμών… Φέτος, η δική μου ζωή δε χωρούσε ανοιχτούς δρόμους.
Ήταν άνοιξη όταν βρέθηκα στη φύση ξανά, μετά από μήνες. Όπως πάντα, τα ρούχα του τρεξίματος με ακολουθούσαν, όπως και τα παπούτσια, και το χρονόμετρο. Μα οι μέρες περνούσαν και δεν επιχειρούσα να βγω.
Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου το πρωί του Πάσχα, μέρα που παραδοσιακά έκανα μεγάλες διαδρομές στις γειτονιές των παιδικών μου χρόνων. Ντύθηκα ανόρεχτα και βγήκα στην ανθισμένη εξοχή χωρίς ίχνος ενθουσιασμού. Τα πρώτα βήματα άνευρα κι αμήχανα, δείγμα της μαλθακότητας του χειμώνα. Αν συνέχιζα έτσι, δεν θα ’φτανα μακριά. Στρίβοντας απ’ το χωματόδρομο στην άσφαλτο, έβαλα τα ακουστικά και διάλεξα μουσικές. «Θα τρέξω όσο κρατάει ένα τραγούδι και βλέπουμε», σκέφτηκα, πατώντας μαλακά το start. Μια γνώριμη νευρική εισαγωγή κι ύστερα η φωνή του Λαυρέντη στο Λυκαβηττό. «Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε…». Ο «Μικρός Τιτανικός», ανάμνηση του έρωτα στην παράκρουσή του. Χρόνος διαδρομής σχεδόν τριάμισυ λεπτά. «Σε θυμάμαι, τι να πω…», τραγούδι δεύτερο. Η Αμερική του ‘93 και μια γερή δόση νοσταλγίας για την αλλοτινή ανεμελιά μου. Χρόνος διαδρομής λεπτά τεσσεράμισι, ως την πρώτη ανηφόρα. «Ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα…». Φθινόπωρο στα μικρασιατικά παράλια κι η σκέψη σ’ ένα φίλο που όλο χάνεται καβαλώντας τη μηχανή. Έπειτα μαλακή ακουστική κιθάρα και «της αγάπης την ουσία τη μετρώ στην απουσία…». Καλοκαίρι του ’08 στη Νάξο κι η όψιμη εφηβεία μου. Το βλέμμα μου ξεκολλάει απ’ το ρολόι, τα τραγούδια με γυρίζουν στα παλιά. «Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις, σκέψου την ώρα, τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις…». Αύγουστος του ’85 στην Ικαρία, μα κι ένα χειμωνιάτικο βράδυ στα Εξάρχεια, χρόνια μετά… Έκλεισα ένα γεμάτο μισάωρο στο δρόμο κι αντέχω! Ώρα για επιστροφή, καβαλώντας τη μεγάλη ανηφόρα απέναντι στον πευκώνα. «… Και τι ζητάω; Τι ζητάω; μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω…». Επιτέλους, ο ρυθμός στα πόδια μου κι ο δρόμος ανοιχτός. Το σώμα λύνεται, η ανάσα βαραίνει. Ναι, αυτήν την αίσθηση τη θυμάμαι. Στην τελευταία στροφή πριν το σπίτι, το αγαπημένο μου τραγούδι διαπερνά τα ακουστικά. «Μια απόδραση ζητούσα και μια άτακτη φυγή, ώσπου φάνηκες εσύ…». Λαχανιάζω ξανά, ζω ξανά, σημαδεύω ξανά ανοιχτούς δρόμους και καλοκαίρια. Είκοσι χρόνια σε μια ώρα, σ’ ένα απρόσμενο φλας μπακ. «Με μιαν ανάσα, ό, τι έγινα σ’ εσένα το χρωστάω…». Ναι, ακόμα κι αυτή τη χαρά, την πιο δική μου, στη χρωστώ… Κι ο γείτονας που παρακολουθεί τη ζωή μας τραγούδι- τραγούδι, σα να το ξέρει…
Δημοσίευση στο Runner νο 41, της Αγγελικής Κοσμοπούλου