Τις πρώτες μέρες του χρόνου, εκεί που τακτοποιείς τις σκέψεις, οργανώνεις κατά το δυνατόν τις αναμνήσεις και κάνεις χώρο για το μετά –για το επιθυμητό καινούργιο που ελπίζεις πως θα φέρει η νέα χρονιά– καταπιάστηκα εκτός της εσωτερικής και με την εξωτερική τάξη. Ανακύκλωσα εφημερίδες κι άχρηστα χαρτιά, μάζεψα παιδικά ρούχα για να δοθούν και κατέβασα από το πατάρι ξεχασμένες σημειώσεις χρόνων, που όλο και ελπίζω πως θα αξιοποιήσω στα γραψίματά μου. Κι εκεί, στην ανακατωσούρα, ανάμεσα σε κουτιά που κατέβαιναν προσωρινά από το πατάρι και σε μπαούλα που ανέβαιναν από την αποθήκη, αράδιασα σ’ ένα τραπέζι τα κύπελλά μου. «Τι είναι αυτά μαμά;», ρώτησε ο Οδυσσέας, μαγεμένος από τη λαμπερή τους επιφάνεια. «Κάτι παλιά κύπελλα, αγόρι μου», απάντησα μάλλον αδιάφορα, συνεχίζοντας να μαζεύω. «Του μπαμπά είναι;», συνέχισε. «Όχι, δικά μου», είπα κι εγώ, επιστρέφοντας στα ειρηνικά μου έργα. Τα πήρε στα χέρια του, τα ζύγισε, τα κοίταξε από όλες τις πλευρές, είδε το όνομα μου χαραγμένο στην πλακέτα μπροστά κι επείσθη. «Από πού είναι, μαμά»; συνέχισε. Κι εγώ απάντησα, φέρνοντας στη μνήμη αγαπημένες στιγμές σε χρόνια που πέρασαν. Του είπα την ιστορία τους –ποια χρονιά, σε ποιον αγώνα, πώς ήμασταν τότε, πώς έγινε αυτό– κι έπειτα άρχισα να τα ξαναμαζεύω, μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα, για να ξαναβρούν τη θέση τους στο πατάρι. «Γιατί δεν τα αφήνεις έξω, να τα βλέπουμε;», ρώτησε ο Οδυσσέας. «Γιατί δεν χρειάζεται», απάντησα χωρίς πολλά, και συνέχισα. «Γιατί την ιστορία μας τη θυμόμαστε έτσι κι αλλιώς». Κι έκλεισα την κουβέντα εκεί. Ναι, την ιστορία μας την κουβαλάμε μέσα μας. Και μας διαμορφώνει, στα καλά της και στα δύσκολα, σε όμορφες στιγμές και στενάχωρες, σε επιτυχίες και σε αποτυχίες. Είναι κάποτε πιο εύκολο να απομονώνουμε τις όμορφες στιγμές και τα επιτεύγματα αντί να βλέπουμε τη συνεχή πορεία, με τα σκαμπανεβάσματα και τις σκοτεινιές της. Και, σίγουρα, πιο βολικό. Μα αυτού του είδους η ανάμνηση, η «φωτογραφική», η πυροδοτημένη από εξωτερικό ερέθισμα, δεν είναι πάντοτε χρήσιμη. Σαν τις κορνίζες στα σπίτια που αντικατοπτρίζουν όμορφες στιγμές μα με τον καιρό εκφυλίζονται και γίνονται στοιχείο απλώς διακοσμητικό –κάτι που πρέπει να το ξεσκονίσεις κάπως ανόρεχτα– έτσι και τα τρόπαια κινδυνεύουν να χάσουν τη δύναμή τους, να γίνουν απλώς «αντικείμενα».
Δεν μιλώ για όσα φώτισαν μεγάλες στιγμές –τα μείζονα βραβεία των πρωταθλητών ή τα ενθυμήματα που σηματοδοτούν καθοριστικές αλλαγές για τους υπόλοιπους. Δεν θέλω να μηδενίζω. Μα η εμπειρία των δρόμων μου δείχνει πως και στο τρέξιμο το ταξίδι είναι σημαντικότερο από κάθε μια στάση του. Κι όσο υπογραμμίζεις τη στάση, τόσο ενδεχομένως στερείσαι την κίνηση, τη διάθεση να μείνεις μάχιμος και να προσπαθήσεις.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνεις τρέχοντας, όταν τρέχεις συνειδητά, είναι πως στόχος είναι να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Να γίνεσαι καλύτερος από τη μια φορά στην άλλη, όπως κι αν μετριέται η εξέλιξη –με χιλιόμετρα, ταχύτητα, αντοχή ή χαρά. Αντίπαλός σου είναι περισσότερο ο εαυτός σου παρά ο άλλος. Με εσένα αναμετριέσαι στη διαδρομή, εσένα ξεπερνάς στη γραμμή του τερματισμού. Κι αυτή η αναμέτρηση είναι διαρκής όσο μένεις στους δρόμους, αέναη. Αλλάζει όπως αλλάζεις κι εσύ, παρακολουθεί τη ζωή σου σε χρόνο πραγματικό, μα διαρκεί και σε καθορίζει. Ο άλλος, συνδρομέας ή ανταγωνιστής, δεν είναι δίπλα σου παρά για να σου δώσει ένα πρόσθετο κίνητρο να προσπαθήσεις. Το κέντρο σου είσαι εσύ.
Ίσως γι’ αυτό, το μεγαλύτερο βραβείο, το πιο βαρύτιμο τρόπαιο, το κουβαλάς διαρκώς μέσα σου. Είναι μια αίσθηση, που δεν αποτυπώνεται υλικά, αν και κάποτε στη θυμίζει η δική σου έκφραση σε μια παλιά φωτογραφία. Κάτι δικό σου, αποτυπωμένο κάποτε στο σώμα. Είναι μια φλόγα που κάπου υπάρχει και τρέφει, με τον τρόπο της, αθέατα την επόμενη διαδρομή, την επόμενη προσπάθεια. Που σου θυμίζει πως εσένα πρέπει να ξεπερνάς, τον δικό σου χτεσινό εαυτό να υπερβαίνεις. Γι’ αυτό, το τρόπαιο δεν είναι αναμνηστικό για να το βλέπουν οι άλλοι και να χαίρονται. Δεν είναι καν αντικείμενο. Είναι σπίθα αέναη, που φλογίζεται από σήμερα για το αύριο, από την τωρινή διαδρομή για την επόμενη. Αυθεντική κι εκρηκτική, κι ας είναι αθέατη.
Δημοσίευση στο Runner 79, της Αγγελικής Κοσμοπούλου