Της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Γνωρίζεις μια πόλη μέσα από καθημερινές διαδρομές. Βηματίζοντας στη δουλειά, στο σχολείο, στα ψώνια – στις συνηθισμένες στάσεις που συνθέτουν τη μέρα. Συνήθως κινείσαι αδιάφορα. Απλώς περνάς, χωρίς να στέκεσαι, χωρίς να πολυκοιτάζεις. Βιάζεσαι, συζητάς, τηλεφωνείς. Κι άλλοτε χάνεσαι στον κόσμο σου, σε σκέψεις και αγωνίες, φαινομενικά παρών μα στην ουσία απών. Ξέρεις τη γειτονιά σου, τη γειτονιά της δουλειάς σου, εκείνη του αγοριού ή του κοριτσιού σου, αν ζείτε χωριστά. Θυμάσαι την παιδική σου βάση, αν έφυγες από εκεί. Έτσι ξέρεις την πόλη, μέσα από διαδρομές που ορίζονται από την ανάγκη της μετακίνησης. Μα όταν τρέχεις, οι διαδρομές αλλάζουν. Δεν είναι μόνο που μακραίνουν, για να καλύψεις την απαιτού μενη απόσταση. Είναι που βαθαίνουν στην εμπειρία τους.
Παιδί του κέντρου, ήξερα το μικρό κύκλο της γειτονιάς. Από το Κολωνάκι ως τα Εξάρχεια, μαζί με το Σύνταγμα και τα πέριξ της Ακρόπολης. Βημάτιζα συνήθως σκυμμένη, στις σκέψεις μου. Και κάπως αγοραφοβική. Χωρίς να βλέπω, χωρίς να αφήνω το βλέμμα να σταθεί στο χώρο. Με μια αίσθηση διερχόμενου, όπως οι περισσότεροι στα καθημερινά. Χωρίς συνειδητότητα της παρουσίας. Όταν άρχισα να τρέχω στην πόλη, αναζητώντας διέξοδο στην ανάγκη των χιλιομέτρων, έτρεχα με τα μάτια χαμηλά. Σαν να μετριόταν έτσι καλύτερα η απόσταση. Στις εξοχές, στους ανοιχτούς δρόμους των καλοκαιριών και των διακοπών ήταν αλλιώς. Εκεί το βλέμμα κολλούσε στον ορίζοντα, αναζητούσε να απλωθεί στο χώρο. Μα στην πόλη, δεν έβρισκα συντεταγμένες.
Μου πήρε κάποιον καιρό να αρχίσω να σηκώνω τα μάτια και να κοιτάζω γύρω. Ήταν αρκετά τα πρωινά και τα απογεύματα που αναπαρήγαγα στο τρέξιμο την αδιάφορη διάσχιση για να φτάσω κάπου κι όχι για να πάω, για το τέλος κι όχι για τη διαδρομή. Τον τρόπο μού τον άλλαξαν οι ανηφόρες. Δεν τιθασεύονται οι ανηφόρες, δεν δαμάζονται, παρά μόνον αν στρέψεις το βλέμμα στον στόχο. Στην κορυφή. Και από τύχη, αναμετρήθηκα με αρκετές. Στις καθημερινές μου προπονήσεις στο Λυκαβηττό, σήκωνα το κεφάλι όταν ζορίζονταν τα βήματα, για να προχωρήσω. Έτσι γνώρισα κάτι παλιά σπίτια και κάτι γιασεμιά που ξέρω, έτσι έμαθα πώς κιτρινίζει ο λόφος την άνοιξη και ποιες συκιές φέρνουν το καλοκαίρι. Έτσι είδα την Αθήνα από ψηλά, σε μέρες σκοτεινιασμένες και μέρες λαμπερές. Άρχισε να μ’ αρέσει αυτή η βουτιά που κάνει το βλέμμα στο χώρο όταν ξεφεύγω απ’ τα βήματα. Έμαθα κι αγάπησα αυτήν την ελευθερία.Και με τον καιρό, στις άλλες μου διαδρομές, τις πιο μακρινές, έκανα καθημερινή χαρά τις άλλοτε πολύτιμες βόλτες. Έτρεξα στου Φιλοπάππου και περιδιάβασα τα Αναφιώτικα. Έμαθα την Πλάκα, διαλέγοντας ένα δρομάκι διαφορετικό κάθε φορά, στοχεύοντας όχι στο όμορφο και το ξεχωριστό, μα το καινούργιο. Γνώρισα το Γκάζι και το Μεταξουργείο, τόπους αχαρτογράφητους στην αστική μου ανάμνηση. Συνήθισα να κρατάω σταθερό το βλέμμα ψηλά ανεβαίνοντας από τον Κεραμεικό ως τον Λυκαβηττό στα πρωινά μου τρεξίματα, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία της Ακρόπολης στην πόλη. Τρέχοντας, έμαθα να βλέπω. Μνημεία και γειτονιές, εικόνες από καρτ ποστάλ και σκηνές της δυσκολεμένης πόλης, έγιναν οι συντεταγμένες των διαδρομών μου. Τρέχοντας βρήκα δικά μου μέτρα για τις εποχές. Έμαθα πως μια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά στον περιφερειακό σημαίνει άνοιξη, πως το στεγνό χώμα στον περίβολο του Ολυμπίου Διός σημαίνει ντάλα καλοκαίρι.
Τρέχοντας, έμαθα να κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια, όπως δεν κάνουμε πια συχνά – γιατί είναι ευκολότερο να κοιτάζεις όταν τρέχεις. Τρέχοντας, έμαθα να υπάρχω, αντί να χάνομαι διατρέχοντας μηχανικά τον χώρο και τον χρόνο. Να υπάρχω στη στιγμή και στο τοπίο, να δηλώνω παρουσία. Να βλέπω και να ανοίγομαι. Να απλώνω το βλέμμα και να βουτάω στη ζωή, έστω για μια στιγμή, για μια διαδρομή.
Ευτυχία…