Μία νέα έρευνα για την αντίληψη της κόπωσης
Μία έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό British Journal of Sports Medicine έρχεται να αναδείξει την αξία της υποκειμενικής αξιολόγησης της κόπωσης από την προπόνηση για τους ασκούμενους.
Οι ερευνητές ανέλυσαν και σύγκριναν τις υποκειμενικές πληροφορίες (αντίληψη κόπωσης) με αντικειμενικά δεδομένα (καρδιακή συχνότητα, αιματολογικούς δείκτες, επίπεδο οξυγόνου) που αφορούσαν το προπονητικό φορτίο, ώστε να εντοπίσουν αν υπήρχε κάποια συσχέτισή ανάμεσα τους.
Το συμπέρασμα που κατέληξαν είναι πως είναι σημαντικό να αξιολογείται τόσο από τον ίδιο τον ασκούμενο/αθλητή όσο και από τον προπονητή του, και η υποκειμενική του αίσθηση όσον αφορά το αίσθημα κόπωσης, την “ζωντάνια” του στην καθημερινότητά του και τις δραστηριότητές του.
Μάλιστα, σε πολλά σημεία η υποκειμενική αξιολόγηση ήταν πιο ακριβής ακόμα και από “αντικειμενικούς” δείκτες, όπως η καρδιακή συχνότητα, οι αιματολογικές εξετάσεις, το οξυγόνο κ.ά.
Βέβαια, στη συγκεκριμένη έρευνα δεν είχαν τη δυνατότητα να υπολογίσουν κι άλλους “εξωτερικούς” παράγοντες, όπως την εργασία, την οικογένεια κ.ά.
Στην πράξη
Για τους απλούς δρομείς είναι δεδομένο ότι δείκτες όπως αυτοί του αίματος, της καρδιακής συχνότητας (κυρίως η μεταβλητότητα – heart rate variability) και της πρόσληψης οξυγόνου αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για την αξιολόγηση της επίδρασης του προπονητικού φορτίου. Μπορούν, δηλαδή, να βοηθήσουν τον προπονητή και τον ίδιο τον ασκούμενο να προσαρμόσει την προπόνηση και τα φορτία που θα επακολουθήσουν.
Η έρευνα αυτή, όμως μας δείχνει πως ξέχωρα από τους “αντικειμενικούς” δείκτες θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερο βάρος και στη δική μας, προσωπική αίσθηση. Στο πώς, δηλαδή, αισθανόμαστε στην καθημερινότητά μας, στο αν μας επαρκεί ο χρόνος ξεκούρασης, αν αισθανόμαστε ευεξία και γεμάτοι ενέργεια κλπ. Κι όλα αυτά για να προσαρμόζουμε ανάλογα το προπονητικό μας πρόγραμμα.